ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Κώστα Στοφόρο
Από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς της γενιάς του, ο Δημήτρης Στεφανάκης, μοιάζει να ξεφεύγει από τον κανόνα που θέλει έναν συγγραφέα να γράφει με διαφορετικούς τρόπους συνεχώς το ίδιο βιβλίο. Κάθε φορά μας μεταφέρει σε άλλη εποχή, επινοώντας μύθους, οι οποίοι, ωστόσο, πάντοτε συνδέονται με την Ιστορία.
Στο Χορό των ψευδαισθήσεων (Eκδόσεις Ψυχογιός) ο συγγραφέας μάς αφηγείται έναν έρωτα στην εποχή της κρίσης. Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης που πραγματοποιείται σε μια εποχή ποικίλων ψευδαισθήσεων -δημόσιων και ιδιωτικών.
Η αφήγηση ξεκινά την ημέρα της αυτοκτονίας ενός εκ των πρωταγωνιστών σε ένα χρηματιστηριακό σκάνδαλο. Μια κατασκευαστική εταιρία, η «Θάλος» οδήγησε εκατοντάδες ανθρώπους στην απόγνωση. Ο ιθύνων νους, ένας νέος φέρελπις πρωταγωνιστής της εποχής του «λεφτά υπάρχουν», δίνει τέλος στη ζωή του. Αφορμή για τον αφηγητή-ήρωα της ιστορίας και πρώην φίλο του αυτόχειρα να κάνει ένα απολογισμό-αναδρομή της δικής του ζωής. Να αναζητήσει τα ίχνη ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Να αναμετρηθεί με τις δικές του ευθύνες και τα φαντάσματά του.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ταξίδι αυτογνωσίας όπου με καμβά τον χορό, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα μυθιστόρημα με πραγματικά πρόσωπα. Ανθρώπους που ίσως κι εμείς να έχουμε συναντήσει.
Ένα μυθιστόρημα που -παρά το ρεαλισμό του- δίνει στο τέλος μια νότα αισιοδοξίας: Μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας, ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα…
Μετά τα ταξίδια σου στο παρελθόν «προσγειώνεσαι» στην Αθήνα της κρίσης. Τι σε οδήγησε σε αυτήν την επιλογή;
Νομίζω πως ήρθε η ώρα να αναμετρηθώ με την εποχή μου, αποδεικνύοντας πως είμαι συγγραφέας του σήμερα. Άφησα πίσω τους μεγαλειώδεις κόσμους του παρελθόντος, για να πλάσω το μύθο της δικής μου ζωής, της πόλης μου, των ανθρώπων που συναντώ καθημερινά. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι «προσγειώνομαι» απλώς στην Αθήνα. Η κρίση είναι κάτι περιστασιακό, θα περάσει και θα μείνει μόνο η πόλη.
Γιατί Χορός των ψευδαισθήσεων;
Θα συμφωνήσεις κι εσύ, ίσως, μαζί μου ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες χορέψαμε όλοι μας στο ρυθμό των ψευδαισθήσεων, εθνικών και προσωπικών. Πέρα όμως από τη μεταφορική χρήση του τίτλου, υπάρχει και η κυριολεκτική, καθώς στο βιβλίο κυριαρχεί το μοτίβο του χορού λάτιν από το τσα τσα τσα και τη ρούμπα μέχρι το αργεντίνικο τάνγκο.
Μας δίνεις μια άλλη άποψη για την περιοχή των Εξαρχείων. Τι σημαίνει για σένα αυτή η γειτονιά;
Είναι ο κόσμος της ενηλικίωσής μου. Εδώ πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια κι εδώ επιστρέφω καθημερινά σε στέκια που πριν από τριάντα χρόνια κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις για τον Κάφκα, τον Καμύ και τον Όργουελ. Είναι μια συνοικία-κιβωτός για πολλούς από μας. Απολογούμαι μόνο λέγοντας ότι άργησα να το καταλάβω. Τα σημαντικά πράγματα, όμως, τα αντιλαμβάνεται κανείς συν τω χρόνω.
Το μυθιστόρημά σου ξεκινά με μια αυτοκτονία. Στην πραγματικότητα όσοι συμμετείχαν στο «πάρτι του 2004» όχι μόνο δεν αυτοκτόνησαν, αλλά συνεχίζουν τη δράση τους. Εσύ γιατί έκανες αυτή την επιλογή;
Όσοι συμμετείχαν στο «πάρτι του 2004» νομίζω πως αυτοκτόνησαν πολιτικά. Όσο για εκείνους που πρωταγωνίστησαν στο χρηματιστηριακό σόου από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά, με τους οποίους κυρίως καταπιάνομαι, θα μπορούσα να σου απαριθμήσω όχι μόνο μια και δύο αυτοκτονίες…
Ακόμη και ο ήρωάς σου φέρνει ένα μικρό κομμάτι ενοχής, για όσα έγιναν στη χώρα. Ένας διανοούμενος που όχι μόνο σώπασε, αλλά δέχτηκε να γράφει και λόγους για ανθρώπους που ήξερε ότι έχουν -το λιγότερο- σκοτεινή δράση…
Οι άνθρωποι της διανόησης, πλην εξαιρέσεων, δεν φημίζονται για τη δράση τους. Οι Έλληνες διανοούμενοι επέδειξαν αδικαιολόγητη ολιγωρία τα τελευταία χρόνια – και δεν ήταν οι μόνοι. Από αυτό, άλλωστε, προήλθε και η εσωστρέφεια της ελληνικής λογοτεχνίας, κάτι που δεν την βοηθά καθόλου να κάνει διεθνή βήματα.
Ο ήρωάς σου επιστρέφει στον πρώτο του έρωτα που κάποτε δεν τόλμησε να τον ζήσει. Μπορούμε, άραγε, να διορθώσουμε τα λάθη μας; Να ξαναγράψουμε την ιστορία της ζωής μας;
Γιατί όχι; Τείνω πια να πιστέψω πως η απελπισία καλλιεργείται στον άνθρωπο από την λανθασμένη πεποίθηση του αμετάκλητου. Στην πραγματικότητα η ζωή μας δίνει πάντα περισσότερες από μια ευκαιρίες προκειμένου να διορθώσουμε τα λάθη μας και να ξαναγράψουμε την ιστορία της ζωής μας, για να δανειστώ τις εκφράσεις σου.
Τι σημαίνει η φιλία για σένα; Πού φτάνουν τα όρια της;
Σίγουρα δεν είναι μια «κακή συνήθεια», όπως αναφέρω κάπου μέσα στο βιβλίο. Θα έλεγα, μάλιστα, πως η φιλία είναι η παρηγοριά. Όσο για τα όριά της, ο καθένας τα χαράζει μόνος του. Σημαντικό ρόλο παίζει και η εκάστοτε εποχή. Η δική μας, χωρίς ιδεολογίες και ιδανικά, δεν ευνοεί τις μεγάλες φιλίες.
Βλέπεις ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο προσωπικής στάσης του καθενός από εμάς;
Ούτε λόγος! Τα πράγματα αλλάζουν συνεχώς. Μόνο ο θάνατος βάζει τέρμα στη αδιάκοπη ροή της ζωής. Από ό,τι ξέρω ο λαός μας είναι από σκληρό μέταλλο, τρέφεται από τον ήλιο και το φως της Μεσογείου, είναι απίστευτα επινοητικός και ανθεκτικός. Θα τα καταφέρουμε, λοιπόν, είμαι σίγουρος!