Ο Μανώλης ο Χατζηνάκης είναι ένας παλιού τύπου άνθρωπος, καλλιεργημένος, ποιοτικός, έντιμος, φιλικός, μαχητικός και επίμονος. Που πήρε από την Κρήτη τις μαντινάδες και τις λέει πολύ ωραία, αλλά δεν πήρε και τις μπαλοθιές. Που ελπίζει ακόμα ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν είναι αιθεροβάμων, αλλά δεν είναι και εντελώς προσγειωμένος. Κάπου μεταξύ εδάφους και υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης βλέπει τον κόσμο με αγάπη, έγνοια και απογοήτευση και στο τέλος, παρ’ όλ’ αυτά κάποια ελπίδα.

Πιστεύει ότι οι άνθρωποι με τα γράμματα, με τους καλούς τρόπους και με πολλή δουλειά θα δικαιωθούν κάποια στιγμή.

Ο Μανώλης έζησε και αγωνίστηκε με το καλό ΠΑΣΟΚ. Έζησε και τη φάση με τον καλό ΣΥΡΙΖΑ, την πιο σύντομη και τη λιγότερο παραγωγική. Δύο απογοητεύσεις στη ζωή δεν είναι λίγες, αλλά δεν πτοήθηκε, μαζευόταν για λίγο και επανερχόταν με ανανεωμένη διάθεση για την προσπάθεια που συνεχίζεται με ή χωρίς άμεσο και ορατό αποτέλεσμα. Σταθερός.

Τώρα μας καλεί να σχολιάσουμε το καταστάλαγμά του. Περιγράφει ένα σκηνικό μελανό.

Τα όνειρά μου μαραίνονται και ξεθωριάζουν, με κυκλώνει θάνατος πολύτροπος, οι σύντροφοι συνθηκολογούν, οι φίλοι μ’ απαρνούνται, οι αιωνόβιοι πλάτανοι ξεραίνονται, τα πουλιά σιωπούν, μαύρα κοράκια πετούν πάνω από τις πολιτείες… Και συνεχίζει με ακόμα χειρότερες διαπιστώσεις, πάει μέχρι τον πάτο, ζούμε καθημερινά το μαρτύριο της σταγόνας, βρέχει φωτιά στον κόσμο μας, καταλήγει. Θάνατος, τυφώνες, κυκλώνες, δίσεκτοι καιροί, μαρμαρένια αλώνια…

Και μετά ένα μακρύ κατηγορώ για εμπόρους, μηχανές και θερμοκήπια θανάτου, φάμπρικες εξόντωσης, γενοκτονίες, μισαλλοδοξίες, φόβος και θύματα… Και κόντρα οι ανοιχτές αγκάλες, οι συντροφικές συμπορεύσεις, οι βασανιστικές μνήμες, η αγρυπνούσα συνείδηση, η ανυπότακτη ζωή, τα αχαλίνωτα όνειρα, οι αλλοπαρμένοι και οι ονειροβάτες, οι γροθιές και οι αντιστάσεις, οι ζωογόνες δυνάμεις μαζί με τη χέρσα γη που ήθελε να γίνει περιβόλι και τις ατέρμονες οδοιπορίες στους δύσβατους δρόμους της ουτοπίας… Καλά το πάει ο ποιητής…

Ακόμα και οι αγώνες που δεν δικαιώθηκαν και οι έρωτες που δεν εκπληρώθηκαν με σάουντρακ όχι μόνο την κρητική λύρα και τον πεντοζάλη, αλλά και τους στίχους του Ερωτόκριτου, του Λειβαδίτη και του Νερούντα, τη γλώσσα του Μακρυγιάννη και τα ουρλιαχτά του Γκίνσμπεργκ, ύμνοι σε όσους μοιράζονται τον καημό στα δυο, όσους διάλεξαν να μη ζήσουν σκυφτοί, όσους ταμπουρώθηκαν στα οδοφράγματα μαζί με τον ποιητή, όσους τον συντροφεύουν στους χειμώνες της ζωής, όσους ονειρεύτηκαν ένα ανθρωπινότερο κόσμο και πιστεύουν στην Ανάσταση της Αθωότητας.

Ο Μανώλης Χατζηνάκης στο «Καμίνι»… (φωτό Στέλιος Ελληνιάδης)

Κι έτσι το πάει μέχρι το τέλος. Εκεί που πέφτει σηκώνεται. Κι εκεί που μαυρίζει, φωτίζει. Σ’ αυτούς που αποδοκιμάζει, στους δολοφόνους των ονείρων, τους αλαζόνες, τους κενούς περιεχομένου κι αυτούς που νομίζουν ότι είναι ζωντανοί ενώ μυρίζουν μούχλα, αντιπαραθέτει την ομορφιά που θαυμάζει.  Δεν του αρέσει καθόλου αυτή η κοινωνία, αλλά δεν την εγκαταλείπει. Εκεί που όλα φαίνεται να τελειώνουν, ξαναρχίζουν. Ακόμα κι όταν κάνει μια βαθιά αυτοκριτική, ότι υπήρξε σε κάποιες περιπτώσεις αδύναμος, αντιφατικός κι αδιάφορος, δείχνει το ήθος του, αυτός ο ενεργός πολίτης, ο ακάματος, ο παθιασμένος δάσκαλος, ο ονειροπόλος.

Να με συγχωρέσεις Μανώλη αν σε παρερμήνευσα. Φταίει που μου άρεσε πολύ η γραφή σου και η ομολογία σου, το λέγειν σου και η ταραχή σου, με εξαίρεση κάποιες πεισιθανάτιες σκέψεις σου που τις απώθησα. Κι αφέθηκα να κυκλοφορήσω ελεύθερα μέσα στους λαβύρινθους που περιγράφεις τόσο ρητά και με τόση ζεστασιά. Τους λαβύρινθους που κάπου χωράνε κι εμάς που ζήσαμε παρόμοιες χαρές και λύπες, που ελπίσαμε, προσπαθήσαμε κι απογοητευτήκαμε αρκετές φορές, αλλά συνεχίζουμε ν’ ακούμε τους ίδιους ήχους, το ίδιο σάουντρακ ακόμα κι όταν οι ενορχηστρώσεις αλλάζουν, αλλά τα νοήματα παραμένουν τα ίδια, ατόφια, διαχρονικά, μαγευτικά.

Στέλιος Ελληνιάδης

(Συμβολή στην παρουσίαση ανέκδοτης ποιητικής συλλογής του Μανώλη Χατζηνάκη στο Πολιτιστικό Κέντρο Γαλατσίου «Καμίνι», 2 Απριλίου 2025)


Ποιήματα του Μανόλη Χατζηνάκη* από την ανέκδοτη συλλογή
«Οι αλλεπάλληλοι θάνατοι ενός ανθρώπου που προσπαθούσε να μείνει ζωντανός – Μια σπουδή πάνω στη ζωή και το θάνατο» 

Όσα με σκοτώνουν

Δεν μας σκοτώνουν μόνον οι σφαίρες,
τα ρόπαλα και τα μαχαίρια της εξουσίας,
αλλά και όλα όσα υποσκάπτουν το υπόβαθρό μας,
ανατρέπουν τις ισορροπίες μας,
προετοιμάζουν τη συνθηκολόγησή μας.

Μας σκοτώνουν
τα φαρμακωμένα λόγια,
τα αδιάφορα βλέμματα,
οι βίαιοι αποχωρισμοί
κι η παγωνιά της καρδιάς.

Μας σκοτώνουν
το ξεθώριασμα της μνήμης,
οι αφιλόξενοι τόποι
κι οι περίκλειστοι ορίζοντες.

Μας σκοτώνουν
η αναξιόπρεπη ζωή,
η ψυχολογική κατάρρευση,
η ηθική απαξίωση
κι η κοινωνική απόρριψη.

Μας σκοτώνουν
οι ανεπίτρεπτοι συμβιβασμοί,
οι επονείδιστες πράξεις,
η συνθηκολογημένη συνείδηση,
η ιδιώτευση κι η περιθωριοποίηση.

Μας σκοτώνουν
η αυθαιρεσία της εξουσίας,
η μετατροπή του ανθρώπου σε εμπόρευμα,
η κοινωνία του ανελέητου ανταγωνισμού
και η αίσθηση της ματαιότητας.

Μας σκοτώνουν
οι μέρες που δεν έχουν αύριο,
οι νύχτες που δεν έχουν φως,
οι συνάνθρωποι που έγιναν λύκοι
κι οι δολοφόνοι των ονείρων.

Μας σκοτώνουν
η αποκοπή από τις πηγές της ζωής,
η δολοφονία του χρόνου μας,
ο εγκλεισμός στη φορητή φυλακή μας
κι η επερχόμενη κοινωνία του ζόφου.

VII. Ο τελεσίδικος θάνατος

Ο τελεσίδικος θάνατος έρχεται
όταν η σκόνη της λήθης
σκεπάσει τα έργα και τις ημέρες μας,
όταν σβήσουν και τα τελευταία ίχνη
από τους δρόμους που οδοιπορήσαμε,
τα σπίτια που κατοικήσαμε,
τα σώματα που αγκαλιάσαμε,
τους σπόρους που σπείραμε,
τις σπίθες που ανάψαμε,
τα ερωτήματα που θέσαμε,
τις παντιέρες που υψώσαμε,
τους έρωτες που βιώσαμε,
τους σταυρούς που σηκώσαμε.
Όσο υπάρχουν ακόμη μνήμες
από τις νύχτες που ξαγρυπνήσαμε,
τις μέρες που αντισταθήκαμε,
τις συντροφικότητες που σφυρηλατήσαμε,
τα όνειρα που μοιραστήκαμε.
Όσο επιβιώνει ο ανεπαίσθητος, ίσως, απόηχος
των λόγων που ξεστομίσαμε,
των βλεμμάτων που αποθέσαμε
σ’ άλλα βλέμματα,
των αγέρηδων που απελευθερώσαμε,
της αξιοπρέπειας που υπερασπιστήκαμε
τόσο θα μένουμε ζωντανοί
στη μνήμη και τη συνείδηση των επιγόνων.

VIII. Κάποιοι πιστεύουν πως δεν θα πεθάνουν ποτέ

Κάποιοι βέβαια δεν θα πεθάνουν ποτέ,
γιατί δεν έζησαν ποτέ.
Δεν βίωσαν την ένταση της αγρύπνιας,
την ανατριχίλα της σχοινοβασίας,
την αναμέτρηση με τους δαίμονές μας,
την αυθυπέρβαση της θυσίας.
Θαρρούν πως είναι ζωντανοί,
ενώ μυρίζουν μούχλα και θανατίλα.
Περιφέρουν το σαρκίο τους στην αγορά,
το υπερτροφικό εγώ τους
στο χρηματιστήριο των ποσοτικών μεγεθών,
την αλαζονεία τους στην κοινωνία του φαίνεσθαι,
τον κυνισμό τους
στην ανεστραμμένη κλίμακα αξιών.
Αμέτοχοι κι αστόχαστοι οδοιπόροι
της ιδιωτικής οδού
ξοδεύουν τον εαυτό τους ανωφέλευτα,
σκοτώνουν τον χρόνο τους,
περιχαρακώνονται στον κόσμο της αυτοαναφορικότητας.
Πιστεύουν ότι ο κόσμος γεννήθηκε γι’ αυτούς
και γυρίζει γύρω απ’ αυτούς.
Κύμβαλα αλαλάζοντα
διαλαλούν την κενότητά τους.
Κι όλα αυτά τα θεωρούν ζωή.
Θλιβερά υποκατάστατα ανθρώπων
με πλαστογραφημένη μνήμη,
απονεκρωμένες αισθήσεις,
συνθηκολογημένη συνείδηση
και ακυρωμένες προοπτικές.
Είναι ήδη νεκροί,
απλώς δεν το ξέρουν.

*Ο φιλόλογος Μανώλης Χατζηνάκης, γεννημένος το 1941, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διετέλεσε βουλευτής Λασιθίου του ΠΑΣΟΚ και υφυπουργός Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ (1977-1990). Παραμένει ενεργός στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!