Ανοίξετε την πόρτα σας
Τα κάλαντα να πούμε
Για βάλετε και μια ρακή
Για να σας ευχηθούμε
Ταχιά-ταχιά είναι αρχιμηνιά
Ταχιά αρχή του χρόνου
[…]
Ανοίξετε την πόρτα σας
Να πω μια καλησπέρα!
Άλλους τους πιάσαμε στον ξύπνιο και άλλους τους ξυπνήσαμε από τον ύπνο! Όμως όλοι, γέροντες, μεσήλικες και παιδιά, μας υποδέχτηκαν με πολλή χαρά και πολλές ευχές και το τι μεζέδες, κρασιά, ρακές φάγαμε και ήπιαμε, συντρόφια, δεν λέγεται – συνοδεία πάντα της λύρας. Μέχρι και ο παπα-Μανώλης τα άκουσε τα κάλαντα και ανταπέδωσε με κεράσματα και πολλές ευχές. Και τα κάλαντα, στο τελευταίο σπίτι, τα άκουσε και ο Αλαβάνος μέσω τηλεφώνου (πιστεύω να του άρεσε η έκπληξή μας), που ξέρω ότι τους αρέσουν πολύ οι άνθρωποι της υπαίθρου και τα έθιμά τους! Μου ζήτησε να τους ευχαριστήσω με τις ευχές του (τις μετέφερα στον πρόεδρο του συλλόγου).
Η έκπληξη για μένα ήταν την Πρωτοχρονιά οι καλεσμένοι στο σπίτι που μου έδωσαν να καταλάβω τα προβλήματα του τόπου, τις αγωνίες τους για το μέλλον της αγροτιάς. Οι ζημιές του χιονιά (αρκετά δέντρα καταστράφηκαν), η αλόγιστη χρήση λιπασμάτων και φαρμάκων, που ξεπάτωσαν τη γη, η τιμή του λαδιού, που είναι για «γέλια», και γενικά η κρίση και η κατάντια της χώρας έχουν φέρει στους απλούς αλλά τόσο σημαντικούς αυτούς ανθρώπους έναν απίστευτο προβληματισμό και πολλές προτάσεις.
Είπανε για οργάνωση των γεωργών σε ομάδες, για βοήθεια από γεωπόνους και επιστήμονες, για την προώθηση της παραγωγής, για την κατάντια των συνεταιρισμών (τύφλα να ’χουν τα συνέδρια της Αριστεράς). Εδώ υπάρχουν οι λύσεις στα προβλήματα!
Το επόμενο βράδυ, έγινε ο χαμός στου Κωστή το καπηλειό. Τι χωρατά, τι μαντινάδες, τι ρακές, τι μακαρόνια με το χάρακα!
Να ’στε καλά, Μερωνιανοί
Κι εσύ, παπά-Μανώλη
Για την αγάπη την πολλή
Που μου προσφέρατε όλοι
Σας αγαπώ.
Πάμε τώρα στην ιστορία μας…
«Ταξί, ταξί!» Για πού πάμε, κυρία μου; «Στο Κολωνάκι». Και έχει κάτι ωραίους καφέδες, της απαντάω. «Τι καφέδες, καλέ, για δουλειά πάω». Τι δουλειά μεσημεριάτικο; «Πάω να βρω τον Αϊνστάιν». Ποιον είπατε;
«Έχω συνάντηση με το μαθητή μου και τους γονείς του». «Ομολογώ, δεν κατάλαβα τίποτα», της λέω. «Έχουμε Αϊνστάιν στην Ελλάδα και δεν το ξέρω;» «Και κάτι παραπάνω. Έχω, που λες, ταξιτζή, έναν τρομερά έξυπνο μαθητή, με φοβερό IQ, αλλά…» Έχει και «αλλά»; ρωτάω. «Είναι τεμπέλης και αντιδραστικός και κινδυνεύει να χάσει την τάξη». Ο Αϊνστάιν; ρωτάω. «Ναι. Μα και τον Αϊνστάιν τον είχαν διώξει από το σχολείο», μου λέει. «Κανονικά θα έπρεπε να τον αρχίσω στα χαστούκια», μου λέει, «αλλά υπάρχουν οι νόμοι, ξέρεις». «Ξέρω, ξέρω, έχω φάει εγώ από δασκάλους ξύλο…», της λέω. «Αλλά τότε το επέτρεπε η χούντα.» «Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να έχεις έξυπνους μαθητές αλλά αντιδραστικούς;» «Ξέρω, ξέρω, μας το έλεγε η Ραλλού, η φιλόλογός μας. Και τι θα γίνει με τον Αϊνστάιν;» λέω. «Έχω συμφωνήσει με τους γονείς του να τον πάμε σε σχολικό σύμβουλο». «Και θα έρθει ο Αϊνστάιν στο σύμβουλο;» της λέω. «Θα το δούμε», μου λέει (η καθηγήτρια ζωγραφικής). «Μπορεί να σας γράψω στο Δρόμο,» της εξηγώ. «Καλή χρονιά και να μου προσέχεις τον Αϊνστάιν. Κάτι μου θυμίζει», της λέω πονηρά, κοιτώντας με στον καθρέφτη του ταξί!
Ο ταξιτζής του Δρόμου της Αριστεράς