Έχουμε ήδη μπει στη δεύτερη προεκλογική περίοδο και το ένα μετά το άλλο τα κόμματα σπεύδουν να καθορίσουν το «διακύβευμα» των εκλογών, σύμφωνα με το οποίο το εκάστοτε κόμμα καλεί του πολίτες να ψηφίσουν. Οπότε αναγκαστικά μπαίνει το ερώτημα: Τι και κυρίως με ποια κριτήρια να ψηφίσει κανείς; Ψηφίζουμε για κυβέρνηση και όχι για αντιπολίτευση; Ψηφίζουμε για αντιπολίτευση απέναντι στη Ν.Δ.; Ψηφίζουμε μήπως για πολυκομματική βουλή ώστε να είναι δύσκολη η αυτοδυναμία; Ή ψηφίζουμε για να υπάρχει έστω κάποιος που να κάνει μια στοιχειώδη αντιπολίτευση; Και έπειτα σύμφωνα με τα παραπάνω ερωτήματα, αν κανείς ψηφίσει «λάθος» με βάση τα «διακυβεύματα» τότε η ψήφος είναι χαμένη. Χαμένη γιατί οι εκλογές είναι δημοψηφισματικού χαρακτήρα, γιατί η λάθος ψήφος «δεν καθορίζει» τις εξελίξεις στη χώρα, γιατί χωρίς την τάδε φωνή κάποιοι θα είναι ανενόχλητοι, γιατί υπάρχει μπόνους εδρών και οι λευκές ή οι άκυρες ψήφοι μανιπιουλάρονται και γενικά αν δεν ψηφίσει κανείς «σωστά» τότε η ψήφος είναι λιγότερο «πολιτική».
ΑΥΤΌ ΟΜΩΣ που λείπει από όλα τα παραπάνω διακυβεύματα και τις ερμηνείες είναι τα κριτήρια που ίσως κάποιος θα έπρεπε να σκεφτεί πριν επιλέξει τι θα ψηφίσει. Καταρχήν, το πρώτο κριτήριο είναι ότι η ψήφος θα έπρεπε να είναι πολιτική και όχι τακτική και κυνική. Ο πολιτικός κυνισμός είναι εμφανές ότι κυριάρχησε στις προηγούμενες εκλογές. Περίπου όλα τα κόμματα ζήτησαν τακτική ψήφο και πολύ λιγότερο προγραμματική στήριξη. Αυτό επιδιώκεται και τώρα, μέσα από όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως, καλούνται οι πολίτες να επιλύσουν προβλήματα, διευθετήσεις και συσχετισμούς του πολιτικού συστήματος χωρίς να τσαλακωθεί κανένα κόμμα. Η ψήφος στο μικρότερο κακό, η επιλογή διαχειριστή, η επιλογή για κάποιον που γενικώς θα τα λέει στη Βουλή –ασχέτως του τι θα λέει ακριβώς– είναι όλες τακτικές και κυνικές επιλογές που έχουν ως υπόβαθρο τη χειραγώγηση που γίνεται πάνω στο μεγάλο πολιτικό μπλοκάρισμα που υπάρχει στην κοινωνία. Δεν οφείλει επομένως η ψήφος να στοχεύει σε τέτοιους μικροτακτικισμούς αλλά στην αποτύπωση συσχετισμών μεταξύ δυνάμεων, πολιτικών και ιδεών. Ούτε βέβαια οι εκλογές αφορούν απλά και μόνο την ανάδειξη μιας κυβέρνησης αλλιώς θα είχαμε δημοψήφισμα και δεν θα χρειαζόμασταν και Βουλή. Ακόμη περισσότερο ο πολιτικός κυνισμός όχι απλά δεν επιλύει το μπλοκάρισμα που αναφέραμε αλλά στην πραγματικότητα απορρέει και συμπορεύεται με αυτό, εντείνει το αίσθημα αδιεξόδου και αυξάνει την διαχειριστική αντίληψη της πολιτικής.
Τι και κυρίως με ποια κριτήρια να ψηφίσει κανείς; Ψηφίζουμε για κυβέρνηση και όχι για αντιπολίτευση; Ψηφίζουμε για αντιπολίτευση απέναντι στη Ν.Δ.; Ψηφίζουμε μήπως για πολυκομματική βουλή ώστε να είναι δύσκολη η αυτοδυναμία; Ή ψηφίζουμε για να υπάρχει έστω κάποιος που να κάνει μια στοιχειώδη αντιπολίτευση;
ΕΠΙΠΛΕΟΝ θα πρέπει να υπάρχει και μια συνειδητοποίηση της στιγμής στην οποία βρισκόμαστε. Λέγεται διαρκώς πως οι κάλπες είναι άδειες. Ωστόσο δεν θα πρέπει να θεωρείται παράλληλα πως οι προηγούμενες εκλογές είναι περίπου ως μη γενόμενες. Αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών ένας δυσμενής πολιτικός συσχετισμός, το προβάδισμα της Δεξιάς και ενός είδους πολιτική συντηρητικοποίηση που δεν αφορά απλά την ψήφο στη Ν.Δ. αλλά το αίτημα για σταθερότητα, για την αποφυγή αχρείαστων περιπετειών και μια σχετική αποδοχή ότι οι ράγες πάνω στις οποίες κινείται η χώρα δεν είναι εύκολα και δίχως κόστος αναστρέψιμες οπότε αναζητείται και ένας διαχειριστής για μια περίοδο που θα είναι δύσκολη.
Αυτή η εικόνα δεν αλλάζει με εύκολες λύσεις, τρικ και τακτικές κινήσεις – δεν αλλάζει μέσα σε είκοσι μέρες. Οπότε όλοι εκείνοι που η αλλαγή αυτής της δυσμενούς κατάστασης τους αφορά, χρειάζεται να σκεφτούν τους λόγους που φτάσαμε σε αυτή και κυρίως τι χρειάζεται για να βγούμε από αυτή. Θα πρέπει δηλαδή να συνυπολογιστεί η κατάσταση της κοινωνίας και της χώρας.
Εδώ και αρκετά χρόνια όλοι ωθούνται να αποδεχτούν και να προσαρμοστούν σε μια χώρα και μια ζωή χαμηλότερων προδιαγραφών και προσδοκιών. Φτιάχνεται μια χώρα με ένα κράτος που καταρρέει ή ιδιωτικοποιείται, με ζούγκλα στα εργασιακά –ειδικά σε ό,τι αφορά τη νεολαία ή και την εργασία σεζόν κ.λπ–, με εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια να βγαίνουν στο σφυρί, με τον φυσικό της πλούτο να είναι προς πώληση και την κυριαρχία της εν γένει να είναι ασφυκτικά δεμένη πάνω σε διάφορα «άρματα» και περιορισμούς. Πόσο έχει προχωρήσει αυτή η προσαρμογή; Παράλληλα, το πολιτικό σύστημα (κόμματα, ΜΜΕ, δικαιοσύνη, κράτος) έχει μετασχηματιστεί σε νέες ποιότητες, σε μια δύναμη όχι απλά κατάληψης της εξουσίας αλλά εντελώς εχθρική προς την κοινωνία και τη χώρα. Το πολιτικό σύστημα δεν επιβάλλει απλά πολιτικές, επιβάλλει και σιωπές, αποκλείει με κάθε τρόπο ένα κομμάτι της κοινωνίας από το δημόσιο διάλογο, καθιστά οποιαδήποτε σκέψη για αλλαγή παράνομη και ταυτόχρονα βρίσκεται στην διατεταγμένη υπηρεσία εγχώριων και ντόπιων ελίτ που πέρα από τις διάφορες μπίζνες τους, φαίνεται να επιδιώκουν και μια ξεδιάντροπη ανάδειξη της Ελλάδας των πλουσίων, μια εκδίκηση –ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο– απέναντι σε κάθε τι λαϊκό ή αγωνιστικό.
Για να ανατραπούν αυτά χρειάζονται μεγάλες αλλαγές, συνολικός επαναπροσανατολισμός των αγωνιζόμενων ανθρώπων και η επένδυση στον τακτικισμό γύρω από τη σύνθεση της βουλής, την αυτοδυναμία ή την είσοδο μιας φωνής για «την τιμή των όπλων», μοιάζει με ασπιρίνη απέναντι σε ένα καρκίνωμα. Σε αυτή την τακτική δίνεται περισσότερο βάρος από ό,τι της αναλογεί, σε βαθμό μάλιστα που συχνά απομακρύνεται εντελώς από τις απαραίτητες «συνειδητοποιήσεις» ενώ παράλληλα παραβλέπει συνολικά και την συστημική συμπολίτευση που υπήρξε στην προηγούμενη βουλή, με ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ να συμφωνούν σε όλα τα κομβικά ζητήματα, διαρκώς.
ΘΑ ΕΙΧΕ ίσως μεγαλύτερη αξία πριν κανείς πάει στην επόμενη κάλπη, να αναλογιστεί και να προσπαθήσει να ενημερωθεί για τις θέσεις, τα προγράμματα και τις εξαγγελίες των κομμάτων. Να δοθεί δηλαδή βάση σε μια πιο βαθιά πολιτική διαδικασία που απαιτεί την ενημέρωση των πολιτών. Ένα τέτοιο κριτήριο επιδέχεται και ορισμένες προδιαγραφές που αφορούν για παράδειγμα τις θέσεις των κομμάτων σχετικά με τα μεγάλα ζητήματα που υπάρχουν ήδη ή θα αντιμετωπίσουμε το αμέσως επόμενο διάστημα. Τέτοια είναι η κρίση που εντείνεται και τα νέα πλεονάσματα που θα ζητηθούν την επόμενη περίοδο, το ζήτημα μιας πιο δίκαιης φορολογίας, της μαύρης, ευέλικτης και σεζόν εργασίας που έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, της αποφυγής τραγωδιών λόγω φυσικών καταστροφών, της αναδιάταξη ενός κράτους που καταρρέει και κοστίζει ακόμη και ζωές. Άλλα και η θέση των κομμάτων απέναντι σε δεδομένους σχεδιασμούς για το άμεσο μέλλον που όμως αποσιωπούνται εσκεμμένα. Σχεδιασμοί για τις «Πρέσπες του Αιγαίου», την ιδιωτικοποίηση της Υγείας και της Παιδείας και ακόμη χειρότερα του νερού, την διαρκή περιστολή της δημοκρατίας μέσα από καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τη χειραγώγηση των ΜΜΕ και τον αποκλεισμό των κοινωνικών αιτημάτων από παντού.
Σε αυτά τα ζητήματα θα έπρεπε να απαιτείται απόλυτη διαύγεια και καθαρότητα σε σχέση με τη στάση και τις πολιτικές του κάθε κόμματος. Παράλληλα για αυτά θα έπρεπε να απαιτείται και μια άλλη ποιότητα διαλόγου που να εμπεριέχει και την ίδια την κοινωνία και όχι να υπάρχει πλήρη συμμόρφωση στον στημένο μιντιακό διάλογο. Ας αναρωτηθούμε, τα παραπάνω υπάρχουν ή λείπουν; Αυτή η έλλειψη και οι σιωπές γύρω από τα μεγάλα ζητήματα οφείλουν να αποτυπωθούν κάπως ή ιεραρχούνται υψηλότερα άλλοι σχεδιασμοί και γιατί;