του Γιώργου Χ. Θεοχάρη 

«Θέλω τις φωτογραφίες στο κομοδίνο μου, μαμά», απαίτησε ο μικρός Πασχάλης. Πήρε τις δύο κορνιζαρισμένες φωτογραφίες και τις τοποθέτησε πλάι στο κρεβάτι του, αφού πρώτα φίλησε τις μορφές των παππούδων του. Τις ίδιες απεικονίσεις διάλεξαν και είχαν βάλει στα μνήματα. Ο μικρός έχασε και τους δυο παππούδες του αναπάντεχα. Έφυγαν από τη ζωή με διαφορά εβδομάδων, έχοντας προσβληθεί από την επιδημία που ενέσκηψε στην υφήλιο το 2019. Πέθαναν πριν ανακαλυφθούν τα εμβόλια.

Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα, στα σπίτια και των δύο γιαγιάδων δεν υπήρχε η γιορτινή κατάσταση όπως άλλες χρονιές αλλά μια κατήφεια μια λύπη, σερνόνταν στα δωμάτια, το πένθος σκέπαζε τις ώρες και πίκραινε τις καρδιές.

Οι γονείς του μικρού προσπαθούσαν με περιπάτους και βόλτες στα μαγαζιά να τον κάνουν να ξεχαστεί, μα μάταια, μιας κι εκείνου η ψυχούλα είχε εμποτιστεί από την θλίψη της απώλειας και η απουσία τους τον στοίχειωνε μέρα και νύχτα.

Ο μικρός, μαθητής της Γ’ Δημοτικού, πανέξυπνος, ευφραδής, εύστροφος, δεν γινόταν να ξεγελαστεί με περιφραστικές δικαιολογίες περί απουσίας των παππούδων προσωρινή κι ότι θα ξαναρθούν όταν τελειώσουν τις δουλειές για τις οποίες λείπουν. Ήξερε πως θάνατος σημαίνει τελεσίδικη απουσία.

Ξημέρωσε η Παραμονή των Χριστουγέννων. Οι φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν τα Κάλαντα στις γειτονιές χρωμάτιζαν τον αέρα της πόλης. Ο μικρός Πασχάλης, λυπημένος, αναρωτήθηκε με παράπονο: «σε ποιόν παππού θα πω εγώ τα Κάλαντα σήμερα;». Η μητέρα του καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού του, τον χάιδεψε, προσπάθησε να τον παρηγορήσει. «Θα τα πεις στις γιαγιάδες σου» του αποκρίθηκε. Ο μικρός έπεσε σε περισυλλογή. Κατά τις 8 σηκώθηκε και αποφασιστικά δήλωσε: «Θέλω να με πάτε στα μνήματα».

Τον πήγαν. Το κοιμητήριο, στη δυτική άκρη της πόλης στην πλαγιά ενός λόφου, περιτριγυρισμένο από συστάδες κυπαρισσιών και πεύκων, μέσα στην απόκοσμη ησυχία με τα μάρμαρα ν’ αστράφτουν στον λαμπρό ήλιο του πρωινού, δημιουργούσε μιαν αίσθηση έντασης στον μικρό καθώς βάδιζε προς την περιοχή που βρίσκονταν τα μνήματα των παππούδων του.

Στάθηκε σ’ εκείνο του παππού από τη μεριά της μητέρας του. Ξεκίνησε να τραγουδά έχοντας καρφώσει το βλέμμα στη φωτογραφία του. Οι μεγάλοι με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα.

Τέλειωσε και βάδισε προς το μνήμα του παππού που είχε το όνομά του. Κάθισε στην άκρη στο μάρμαρο κι άρχισε να τραγουδά κρατώντας τον ρυθμό με το τριγωνάκι. Χάιδεψε το πρόσωπο του παππού στη φωτογραφία και το όνομά του στην πλάκα του τάφου.

«Παππού και του χρόνου!» ευχήθηκε φεύγοντας, δακρυσμένος, με τους γονείς του.

Οι άνθρωποι που βρίσκονταν τριγύρω και φρόντιζαν τα μνήματα των δικών τους, είχαν σταθεί τόσην ώρα, άκουγαν συγκινημένοι τον μικρό, κινήθηκαν προς το μέρος του και του έδωσαν κέρματα. «Και του χρόνου πουλάκι μου!» είπε μια μαυροντυμένη γυναίκα που άναβε το καντηλάκι της πεθαμένης κορούλας της. Ο μικρός Πασχάλης διάβασε στο μάρμαρο του μνήματος: «Ελενίτσα Κ. ετών 9». «Μαμά», ψέλισε, «η Ελενίτσα, νομίζω, θα λέει σήμερα τα Κάλαντα στον Παράδεισο, ν’ ακούνε κι οι παππούδες μου…», «είμαι σίγουρος!», συμπλήρωσε αμέσως μετά κι έφυγε λιγάκι ησυχασμένος προς την έξοδο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!