Του Μάριου Διονέλλη

 

Γράφω Πέμπτη βράδυ με το ασήκωτο βάρος των ειδήσεων για το βρέφος στη Σητεία, που βρήκε τον θάνατο από τον ίδιο τον πατέρα του. Με την τεράστια απορία για τα τρία εγκαταλειμμένα κοριτσάκια στην Πάτρα. Με τη βαθιά ντροπή απέναντι στα παιδιά των προσφύγων που ήρθαν αντιμέτωπα ξανά με το μίσος στο Πέραμα. Αλλά απέναντι και στα παιδιά των «αγανακτισμένων» γονιών, ακόμα και των Χρυσαυγιτών, γιατί κι αυτά με το ίδιο μίσος ποτίζονται.

Γράφω με την οδυνηρή σκέψη ότι μάλλον δεν έμεινε τίποτα και κανείς για να κερδίσουμε και οι μόνες σίγουρες «νίκες» μας είναι πια απέναντι σε αυτούς που είναι απολύτως ανυπεράσπιστοι. Στα παιδιά. Στα παιδιά μας τα ίδια.

Ίσως να μπήκαν τυχαία στη σειρά οι ειδήσεις όλες αυτές μέσα στην ίδια εβδομάδα. Ίσως πάλι κάτι να θέλει να μας ψιθυρίσει το σύμπαν στο αυτί. Ότι πιο κάτω από εκεί δεν έχει. Ακόμα ένα σκαλί χαμηλότερα και από την «επιδημία» των αυτοκτονιών, βρίσκεται η φυσική ή ψυχική εξόντωση της μόνης ελπίδας που απέμεινε για κάτι καλύτερο από ό,τι είμαστε εμείς.

Ψάχνω να βρω τη σύνδεση με την πολιτική, με τις κοινωνικές συνθήκες, με τον στραγγαλισμό που υφίσταται η χώρα. Μπορεί να υπάρχει η σύνδεση και για τους ειδικούς να είναι κάτι παραπάνω από ορατή. Μα δεν μπορεί να σταθεί ούτε για αστείο ως δικαιολογία. Απλώς έχετε το νου σας στα παιδιά. Τίποτα άλλο.

 

* Μόνη αχτίδα φωτός στην τελευταία εβδομάδα το νέο παιδικό βιβλίο του συντρόφου και φίλου Σωκράτη Μαντζουράνη που είχε την καλοσύνη να μου στείλει. «Όταν τα χρώματα και οι ήχοι έβαλαν φυλακή τα δάκρυα». Μακάρι σύντροφε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!