Του Γιώργου Τσίπρα
Ο δεύτερος γύρος του Στρατηγικού και Οικονομικού Διαλόγου (S&ED) στο Πεκίνο συγκέντρωσε την περασμένη εβδομάδα περίπου 200 αξιωματούχους των ΗΠΑ στο Πεκίνο απέναντι στους κινέζους ομολόγους τους.
Οι υψηλότατου επιπέδου και εκτεταμένες αποστολές και διαδικασίες ανάμεσα στην πρώτη και τρίτη οικονομία του πλανήτη ξεκίνησαν πέρσι τον Απρίλη, θα διεξάγονται (θεωρητικά) κάθε χρόνο και είναι μοναδικές στο είδος τους. Μπορούν να αντιστοιχηθούν μονάχα με τις πάλαι ποτέ αμερικανοσοβιετικές διαπραγματεύσεις με την τεράστια διαφορά πως τότε απουσίαζε από τις συνομιλίες εξ ολοκλήρου το οικονομικό αντικείμενο όπως και σήμερα η αντιπαράθεση στρατηγικών πυρηνικών ανάμεσα στις δύο «υπερδυνάμεις» του 2010. Ο πρώτος γύρος το 2009 που είχε προταθεί από τον Ομπάμα, αν κρίνουμε από τα όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να ήταν το αντίβαρο σε ειλημμένη απόφαση όξυνσης των σινοαμερικανικών σχέσεων από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, στην οποία ο S&ED θα έπαιζε το ρόλο ελέγχου της έντασης. Ωστόσο οι τελευταίες εβδομάδες πριν το φετινό δεύτερο γύρο ήταν χρόνος απρόσμενης χαλάρωσης και επαναθέρμανσης σχέσεων. Ευκαιριακή μείωση της έντασης λόγω συνομιλιών ή νέα στροφή των ΗΠΑ και αναγνώριση της πραγματικότητας που επισημαίνουν και αμερικανοί παρατηρητές, όπως ο Νίκολας Λάρντι, σινολόγος του Ινστιτούτου Peterson για τη Διεθνή Οικονομία, πως «η αμερικανική πλευρά προσέρχεται με πολύ αδύναμο χέρι σ’ αυτές τις συνομιλίες»; Η βεντάλια των ζητημάτων είναι πολύ μεγάλη αν και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα γνωστά αγκάθια των σινοαμερικανικών σχέσεων. Όπως ομολογούν ένθεν και ένθεν του Ειρηνικού, σκοπός και προσδοκία του Διαλόγου δεν είναι η επίλυση κανενός από τα ζητήματα αλλά η συνεννόηση και «επαφή» των δύο στρατηγικών αντιπάλων. Ο ρόλος της Κίνας στα διεθνή έχει μεγαλώσει πολύ τα τελευταία χρόνια και ακόμη περισσότερο λόγω της παρούσας οικονομικής κρίσης μέσα από την οποία βγαίνει ενισχυμένος ο ασιατικός γίγαντας ως παράγοντας ανάπτυξης και σταθερότητας (προς το παρόν…). Με την εξαίρεση της Ρωσίας σε γεωπολιτικά ζητήματα, η Κίνα είναι σήμερα η μόνη παγκόσμια δύναμη που σε διάφορα ζητήματα μπορεί και κουνά το δάχτυλο ή να «απαιτεί» από την αμερικανική υπερδύναμη. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρίζει όποιος συνομιλεί μαζί της…
Για το γουάν το Πεκίνο έχει διαμηνύσει πως οποιαδήποτε πίεση μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, αν και πολλοί πιστεύουν πως υπάρχει σήμερα μεγαλύτερη συνεννόηση και είναι ζήτημα χρόνου η απαγκίστρωση του γουάν προς τα επάνω από την ισοτιμία των τελευταίων 22 μηνών με το δολάριο. Η φουρτούνα στην Ευρωζώνη αντικειμενικά αναστέλλει τις επιδιώξεις παγκόσμιου παραμερισμού του δολαρίου και με ό,τι συνδεόταν. Αυτή η φουρτούνα θα είναι άλλωστε ένα από τα θέματα γενικού ενδιαφέροντος στις συνομιλίες.
Στις αμερικανικές πιέσεις για μεγαλύτερο άνοιγμα της κινεζικής καταναλωτικής αγοράς και άρση των τεχνολογικών απαιτήσεων – περιορισμών που καθιστούν πιο δύσκολες τις αμερικανικές επενδύσεις, οι Κινέζοι αντιτείνουν τους αμερικανικούς περιορισμούς στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας προς την Κίνα. Η κυβέρνηση Ομπάμα γνωρίζει πως για την επίτευξη του στόχου να διπλασιαστούν οι αμερικανικές εξαγωγές την επόμενη πενταετία σημαντικό ρόλο καλείται να παίξει η αγορά της Κίνας, αλλά αυτό θα είναι δύσκολο αν δε δώσουν και οι ίδιοι κάτι. Αυτήν τη στιγμή, παρά την κρίση, το εμπορικό έλλειμμα με τους Κινέζους παραμένει πάνω από τα διακόσια δισ. δολάρια, το μεγαλύτερο στον κόσμο. Τα αμερικανικά ομόλογα που κατέχει η Κίνα και η διασφάλισή τους καθώς και το δημόσιο έλλειμμα της Ουάσιγκτον είναι ζητήματα που θα θέσει το Πεκίνο.
Παράλληλα με αυτά, το Ιράν και η Β. Κορέα είναι τα δύο γεωστρατηγικά ζητήματα που οι ΗΠΑ επείγονται για κινεζικές παραχωρήσεις. Για το δεύτερο, Σεούλ και Ουάσιγκτον φρόντισαν να ξαναζεστάνουν το «φαγητό» με τη βύθιση του νοτιοκορεατικού σκάφους τον περασμένο Μάρτη, ίσως ενόψει ακριβώς του Διαλόγου. Το Πεκίνο έχει κάπως απομακρυνθεί από την Πιονγιάνγκ μετά τη δεύτερη πυρηνική δοκιμή της τελευταίας το 2006, αλλά η επίσημη επίσκεψη του Κιμ Γιονγκ Ιλ στην Κίνα μόλις πριν λίγες εβδομάδες δεν αφήνει πολλά περιθώρια στην Ουάσιγκτον να ελπίζει.