Της Ματίνας Παπαχριστούδη. Η δημοσιογραφία βρίσκεται σε ρόλο αμήχανου θεατή, οι δημοσιογράφοι σε ρόλο έκπληκτου χειροκροτητή.
Αυτή η φράση θα μπορούσε να συμπληρώσει τον παραπάνω τίτλο. Γιατί οι πληροφορίες και τα γεγονότα στη «βιομηχανία» του έντυπου Τύπου και των ηλεκτρονικών Μέσων θα τους τρελάνουν τους αναλυτές. Και τους εργαζόμενους δημοσιογράφους μαζί. Στο χώρο που χτυπιέται πιο βάναυσα από όλους τους άλλους από τη μνημονιακή πολιτική. Στο χώρο όπου σε δυο χρόνια έκλεισαν επιχειρήσεις, απολύθηκαν περισσότεροι από 2.500 εργαζόμενοι. Στο χώρο που τα σωρευμένα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα χρέη φθάνουν το 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο χώρο που οι εκδότες-ιδιοκτήτες, συνδεδεμένοι με ομφάλιο λώρο διαπλοκής με την πολιτική εξουσία, περιμένουν ως μάνα εξ Ευρωπαϊκής Ένωσης την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών για τη συνέχιση λειτουργίας των επιχειρήσεών τους. Σε αυτό το χώρο, λοιπόν, παρατηρείται οργασμός νέων εκδόσεων, νέων εφημερίδων, εξαγορών και νέων παιχτών!
Στις αρχές του επόμενου μήνα τρεις νέες ημερήσιες εφημερίδες θα εμφανιστούν στα περίπτερα. Μάλιστα, τρεις! Οι δυο από αυτές δεν διεκδικούν με σοβαρές αξιώσεις το ακάλυπτο από έντυπη ενημέρωση, μεγάλο κοινό της «κεντροαριστερής παράταξης». Η Εφημερίδα των συντακτών, απόπειρα έκδοσης ημερήσιας εφημερίδας από μεγάλη μερίδα πρώην δημοσιογράφων της Ελευθεροτυπίας που υποστηρίζουν με πράξεις πως η κυκλοφορία μιας αυτοδιοικούμενης και αυτοδιαχειριζόμενης εφημερίδας από τους ίδιους τους εργαζόμενους είναι εφικτή. Η πολιτική κατεύθυνση της εφημερίδας είναι ξεκάθαρη. Να στηρίξει το αντιμνημονιακό μέτωπο στην κοινωνία. Ως αντίπαλο δέος, πάντα για το ίδιο κοινό, αναμένεται να βγει στα περίπτερα το νέο φύλλο που σχεδιάζει ο εκδότης του Ποντικιού, Αντώνης Δελατόλλας, με άγνωστη χρηματοδότηση. Για αυτή την έκδοση θα εργαστεί επίσης σημαντικά μεγάλη ομάδα από πρώην δημοσιογράφους της Ελευθεροτυπίας. Κι αυτή η έκδοση στοχεύει στη στήριξη της αντιμνημονιακής πολιτικής.
Η τρίτη έκδοση θα είναι λέει, το αντίπαλον δέος της Espresso! Η οποία Espresso ως τίτλος «νοικιάστηκε» από τον ευσεβή μιντιάρχη συνέταιρο του Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, Πέτρο Κυριακίδη στον πρώην ιδιοκτήτη της, Γιάννη Φιλιππάκη. Και κυκλοφορεί ήδη πριν καν προλάβει να αντιδράσεις ο κλάδος και τα σωματεία του (αν ήθελαν βέβαια να αντιδράσουν) με νέα αρίθμηση, από το φύλλο ένα. Εννοείται πως όσοι μετακινήθηκαν από την παλιά εταιρία υπέγραψαν συμβάσεις με πολύ κατώτατες αμοιβές από τις συλλογικές συμβάσεις. Πριν από λίγο μόνο καιρό κυκλοφόρησε κι άλλη νέα εφημερίδα, Τα Παραπολιτικά από τον δημοσιογράφο Γιάννη Κουρτακη με τη στήριξη του Βαγγέλη Μαρινάκη. Και λίγο πριν είχε βγει στα περίπτερα άλλη εβδομαδιαία εφημερίδα, Η Ελλάδα σήμερα. Και την ίδια ώρα πληροφορίες λένε πως υπάρχει ενδιαφερόμενος για να εξαγοράσει τη συνδρομητική τηλεόραση της Forthnet, τη Nova ενώ η Deutsche Telecom στηρίζει, έστω και με περικοπές, την έτερη συνδρομητική της OTE TV για την αγορά της Ελλάδας.
Όλα τα παραπάνω δεν δημιουργούν, τελικά, καμία έκπληξη. Γιατί αποδεικνύεται πως τα Μέσα και το προϊόν τους είναι ένα ιδιαίτερο, ιδιότυπο «εμπόρευμα» της ελεύθερης αγοράς. Τα κέρδη ή οι ζημιές, στη δική τους περίπτωση, μετριούνται και ισοφαρίζονται με διαφορετικό τρόπο. Στην αγορά της προπαγάνδας και της χειραγώγησης. Όχι με ελλειμματικούς ισολογισμούς και υψηλά δάνεια ή χρέη. Αλλά με επιρροή και εμβέλεια. Αποδεικνύεται πως η «ενημέρωση» έχει τους δικούς της κανόνες στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Οι εκδότες, μιντιάρχες, πολιτικοί, εγχώριοι ή τροϊκανοί, το γνωρίζουν πολύ καλά. Και κάνουν παιχνίδι. Οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ δεν φαίνεται να το έχουν πάρει μυρωδιά.
Στις αρχές του επόμενου μήνα τρεις νέες ημερήσιες εφημερίδες θα εμφανιστούν στα περίπτερα. Μάλιστα, τρεις! Οι δυο από αυτές δεν διεκδικούν με σοβαρές αξιώσεις το ακάλυπτο από έντυπη ενημέρωση, μεγάλο κοινό της «κεντροαριστερής παράταξης». Η Εφημερίδα των συντακτών, απόπειρα έκδοσης ημερήσιας εφημερίδας από μεγάλη μερίδα πρώην δημοσιογράφων της Ελευθεροτυπίας που υποστηρίζουν με πράξεις πως η κυκλοφορία μιας αυτοδιοικούμενης και αυτοδιαχειριζόμενης εφημερίδας από τους ίδιους τους εργαζόμενους είναι εφικτή. Η πολιτική κατεύθυνση της εφημερίδας είναι ξεκάθαρη. Να στηρίξει το αντιμνημονιακό μέτωπο στην κοινωνία. Ως αντίπαλο δέος, πάντα για το ίδιο κοινό, αναμένεται να βγει στα περίπτερα το νέο φύλλο που σχεδιάζει ο εκδότης του Ποντικιού, Αντώνης Δελατόλλας, με άγνωστη χρηματοδότηση. Για αυτή την έκδοση θα εργαστεί επίσης σημαντικά μεγάλη ομάδα από πρώην δημοσιογράφους της Ελευθεροτυπίας. Κι αυτή η έκδοση στοχεύει στη στήριξη της αντιμνημονιακής πολιτικής.
Η τρίτη έκδοση θα είναι λέει, το αντίπαλον δέος της Espresso! Η οποία Espresso ως τίτλος «νοικιάστηκε» από τον ευσεβή μιντιάρχη συνέταιρο του Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, Πέτρο Κυριακίδη στον πρώην ιδιοκτήτη της, Γιάννη Φιλιππάκη. Και κυκλοφορεί ήδη πριν καν προλάβει να αντιδράσεις ο κλάδος και τα σωματεία του (αν ήθελαν βέβαια να αντιδράσουν) με νέα αρίθμηση, από το φύλλο ένα. Εννοείται πως όσοι μετακινήθηκαν από την παλιά εταιρία υπέγραψαν συμβάσεις με πολύ κατώτατες αμοιβές από τις συλλογικές συμβάσεις. Πριν από λίγο μόνο καιρό κυκλοφόρησε κι άλλη νέα εφημερίδα, Τα Παραπολιτικά από τον δημοσιογράφο Γιάννη Κουρτακη με τη στήριξη του Βαγγέλη Μαρινάκη. Και λίγο πριν είχε βγει στα περίπτερα άλλη εβδομαδιαία εφημερίδα, Η Ελλάδα σήμερα. Και την ίδια ώρα πληροφορίες λένε πως υπάρχει ενδιαφερόμενος για να εξαγοράσει τη συνδρομητική τηλεόραση της Forthnet, τη Nova ενώ η Deutsche Telecom στηρίζει, έστω και με περικοπές, την έτερη συνδρομητική της OTE TV για την αγορά της Ελλάδας.
Όλα τα παραπάνω δεν δημιουργούν, τελικά, καμία έκπληξη. Γιατί αποδεικνύεται πως τα Μέσα και το προϊόν τους είναι ένα ιδιαίτερο, ιδιότυπο «εμπόρευμα» της ελεύθερης αγοράς. Τα κέρδη ή οι ζημιές, στη δική τους περίπτωση, μετριούνται και ισοφαρίζονται με διαφορετικό τρόπο. Στην αγορά της προπαγάνδας και της χειραγώγησης. Όχι με ελλειμματικούς ισολογισμούς και υψηλά δάνεια ή χρέη. Αλλά με επιρροή και εμβέλεια. Αποδεικνύεται πως η «ενημέρωση» έχει τους δικούς της κανόνες στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Οι εκδότες, μιντιάρχες, πολιτικοί, εγχώριοι ή τροϊκανοί, το γνωρίζουν πολύ καλά. Και κάνουν παιχνίδι. Οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ δεν φαίνεται να το έχουν πάρει μυρωδιά.
Σχόλια