Ο Αρβανιτόπουλος στην ίδια ρότα με την Διαμαντοπούλου. Του Αλέξη Μεϊκόπουλου

Η (ενδοκυβερνητική) αντιπαράθεση που προκάλεσαν οι τροποποιήσεις που επέφερε ο υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος στον νόμο Διαμαντοπούλου, έκλεψε μεν την παράσταση στα ΜΜΕ, αλλά δεν είχε καμία σχέση με αλλαγές στην ουσία της μεταρρύθμισης που ο 4009/2011 προωθεί στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Το αιτιολογικό παρέμβασης του Αρβανιτόπουλου δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολιών περί του σκοπού των τροπολογιών: «Αφενός προβλέπουν την ύπαρξη ενός μεταβατικού χρονικού διαστήματος, ρεαλιστικού και ικανού για τη σταδιακή εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και αφετέρου περιλαμβάνουν ορισμένες αλλαγές σε σημεία τα οποία αποδείχθηκε… ότι χρήζουν βελτιωτικών παρεμβάσεων, οι οποίες δεν ανατρέπουν τη βασική φιλοσοφία του ν. 4009/2011, αλλά δημιουργούν βασιμότερες προϋποθέσεις για την καλύτερη, πληρέστερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή του». Οι όποιες αντιδράσεις, λοιπόν, δεν σχετίζονται με τον νόμο, αλλά κυρίως με αντιδράσεις της ριγμένης πια εκσυγχρονιστικής κλίκας του ΠΑΣΟΚ. Η όποια πολιτική αξία των διαφωνιών συνίσταται στην κατάδειξη αδυναμίας της τρικομματικής μνημονιακής πλειοψηφίας από το πρώτο, κιόλας, νομοσχέδιό της. Μάλιστα, σε ένα πεδίο όχι τόσο ακανθώδες, όπως π.χ. τα μέτρα των 11,5 δισ. που έπονται.

 

Στόχοι του νομοσχεδίου
Πιο ειδικά, το νομοσχέδιο: α) προσπαθεί να λειάνει τις αντιδράσεις του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας, διασφαλίζοντας μία πιο ομαλή μετάβαση και εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου και β) προσθέτει νέες αλλαγές που επιταχύνουν την κατεύθυνση διάλυσης της δωρεάν πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Έτσι, σε ό,τι αφορά το πρώτο προβλέπει ρυθμίσεις που αφορούν την επέκταση της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων που είχαν εκλεγεί με το προηγούμενο σύστημα, την απεμπλοκή της εκλογής Συμβουλίων (που αντικαθιστούν τις Συγκλήτους στη διοίκηση των ιδρυμάτων) από την χρηματοδότηση, με το αιτιολογικό της εύρυθμης λειτουργίας των πανεπιστημίων. Για τον ίδιο λόγο εισάγει την επιστολική ψήφο, σε περίπτωση παρεμπόδισης των διαδικασιών ανάδειξης Συμβουλίων, ενδεικτικό του είδους της Δημοκρατίας που το πανεπιστήμιο του Μνημονίου θέλει να υπηρετήσει.

Βαθαίνουν τα προβλήματα
Φυσικά δεν γίνεται κουβέντα για την επίλυση των δυσβάσταχτων για την λειτουργία της Ανώτερης Παιδείας συνεπειών των μνημονιακών πολιτικών και του κουρέματος του PSI. Η υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων κυμαίνεται στο ύψος 50-70% λόγω περικοπών, ενώ το κούρεμα αποθεματικών έχει κοστίσει 97,8 εκ. στα πανεπιστήμια, χρήματα που προορίζονταν για υποτροφίες και φοιτητική μέριμνα. Επίσης, δεν αντιμετωπίζεται η τεράστια έλλειψη προσωπικού. Πάνω από 407 θέσεις ακαδημαϊκών που κάλυπταν οργανικές θέσεις σε περιφερειακά ΑΕΙ σε ΤΕΙ έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ χρονίζει ο μη διορισμός 900 εκλεγμένων καθηγητών.
Αν αυτά αποτελούν συνέχιση της πολιτικής του υπουργείου επί Διαμαντοπούλου, το νομοσχέδιο του Αρβανιτόπουλου βαθαίνει, με την εισαγωγή νέων μέτρων, την πολιτική «απαξίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης και της παράδοσης της σε ιδιωτικά συμφέροντα», όπως τόνισε και ο Αλ. Τσίπρας στην συνέντευξη Τύπου για τη παρουσίαση της πρότασης νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάργηση του νόμου της Διαμαντοπούλου. Έτσι, ο νέος νόμος επισπεύδει τη διαδικασία συγχωνεύσεων/καταργήσεων τμημάτων και μάλιστα με Προεδρικό Διάταγμα ύστερα από πρόταση των υπουργών Παιδείας, Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, με την απλή υποχρέωση ενημέρωσης («υποβολής ερωτήματος, συνοδευόμενο από ειδική τεκμηρίωση, για έκδοση γνώμης») των διοικήσεων των υπό κατάργηση τμημάτων 60 μέρες πριν την έκδοση του προεδρικού διατάγματος. Συμπληρωματικά, ενισχύεται ο ρόλος εξωπανεπιστημιακών αρχών, όπως η «Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (ΑΔΙΠ), που γνωμοδοτεί και για την κατάργηση και αξιολόγηση τμημάτων, και για την πιστοποίηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των παρεχόμενων τίτλων σπουδών, που σημαίνει στην ουσία «κατάργηση των πτυχίων».
Τέλος, πέρα από την πλήρη αδιαφορία για τη φοιτητική μέριμνα που δείχνει το νομοσχέδιο, προβλέπει πρόσθετα την κατάργηση διανομής δωρεάν συγγραμμάτων στους «αιώνιους» φοιτητές, που ορίζει όσους έχουν υπερβεί τον προβλεπόμενο χρόνο σπουδών τους (π.χ. 4 χρόνια και όχι 4+2) που ονομάζει, μάλιστα, πρώτο κύκλο σπουδών, εισάγοντας από την πίσω πόρτα κύκλους σπουδών. Πρόκειται για ένα μέτρο που βαθαίνει τη (σταδιακή μέχρι στιγμής) ιδιωτικοποίηση της δημόσιας Ανώτατης Παιδείας και που μαζί με την εισαγωγή διδάκτρων στο μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών προλειαίνει το έδαφος για τη γενίκευση των διδάκτρων και στις προπτυχιακές σπουδές, και τη δημιουργία αγοράς και ευνοϊκότερων όρων για την ιδιωτική εκπαίδευση. Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις προς τους κολεγιάρχες για την στελέχωση με εκπαιδευτικό προσωπικό των σχολών τους με κατώτερα ακαδημαϊκά προσόντα από ό,τι στη δημόσια εκπαίδευση, όπως προέβλεπε ακόμα και ο νόμος Διαμαντοπούλου, αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Πλήρη η αντίθεση μας στο νομοσχέδιο
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αρνούμενος να υποταχτεί στα εκβιαστικά διλήμματα που έθετε ο νόμος Αρβανιτόπουλου για τη δήθεν ομαλοποίηση της λειτουργίας των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, κατέθεσε δικό του νομοσχέδιο, ανταποκρινόμενο στη θέληση και τα αιτήματα της πλειοψηφίας του πανεπιστημιακού κινήματος που κατέστησε ανενεργό τον 4009, και με πρώτο άρθρο την κατάργηση του εν λόγω νόμου, ως προϋπόθεση όχι μόνο λειτουργίας αλλά ύπαρξης και διεξόδου του νόμου Διαμαντοπούλου. Με την ουσία του νόμου όμως απαράλλαχτη, τα πανεπιστήμια να εξαντλούν τις αντοχές τους όσων αφορά τη δυνατότητα λειτουργίας τους και τέλεσης του επιστημονικού τους έργου, τις αντιδημοκρατικές παρεμβάσεις της μνημονιακής εξουσίας να συνεχίζονται, τους φοιτητές να εξωθούνται λόγω κρίσης εκτός σπουδών, η σκυτάλη περνάει ξανά στα χέρια του πανεπιστημιακού και φοιτητικού κινήματος.

*Ο Αλέξης Μεϊκόπουλος είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Μαγνησίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!