ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Σταμάτη Μαυροειδή
Κάθε καλλιτέχνης δεν παύει ποτέ να είναι πολίτης με ευθύνες και καθήκοντα, σημειώνει ο πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών, Πάνος Χαραλάμπους. Η παραπάνω διαπίστωση δεν «υποχρεώνει» φυσικά την τέχνη και τους δημιουργούς της να ευθυγραμμίζονται απολύτως με την επικαιρότητα των εκάστοτε κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Κι αυτό, διότι ο λόγος αλλά κι ο χαρακτήρας της τέχνης έχουν άλλες, πιο σύνθετες πηγές τροφοδοσίας και έκφρασης. Το καθήκον πάντως των αυθεντικών εργατών της δεν είναι άλλο από την καίρια συμβολή στην προσπάθεια μετασχηματισμού του πραγματικού.
O λόγος σας είναι ποιητικός, πιο κρυπτικός ίσως από το εικαστικό σας έργο. Με αυτό ως δεδομένο θα ήθελα να κάνουμε μια όσο γίνεται εκλαϊκευμένη και εύληπτη συνέντευξη. Για την τέχνη, λοιπόν, ο λόγος: Θεωρείτε, κ. Χαραλάμπους, ότι υπάρχει εγχώρια δημιουργία που να αντιστοιχίζεται στις πραγματικές κοινωνικές και πολιτισμικές ανάγκες, ότι η σύγχρονη ελληνική τέχνη αναφέρεται στο πολιτικοκοινωνικό παρόν του τόπου μας;
Οτιδήποτε γλωσσικό είναι κρυπτικό μιας και τελεί υπό καθεστώς απροσδιοριστίας· η γλώσσα γενικώς, οι γλώσσες των τεχνών για να είναι ευρύχωρες, ανοιχτές οφείλουν να είναι σε μεγάλο βαθμό ανομοιογενείς. Όσο συνεκτικές και ομοιογενείς είναι τόσο πτωχές και ατελείς. Αν με την πρόθεση εκλαΐκευσης που θέτεις εννοείς την απαλλαγή από έναν ευφυϊσμό, μια θεωρησιαρχία που ενέσκηψε τα τελευταία χρόνια ως παραναγνώριση του πνευματικού, ως ένα είδος αποσύνδεσης ζωής-παραγωγής-εργασίας- τέχνης- διάνοιας-διαισθαντικότητας, τότε συμφωνώ. Ο λόγος της τέχνης, σήμερα, δεν έγκειται στην ιδέα της συνέχειας και στην Αριστοτελικού τύπου μιμητική-ταυτολογική του διάσταση, αλλά στη δυνατότητα κλονισμού της αιτιακής τυποποίησης του κόσμου. Ενόραση, διαισθητικότητα, ενορμήσεις και εξωτερικά γεγονότα συνυπολογίζονται και η τέχνη επανακτά την παλαιά στοιχειακή της δύναμη τη μαγική, μαντική της δυνατότητα!
Ο λόγος της τέχνης δεν είναι λόγος αντιστοιχίας του Α=Α με τις κοινωνικές πολιτικές συνθήκες, είναι λόγος διαθλαστικός, τροφοδοτείται από χειμερικές εμπειρίες – από μυθικές διογκώσεις, από αρχαϊκά υποστρώματα, προϋποθέσεις για την διάρρηξη της μηχανικής αιτιότητας του κόσμου. Παρά τον ουτοπικό της χαρακτήρα η τέχνη έχει ως καθήκον της τον μετασχηματισμό του πραγματικού. Ο αγώνας για την μορφή πασχίζει να αμφισβητήσει τις θανάσιμες γενικεύσεις, τις αφαιρετικές πτωχεύσεις του κόσμου, πασχίζει να κόψει τις αλυσίδες της αιτιοκρατίας, να ξετυλίξει το κουβάρι των σημασιοδοτήσεων, να μεταφέρει τα συναισθήματα της παιδικής ηλικίας στις δυνάμεις της ενήλικης ζωής, να συνδυάσει την αίσθηση του θαύματος με τις καινοτομίες, τα επιτεύγματα μέσω της επικαιροποίησης. Eίναι λογικό και συνάγεται πραγματολογικά η ύπαρξη, η οντότητα της νεοελληνικής τέχνης που αντιστοιχεί σε μορφές ζωής, εμπειρίες. Από καταβολής του νεοελληνικού βίου έχουν εγκαθιδρυθεί καλλιτεχνικές γενεαλογίες ποικίλων χαρακτηριστικών. Ελάχιστες πριν από τον πόλεμο αρκετές μετά απ’ αυτόν. Προσωπικότητες και έργα σαν του Γ. Κουνέλλη, Τάκη (Βασιλάκης), Λ. Σαμαρά, Χρύσα, Ν. Κεσσανλή, Β. Κανιάρη, Δανιήλ, Α. Ακριθάκη, Ν. Μπάικα, Γ. Λάππα και μια πλειάδα νεώτερων «στερεώνουν», συγκροτούν το σώμα της τέχνης του 20ού αιώνα. Να προσθέσω βεβαίως τις προπολεμικές περιπτώσεις των Χαλεπά, Παρθένη, Παπαλουκά, Μπουζιάνη, Στέρη, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Τσαρούχη, Μόραλη…
Θα ήθελα να σημειώσω το νεοελληνικό αισθητικό (και όχι μόνο) δίλημμα, ο λοξός Μοντερνισμός έγκειται στο γεγονός μιας επίσης παραναγνώρισης. Όλοι όσοι αναγνωρίζουν την ευρωπαϊκή κουλτούρα, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως στοιχείο της Νεοελληνικής τέχνης, της προσδίδουν μια εργαλειακότητα, έναν εργαλειακό τρόπο σκέψης- δράσης, μορφής ξεχνώντας την έλλειψη πέντε αιώνων τουλάχιστον ευρωπαϊκής ζωής, υιοθετώντας έναν εξαμερικανισμένο τρόπο προσέγγισης χωρίς Bach και Goethe χωρίς Ρουσώ και Καντ. Χωρίς εντέλει αστική συγκρότηση αστικό γούστο και τα επακόλουθα.
Οι σοβαροί καλλιτέχνες – όσοι τέλος πάντων επιμένουν πεισματικά να παιδεύονται και να παιδεύουν το έργο τους, ποια θέση έχουν στον παγκοσμιοποιημένο «πολτό» της τέχνης;
Οι κυρίαρχοι του κόσμου σαφώς επιβάλλουν και τα μοτίβα ερμηνείας του. Μέσω της αγοράς απ’ την άλλη πλευρά ο καθένας, κράτη, έθνη, κοινότητες άτομα «επιθυμούν» να έχουν μία ταυτότητα αρραγή ως ένα ορισμένο σχήμα-μόρφωμα χωρίς ρωγμές και ανασφάλειες. Οι οποιεσδήποτε «στρατεύσεις» μέσα στη μονομέρειά τους προσδίδουν ως κλήση ορισμένης τάξης καθηκόντων, μια εκλεκτική τύφλωση έναν αισθητικό δογματισμό, κομματικό!
Η έλλειψη εκπροσώπησης-η συμμετοχικότητα, γεννά στα υποκείμενα, στις κοινότητες, την φιλία ή την έχθρα αναλόγως με όποιον την παρέχει ή την αποστερεί! Οι σιωπηλότερες σκέψεις είναι εκείνες που φέρουν την καταιγίδα, σκέψεις που έρχονται με πόδια περιστεράς καθοδηγούν τον κόσμο έλεγε ο Φρίντριχ Νίτσε.
Όταν η ΑΣΚΤ αναγόρευσε τον Γ. Κουνέλλη σε επίτιμο διδάκτορα, στην αντιφώνησή του εκείνος είπε: «Το να μιλά κανείς σήμερα, είναι αυτοκτονία, το να μη μιλά είναι δολοφονία…». Είναι τόσο σοβαρή διακινδύνευση η ενασχόληση με την τέχνη;
Η θέση του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία, δεν είναι εδραία, αλλά εκ-στατική, ένα μέσα έξω, κινηματική ή ομοιοπαθητική. Η αντιφώνηση του Γιάννη Κουνέλλη δείχνει με δραματικό τρόπο την καλλιτεχνική διακινδύνευση, διότι στον πυρήνα αυτής της ενασχόλησης εμφιλοχωρεί η ενόρμηση της ζωής συνδεόμενη με την ενόρμηση του θανάτου ταυτοχρόνως.
Εσείς, ως δάσκαλος, σε μια από τις ιστορικότερες σχολές της χώρας -τώρα πρύτανης μάλιστα, πώς τοποθετείστε ως ρόλος και όχι ως άτομο απέναντι σ’ ένα αφυδατωμένο, «μοντέλο» που αλλοιώνει κάθε μορφή αυθεντικής έκφρασης;
Εάν εισέλθει κανείς στους θεσμούς ως εκπαιδευτικός, ως πρύτανης, χωρίς διακινδύνευση ήδη είναι νεκρός. Δεν αποδέχομαι τον ρόλο του πρύτανη ως ένα σοβαροφανές πρόσωπο που μηρυκάζει κοινοτυπίες. Θα τολμούσα να πω ότι η Πρυτανεία, η Διοίκηση γενικότερα, δεν είναι ένα ακόμα τέχνασμα αλλά μια καλλιτεχνική πρακτική με καθήκοντα, ευθύνες ηθικά-πολιτικά… μια τέχνη εντέλει! Αντιλαμβάνομαι τον θεσμό της Πρυτανείας ως χώρο επιθυμίας, μετασχηματισμού της ενέργειάς μου επ’ ωφελείας του θεσμού… αντίδοτο της ακηδίας, της αμεριμνησίας, της απάθειας. Το Πανεπιστήμιο, η ΑΣΚΤ ως ιδεολογικοί μηχανισμοί αρθρώθηκαν κάποιους χρόνους μ’ έναν κάποιο ορισμένο τρόπο. Άρα, μπορούν κάτω από ορισμένες συνθήκες να συναρθρωθούν αλλιώς, με άλλα υλικά επ’ ωφελεία του κοινωνικού… για μια νέου τύπου οργάνωση του δημόσιου χώρου.
Η τέχνη δεν γίνεται για τον εαυτό μας. Παράγεται, βέβαια, από μας αλλά έχει κοινωνική αναφορά αλλά και ευθύνη, αλλιώς δεν είναι χρήσιμη. Συμβαίνει κάτι τέτοιο στα μέρη μας;
Η σκέψη, η ποίηση, η δημιουργία, το παιχνίδι, η κοινωνική, η θεσμική εμπλοκή, αποτελούν μια εξαΰλωση των ερωτικών και επιθετικών ορμών. Η φιλοσοφία, η τέχνη, η επιστήμη εμπλέκονται στο πολιτικό παιγνίδι. Μια πολιτική σύγκρουση αντιμετωπίζεται συχνά με καλλιτεχνικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές μεταφορές ή και το αντίστροφο. Εδώ έγκειται και η πηγή της ιδεολογίας, των ιδεολογιών. Η τέχνη, λοιπόν, δεν είναι «αυτοποιητική». Δεν παράγεται εντεύθεν του κοινωνικού. Συνεπώς, θεσμίζεται πολιτικά. Κάθε καλλιτέχνης δεν παύει ποτέ να είναι πολίτης με ευθύνες και καθήκοντα.
Να ’ρθουμε και στα δικά σας. Ποιος ο ρόλος του γενέθλιου τόπου στο έργο σας;
Η έννοια του χώρου, εφεύρεση των νεοτέρων χρόνων μετά τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα, ο χώρος γενικά αποτελούμενος από ομοιογενή σημεία αποσυνδέεται από την αναφορά του σ’ ένα υποκείμενο, δεν έχει κάποια οντολογική βαρύτητα. Ο γενέθλιος τόπος όμως καθίσταται η προνομιούχος τοπολογία για την συγκρότηση και από-συγκρότησή μου. Είναι τόπος καθοριστικός, τόπος αναντικατάστατος. Είναι ένας τόπος όπου… κάτι συμβαίνει την ώρα που αφηγούμαι αυτό που συμβαίνει, συμβαίνω κι εγώ ο ίδιος. Στην τελευταία μου παρουσία-έκθεση με τον τίτλο Aquis Submersus (Στο νερό βυθισμένος, πνιγμένος) επιχείρησα έναν αλληγορικό συσχετισμό, μια απρόοπτη τοπιογραφία της Αμβρακίας Λίμνης στην Ακαρνανία, τόπος καταγωγής μου.
Σας συναντώ συχνά στο παζάρι της Ιεράς Οδού και στο Μοναστηράκι, Τι ψάχνετε σ’ αυτούς τους τόπους;
Το παζάρι που συναντιόμαστε συχνά είναι τόπος, είναι φωλιά όπου η μνήμη επωάζει τα αυγά της, είναι ο τόπος διείσδυσης του παρελθόντος στο παρόν ως συνιστώσα του παρόντος, πραγματώνεται σε κάθε στιγμή ως νέο και επίκαιρο. Οι παλαιές πολιτιστικές μορφές, τα αντικείμενα φύρδην μίγδην ατάκτως ειρημένα… μεταφέρουν το ισοδύναμο ασυνειδήτων μνημονικών ιχνών, πολιτιστικά ερείπια, απωθημένες εικόνες… αυτές οι «βρόμικες ενοχλητικές εικόνες» μπορούν να συντρίψουν τις κυρίαρχες ερμηνείες του παρελθόντος. Τώρα, λοιπόν, όπου η εργασία, η παραγωγή, η σωματικότητα τείνει να αποσυνδεθεί απ’ την εμπειρία, μέσω αυτού του τόπου (του παζαριού) γίνεται φανερό το πέρασμα του χρόνου αλλά και η ελπίδα για εμφάνιση απρόβλεπτων γεγονότων και συναστρίες ελεύθερων πράξεων, διαφορετικών ανθρώπων.