«Είμαστε περισσότερο τα ελαττώματά μας» έλεγε λακωνικά ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010), που βραβεύτηκε με Νόμπελ για το περίφημο αλληγορικό μυθιστόρημά του «Περί Τυφλότητος» (1995), που μετέφερε στο σινεμά το 2008 στην ομώνυμη ταινία ο 64χρονος σήμερα Βραζιλιάνος Φερνάντο Μεϊρέγιες («Ο επίμονος κηπουρός»/2005), με συνεργάτη στο βραβευμένο διασκευασμένο σενάριο τον Καναδό σκηνοθέτη και ηθοποιό Ντον ΜακΚέλαρ.
Το κυκλοφοριακό χάος εντείνεται από κορναρίσματα, για την ακινητοποίηση ενός αμαξιού. Έντρομος ο οδηγός περιγράφει στον κόσμο που μαζεύτηκε ότι τυφλώθηκε από μια θάλασσα φωτός που πλημμυρίζει τα μάτια του και ένας καλοθελητής (Ντον ΜακΚέλαρ) προσφέρεται να τον πάει σπίτι του, αλλά δίχως τύψεις κλέβει στη συνέχεια το αμάξι του «πρώτου τυφλού». Στο σπίτι, η γυναίκα του κλείνει αμέσως ραντεβού στον οφθαλμίατρο, όπου επικαλούμενοι το αιφνίδιο συμβάν παίρνουν τη σειρά μιας γυναίκας με σκούρα γυαλιά (Άλις Μπράγκα) που συνοδεύει ένα αγόρι με στραβισμό και ενός γέρου με μαύρη καλύπτρα στο μάτι (Ντάνι Γκλόβερ), που περίμεναν εκεί. Ο οφθαλμίατρος (Μαρκ Ράφαλο) αδυνατεί να διαγνώσει την αιτία της τύφλωσης, την αποδίδει σε αμαύρωση, αλλά στο δείπνο με τη γυναίκα του (Τζούλιαν Μουρ) μονολογεί ότι στην αμαύρωση όλα γίνονται μαύρα, ενώ στην περίπτωση του ασθενή όλα έγιναν λευκά. Το επόμενο πρωί, ο οφθαλμίατρος τυφλώνεται με τα ίδια ακριβώς συμπτώματα. Συνειδητοποιώντας πως πρόκειται για μεταδοτική νόσο, ειδοποιεί ειδικό ασθενοφόρο, που τον παραλαμβάνει μαζί με τη γυναίκα του, που υποδύεται κι αυτή την τυφλή. Τα περιστατικά πληθαίνουν και η επιστημονική κοινότητα ανακοινώνει επιδημία αιφνίδιας τυφλότητας. Η κυβέρνηση απαντά με ακραία μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας. Οι μολυσμένοι τυφλοί απομονώνονται σε καραντίνα, σε φρουρούμενο κέντρο κράτησης. Στη φυλακή, μαζί με τον τυφλό οφθαλμίατρο και τη γυναίκα του, που αποκρύπτει ότι διατηρεί την όρασή της, βρίσκονται και οι ασθενείς που περίμεναν στον οφθαλμίατρο. Καθώς συνεχίζουν να στοιβάζονται εκεί πανικόβλητοι μολυσμένοι τυφλοί, οι συνθήκες διαμονής γίνονται άθλιες, σύντομα βρωμίζουν τα πάντα, σε μια εφιαλτική συνύπαρξη ανθρώπων χωρίς όνομα, φύλο και ηλικία, που κυκλοφορούν βρώμικοι και γυμνοί, δίχως ηθικές αναστολές. «Είσαι τυχερός που δεν μπορείς να δεις» αναφέρει η γυναίκα του οφθαλμίατρου, μόλις συνειδητοποιούν ότι έχουν εγκαταλειφθεί ως αποκρουστικά μιάσματα σε μια φυλακή-γκέτο, με τους περισσότερους σε βαθιά κατάθλιψη. Κανείς δεν έχει διάθεση να ασχοληθεί με τα προβλήματα που ανακύπτουν, όπως η δίκαιη κατανομή της λιγοστής τροφής. Προνόμιο και κατάρα για τη γυναίκα του γιατρού, να συνεχίζει να βλέπει στο βασίλειο των τυφλών, νιώθει χρέος να αντιδράσει, αλλά οι περισσότεροι, φοβισμένοι, προτιμούν ατιμωτική υποταγή στους αυτοανακηρυγμένους δυνάστες τους. Μετά από μια πυρκαγιά, οι τυφλοί ξεχύνονται στον έξω κόσμο. Στα μακρινά πλάνα αποκαλύπτονται παρατημένα αμάξια στους αδειανούς αυτοκινητόδρομους και μια λεηλατημένη πόλη, γεμάτη σκουπίδια, όπου μπουλούκια τυφλών προχωρούν χέρι-χέρι.
Η καταλυτική αυτή επιδημία επιδρά πολύπλευρα σε συμπεριφορές, βαθιά συνυφασμένες με την ανθρώπινη φύση. Άλλοι αναπτύσσουν αλληλεγγύη και άλλοι αναζητούν βία και εξουσία. Οι χαρακτήρες του βιβλίου αλλά και της ταινίας υπάρχουν και κρίνονται από τις πράξεις τους σε ακραίες συνθήκες.
Η παθητική αρχικά και δυναμική στη συνέχεια πρωταγωνιστική φιγούρα της γυναίκας του γιατρού αναπτύσσει σταδιακά συλλογική συνείδηση και αίσθημα χρέους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Η προστατευτική στοργή της στη μικρή παρέα στη φυλακή επεκτείνεται και στην υπόλοιπη κοινωνία, σε μια απόπειρα επανεκκίνησης του πολιτισμού. Βγαίνει από τη σκιά στο φως και αναλαμβάνει δράση, πλάι στον παροπλισμένο τυφλό οφθαλμίατρο, που περνάει σε υποστηρικτικό ρόλο. Η διακριτικότητα της μετάλλαξη της ηρωίδας υποδηλώνεται και ενδυματολογικά, με παλ χρωματισμούς, ταιριαστούς στο δέρμα της. Ο γιατρός, βαθιά αλτρουιστής και συναισθανόμενος την ευθύνη της επιστήμης που κατέχει, διατηρεί λογική δικαιοσύνης και δημοκρατικών διαδικασιών, προσπαθώντας να οργανώσει συλλογικά την ομήγυρη. Ένας τυφλός με όπλο, πρώην μπάρμαν, αυτοανακηρύσσεται σε μονάρχη και γίνεται αδίστακτος δυνάστης επαναφέροντας το νόμο του ισχυρού.
Χριστιανική παραβολή, η γυναίκα με τα σκούρα γυαλιά τυφλώνεται στο απόγειο της ερωτικής ηδονής, για να αναπτύξει ως μετανοημένη Μαγδαληνή μητρικά χαρακτηριστικά, παίρνοντας υπό την προστασία της το τυφλό αγόρι.
Εύστοχα επιλέγεται στην ταινία αφροαμερικανός στο ρόλο του γέρου με τη μαύρη καλύπτρα, που ως μονόφθαλμος γνώριζε τις διακρίσεις μιας υπεροπτικής κοινωνίας, εισάγοντας το διαφυλετικό στοιχείο που αντανακλά τη διαπλανητική διάσταση μιας πανδημίας. Αντίστοιχα, το ζευγάρι του πρώτου τυφλού και της γυναίκας του ερμηνεύονται από Γιαπωνέζους που συνεννοούνται στη μητρική τους γλώσσα, εμπλουτίζοντας με πολυγλωσσικό άκουσμα την ταινία. Η κινηματογραφική ιδέα της φυλετικής διάστασης ενισχύει τη διευρυμένη οπτικοακουστική αφήγηση μιας ταινίας, πέρα από τη λεκτική περιγραφή εικόνων και ήχων στο βιβλίο.
Η αίσθηση της τυφλότητας σκηνοθετικά αποδίδεται με υποκειμενικά ανετάριστα πλάνα. Ο ταλαντούχος Μεϊρέγιες παίζει με το φλου, οι φιγούρες αχνοφαίνονται δίχως ευκρίνεια, αναδυόμενες με ασαφές περίγραμμα από λευκωπό φόντο. Οι τυφλωμένοι του Σαραμάγκου περιγράφουν την περίφημη πλημμυρίδα «γαλακτερής θάλασσας» φωτός, που ο Μεϊρέγιες αποδίδει έντεχνα με τον χαρακτηριστικό ήχο από ένα καμπανάκι, που υπογραμμίζει τη στιγμή ακαριαίας τύφλωσης, ενώ η εικόνα σβήνει σε λευκή οθόνη, οπτικοακουστικό μοτίβο κάθε φορά που κάποιος τυφλώνεται, ενώ μεταφέρεται και η οδυνηρή βιωματική απόδοση πανικού όσων παύουν να βλέπουν, ακολουθώντας τις περιγραφές ενός βιβλίου, που «μέσα από την τυφλότητα, ανοίγει τα μάτια των αναγνωστών ώστε να δουν ό,τι αποφεύγουν»
Η αντιληπτική ικανότητα των τυφλών υλοποιείται με την ακοή και την αφή τόσο στο βιβλίο όπως και στην ταινία, όπου οι τυφλοί μονίμως παραπατούν και σκοντάφτουν, συχνά βαδίζουν ακουμπώντας στον τοίχο ή αναζητούν με προτεταμένο χέρι πιθανά εμπόδια. Άλλοτε, πιασμένοι χέρι-χέρι ο ένας πίσω από τον άλλον, σχηματίζουν ανθρώπινη αλυσίδα σαν γιρλάντα χαρτοκοπτικής από ανθρωπάκια. Αυτή η χαρακτηριστική εικόνα συνοδεύεται από ρυθμική μινιμαλιστική μουσική, σε στυλ Φίλιπ Γκλας.
Παρακάμπτοντας το παιχνίδι των βλεμμάτων στο σινεμά, ο Μεϊρέγιες μεταφέρει συναισθήματα μέσα από την πρωτότυπη μινιμαλιστική μουσική του Βραζιλιάνου Μάρκο-Αντόνιο Γκουιμαράες, με αυτοσχέδια όργανα από ανακυκλώσιμα υλικά του κουιντέτου Uakti. Ένας χαρούμενος ρυθμικός χορός ακούγεται στην επανάκτηση της συλλογικότητας, με την καταρρακτώδη εξαγνιστική βροχή, κάτω από την οποία τρέχουν όλοι να πλυθούν και να αγκαλιαστούν. Μια πυρκαγιά λυτρώνει τους έγκλειστους από τον εφιάλτη της καραντίνας και μια βροχή συμπαρασέρνει κάθε τι αρνητικό, επαναφέροντας το χαμόγελο στα πρόσωπα, μαζί με τη χαμένη ελπίδα και τον έρωτα.
Τα λεγόμενά του γέρου, που συνοψίζει στην ομήγυρη ό,τι άκουσε από το ραδιόφωνο, εικονογραφούνται από εμβόλιμες εικόνες των συμφορών που επακολούθησαν. Ως άλλος Ορφέας γητευτής χρησιμοποιεί τη μουσική, αφήνοντας να ακουστεί ραδιοφωνικά το νοσταλγικό «Σαμπολέρο» (1959) του Βραζιλιάνου κιθαρίστα Λουίζ Μπονφά, και όλοι κάθονται γύρω του για να το ακούσουν. Σε άλλη σκηνή από ανοιχτό παράθυρο ακούγεται στο πιάνο η «Συμφωνία από την Καντάτα BWV 156» του Γ.Σ. Μπαχ, σηματοδοτώντας αισιόδοξη τροπή. Δυο πετυχημένες επιλογές του Μεϊρέγιες, ενώ στο βιβλίο απουσιάζει η ακουστική διάσταση της μουσικής.
Ενδεικτική της χριστιανικής οπτικής του Σαραμάγκου, η συγχώρεση της γυναίκας του γιατρού προς την μοιχαλίδα πόρνη, που την μετατρέπει σε μια παραβολή της φιγούρας ενός Χριστού, σε έναν κόσμο που έχει χάσει την πίστη του.
Οι χριστιανικές παραβολές συνδιαλέγονται με στιγμές τραγωδίας. Στη φυλακή, οι επτά από τις οκτώ εθελόντριες που προσφέρθηκαν στους εκβιαστές, με αντάλλαγμα τροφή για τους υπόλοιπους, επιστρέφουν βαστάζοντας το κακοποιημένο μέχρι θανάτου κορμί της όγδοης, το οποίο ξεπλένουν ευλαβικά, με τελετουργικές κινήσεις χορού αρχαίας τραγωδίας σε μια σκηνή αποκαθήλωσης, με υπόκρουση εγχόρδου με δοξάρι, σαν μεσαιωνικό μοιρολόγι, που σβήνει στο πένθιμο μαύρο, σε αντίθεση με το λευκό των άλλων σκηνών.
Διερευνώντας τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ακραίες συνθήκες, βιβλίο και ταινία ξεκινούν από ένα μεμονωμένο σύνολο, ανοίγοντας την προβληματική στην ευρύτερη κοινωνία. Δεν βλέπω, δεν θέλω ή αδυνατώ να δω αποτελούν τρεις διαφορετικές εκδοχές προσωπικής επιλογής που αντανακλούν την ανθρώπινη αδράνεια, που μας αφήνει μεταφορικά τυφλούς.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]