Της Μαρίας Θ. Μάρκου
Στο προηγούμενο σημείωμα, έγραφα ότι η απορρύθμιση του χώρου είναι ουσιώδης για την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, καθώς τα δυο πιο κρίσιμα σκέλη του -η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας κτήσης και η απρόσκοπτη ανάπτυξη των επιχειρηματικών στρατηγικών- προϋποθέτουν τη χαλάρωση των περιορισμών στην εκμετάλλευση της γης. Τέτοιοι περιορισμοί απορρέουν συνήθως από τις «χρήσεις γης», όπως αποκαλούν οι πολεοδόμοι το θεσμοποιημένο, σε κάθε περίπτωση, πρότυπο χωροθέτησης των δραστηριοτήτων. Σ’ αυτό το σημείωμα θα επιμείνω στη σημασία των χρήσεων γης. Το θέμα μπορεί να μοιάζει ειδικό, ωστόσο μια από τις πιο χαρακτηριστικές κορυφώσεις του μεταρρυθμιστικού οίστρου που τα μνημόνια επέβαλλαν στην Ελλάδα, είχε να κάνει με την εγκατάσταση, το καλοκαίρι του 2014, ενός νέου θεσμικού πλαισίου για το χωρικό σχεδιασμό και τις χρήσεις γης. Το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπε την ανατροπή αυτού του θεσμικού πλαισίου. Ένα χρόνο μετά τις εκλογές, κάθε προσπάθεια σ’ αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να συναντά τη σταθερή άρνηση των δανειστών της χώρας, στο όνομα της αναγκαίας εξομάλυνσης του επενδυτικού περιβάλλοντος. Ίσως έχει λοιπόν νόημα να δούμε με ποιους όρους πραγματοποιείται αυτή η εξομάλυνση.
Οι πρακτικές ελέγχου των χρήσεων γης αναπτύχθηκαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα, πάνω στην ιδέα ότι, παρεμβαίνοντας στη χωροθέτηση των δραστηριοτήτων, μπορούμε να περιορίσουμε τις ανταγωνιστικές πιέσεις και να ενισχύσουμε τις συνέργειες μεταξύ (ή στο εσωτερικό) τοπικών κοινοτήτων, να προστατέψουμε την ποιότητα ζωής, τους ευαίσθητους φυσικούς πόρους και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε περιοχής, να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες του πληθυσμού και να προωθήσουμε την οικονομική ανάπτυξη. Το θεμιτό των παρεμβάσεων που διαμόρφωσαν, μεταπολεμικά, τη βάση της πολεοδομικής νομοθεσίας στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, έχει να κάνει με την αρμοδιότητα που η φιλελεύθερη δημοκρατία αναγνωρίζει στο κράτος για τη διασφάλιση του κοινού συμφέροντος. Ο έλεγχος των χρήσεων γης ασκείται στο όνομα του κοινού συμφέροντος, υπηρετώντας στρατηγικές «συνολικού» σχεδιασμού (με την έννοια της κλιμάκωσης από το εθνικό στο περιφερειακό και στο τοπικό επίπεδο), που υπόκεινται σε δημόσια διαβούλευση και αναφέρονται στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου και στη βιωσιμότητα των πόρων ως πλαίσιο εγγύησης των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Δεν είναι χωρίς σημασία οι κριτικές που ασκούνται σ’ αυτό το είδος σχεδιασμού, είτε για τη συμβολή του στον κοινωνικο-οικονομικό ή στον φυλετικό διαχωρισμό, στην υπερφορολόγηση και την πολιτική διαφθορά, είτε για τον επιλεκτικό τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των κοινωνικών δυναμικών. Ωστόσο, όπως η δημοκρατία, όπως η δικαιοσύνη, διακύβευμα είναι και ένας τρόπος σχεδιασμού του χώρου (σχεδιασμού της διαχείρισης των κοινωνικών πόρων) που έχει αξίωση στην ισονομία, αναδιανεμητικό πρόσημο, προτεραιότητα στο κοινό μη-εμπορεύσιμο αγαθό. Από μια αριστερή προοπτική, ο έλεγχος των χρήσεων γης αμφισβητείται ως προς την ικανοποίηση τέτοιων αξιώσεων. Από τη νεοφιλελεύθερη προοπτική, όμως, αμφισβητείται ως προς τις επιπτώσεις που έχει στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας – και η αφήγηση που θέλει την επιχειρηματικότητα να εγγυάται την κοινωνική ευημερία δεν είναι απλά μια απάτη, είναι η άρνηση της ιστορίας που μας επινόησε ως ελεύθερες υπάρξεις και που απαιτεί να την υπερασπιστούμε.
O Νόμος 4269/2014 με τίτλο «Χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση – Βιώσιμη ανάπτυξη», μια ακόμα μνημονιακή υποχρέωση που εκπληρώθηκε με κατεπείγουσες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ήταν η κορωνίδα αλλεπάλληλων νομοθετικών πρωτοβουλιών σε ζητήματα χωρικού σχεδιασμού. Σε πολλά σημεία της Αιτιολογικής του Έκθεσης αναφερόταν η διευκόλυνση και επιτάχυνση των διαδικασιών πολεοδόμησης, με όφελος για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Αναφερόταν επίσης η ανάγκη θεσμικής κάλυψης της χωροθέτησης νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε σχέση με την ισχύουσα νομολογία, μια και το να παρακάμπτεται το άβολο νομικό ή και συνταγματικό πλαίσιο έχει καθιερωθεί στη μνημονιακή λογική ως διοικητικό επίτευγμα.
Ο νόμος αίρει, πρώτα απ’ όλα, σημαντικούς περιορισμούς για τη χωροθέτηση οικονομικών δραστηριοτήτων σε οικιστικές περιοχές και σε χώρους πρασίνου, ευνοώντας το εμπόριο και τις υπηρεσίες μεγάλης κλίμακας και υψηλής επισκεψιμότητας, όπως μωλ, ξενοδοχεία και νοσοκομεία. Στις ανεπτυγμένες χώρες, οι περιοχές κατοικίας προστατεύονται από τέτοιες χρήσεις για λόγους «περιβαλλοντικούς», αν λάβουμε υπ’ όψη την κυκλοφοριακή, ηχητική και ατμοσφαιρική όχληση, για λόγους «αντι-μονοπωλιακούς», αν λάβουμε υπ’ όψη τον ανταγωνισμό τους προς τις μικρές επιχειρήσεις των τοπικών αγορών, αλλά και για λόγους «κοινωνικούς», στο μέτρο που οι εντατικές χρήσεις ανεβάζουν τις αξίες γης επηρεάζοντας το κόστος ζωής.
Κατά δεύτερο λόγο, ο νόμος θεσμοθετεί μείγματα χρήσεων γης που, στο προηγούμενο πλαίσιο, θεωρούνταν ασύμβατες, επιτρέποντας έτσι την περιβαλλοντική τους αδειοδότηση. Θεσμοθετεί, επίσης, τα σύνθετα επενδυτικά σχήματα που προωθούν διεθνώς οι αναπτυξιακές εταιρείες, όπως τα τεχνολογικά πάρκα, εγκαταστάσεις ιδιαίτερα απαιτητικές σε δημόσιες υποδομές, σε γη και σε μορφές χρηματοδότησης που καλούν για ιδιωτικοποιήσεις. Η δυνατότητα κοινωνικής και οικονομικής ενσωμάτωσης τέτοιων εγκαταστάσεων θεωρείται προβληματική και το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα ισχυρό. Η θεσμοθέτησή τους υπηρετεί την ανάπτυξη ενός νέου επενδυτικού πεδίου με μονοπωλιακά χαρακτηριστικά. Επί πλέον, προωθεί τον κρίσιμο, για κάθε πρόγραμμα δομικής προσαρμογής, στόχο που αφορά την προτεραιότητα των επενδυτικών σχεδίων έναντι κάθε άλλης ρύθμισης του χώρου, αλλά και τα προνόμια των επενδυτών στην εκμετάλλευση της γης, κόντρα σε κάθε έννοια ισονομίας.
Ο νέος νόμος υποβιβάζει το εθνικό χωροταξικό πλαίσιο σ’ ένα μη-κανονιστικό κείμενο αρχών, το οποίο υπόκειται στις προτεραιότητες που, κάθε φορά, θα τίθενται από τα μεσοπρόθεσμα σχέδια. Από την άλλη πλευρά, αναβαθμίζει τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια (για τον τουρισμό, τη βιομηχανία, τις ΑΠΕ κ.λπ.) ώστε τα ισχυρά λόμπι να επιβάλλουν, όπως και οι μεμονωμένοι επενδυτές, τις προτεραιότητές τους στο σχεδιασμό του χώρου. Αν συνυπολογίσουμε σ’ αυτό την προβλεπόμενη εξάχνωση της δημόσιας διαβούλευσης σε ασφυκτικά χρονικά και χωρικά όρια, θα αντιληφθούμε ότι η εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων υπονομεύει το στρατηγικό όσο και το δημοκρατικό χαρακτήρα του χωρικού σχεδιασμού. Επιβάλλει επίσης την αναστολή μέτρων και μηχανισμών προστασίας του περιβάλλοντος. Προτάσσοντας στον τίτλο του τη «βιώσιμη ανάπτυξη», το νέο θεσμικό πλαίσιο αγνοεί ό,τι μέχρι τώρα γνωρίζαμε ως περιβαλλοντική προτεραιότητα και εξακολουθεί να προστατεύεται από το Σύνταγμα. Στόχος είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών έγκρισης, με ελαχιστοποίηση των ελέγχων, με υποτυπώδη περιβαλλοντική μελέτη και χωρίς τον έλεγχο του ΣτΕ ή των τοπικών κοινωνιών.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί οι πιο καταστροφικές διατάξεις αυτού του πλαισίου. Γενναίοι άνθρωποι στη διοίκηση κάνουν τη δική τους σιωπηλή προσπάθεια στις διαδικασίες, τις καθυστερήσεις, τις τροποποιήσεις που περισώζουν, έστω και πρόσκαιρα, περιβαλλοντικούς πόρους που απειλούνται άμεσα, που απομακρύνουν έστω για λίγο τη ριζική αλλαγή παραδείγματος στο χωρικό σχεδιασμό. Κερδίζονται έτσι μάχες, όχι ο πόλεμος. Αυτός χρειάζεται στρατηγική που μοιάζει από πριν ματαιωμένη στο σαθρό έδαφος της διαχείρισης του χρέους. Και τα περιθώρια αντίστασης στενεύουν ολοένα και περισσότερο.