Ο δίσκος «Η Μαστοράντζα του Ερντεμπίλ» είναι ανάμεσα στους πιο αγαπημένους μου. Από τότε που βγήκε, έχω παίξει τα τραγούδια πολλές φορές στη ραδιοφωνική μου εκπομπή. Και κάθε φορά που τα ακούω μου φαίνονται πιο καινούργια από την προηγούμενη. Από μικρό παιδί που ακούω μουσική, δεν ακούω ό,τι να ’ναι ούτε όπως να ’ναι. Ένα-ένα τραγούδι. Δεν έχω spotify με δέκα χιλιάδες τραγούδια στη σειρά, όπως κάνουν πολλοί νέοι σήμερα και μερικοί μεγάλοι που τους μιμούνται. Απεχθάνομαι το non-stop «τύπου σουπερμάρκετ» παίξιμο των τραγουδιών, θέλω ανάσες ανάμεσα στα τραγούδια και αγαπώ ιδιαίτερα τα κομμάτια που έχουν εισαγωγές, είμαι αρνητικός στα ποτ-πουρί, αυστηρός με τις διασκευές και πολύ απαιτητικός με τις δεύτερες εκτελέσεις, αφού για να το ξαναπείς σε δίσκο ένα καθιερωμένο τραγούδι πρέπει να υπάρχει λόγος σοβαρός.
Όσο πιο πλούσιος είναι ο βιότοπος του κάθε τραγουδιού και όσες περισσότερες αισθήσεις ενεργοποιεί μέσω της ακοής, τόσο καλύτερο είναι και τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση που προσφέρει η ακρόασή του. Με τα πιο υψηλά μου, λοιπόν, κριτήρια, τα τραγούδια της «Μαστοράντζας», όπως τα παίζουν και τα τραγουδούν πολύ ατμοσφαιρικά ο Αργύρης Μπακιρτζής και οι Χειμερινοί Κολυμβητές, ανήκουν στην ομάδα των πολύ σπέσιαλ ασμάτων που έχω στην εσωτερική ψυχική μου δισκοθήκη.
Ο Ευάγγελος ή Εμμανουήλ ή Ζάχος Παπαζαχαρίου (1938-2024) έχει γράψει κι άλλα τραγούδια και πιο λαϊκά, όχι πολλά αλλά χαρακτηριστικά, όπως το «Γκρέμιστα-γκρέμιστα» που το μάθαμε από την Πίτσα Παπαδοπούλου, αλλά τα τραγούδια στη «Μαστοράντζα» είναι διαφορετικά. Το κάθε ένα λέει μια ιστορία. Είναι μια αφήγηση με προεκτάσεις. Τα 14 τραγούδια σε κυκλοφορούν στα Βαλκάνια, οι στίχοι με τις ανάλογες μουσικές. Ο Ζάχος παρουσίασε ένα σύνολο που έχει μια συνάφεια.
Μ’ αυτή την μουσική εισαγωγή, δηλώνω εξ αρχής ότι ο Ζάχος καταπιάστηκε με ό,τι με ενδιαφέρει και με συγκινεί. Δηλαδή, με τον φαντασμαγορικό κόσμο του λαϊκού πολιτισμού, από την εθνομουσικολογία μέχρι τον Καραγκιόζη, το λαϊκό σινεμά και τα ρεμπέτικα. Με ανοιχτά μυαλά. Είχε να πει κάτι ξεχωριστό απ’ ό,τι έχει ειπωθεί. Ο Ζάχος ταξίδευε ασταμάτητα στους πολιτισμούς, ιδίως τους γύρω-γύρω με τους οποίους είχαμε σαν λαός ανέκαθεν πάρε-δώσε. Μελετούσε και πρόβαλε τα στοιχεία που συγκέντρωνε ο ίδιος και έκανε καινούργιες συνθέσεις για να καταλήξει και σε διαφορετικά συμπεράσματα, πρωτότυπα κι ενδιαφέροντα. Ήξερε ότι κάθε επαφή και κάθε διασύνδεση που χάνεται ανάμεσα στους λαούς της ευρύτερης μας Ανατολής, έχει αποκαρδιωτικές συνέπειες.
Οι ρίζες
Ζούμε περίοδο μεγάλης παρακμής στην Ευρώπη, μεγάλης παρακμής στα Βαλκάνια, μεγάλης παρακμής στην Ελλάδα. Ως μία από τις συνέπειες έχουν χαθεί, στο διάστημα που μεσολάβησε από προηγούμενες εποχές, όλα τα ανοίγματα και τα δίκτυα που υπήρχαν μεταξύ των γειτονικών λαών που είχαν συνεχή επικοινωνία και έκαναν πάρα πολλές ανταλλαγές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές κυρίως. Η παρακμή που έχει καταπλακώσει τα Βαλκάνια σαν παραλυτικό νέφος δεν είναι άσχετη με το ερμητικό κλείσιμο όλων των βαλκανικών λαών σε κράτη-θύλακες που ελάχιστα πλέον συγκοινωνούν μεταξύ τους. Δεν υπάρχει καμία βαλκανική συνεννόηση και συνοχή. Ας ελπίσουμε ότι ακριβώς αυτή η παρακμή κι αυτά τα αδιέξοδα θα οδηγήσουν κάποια στιγμή σε ζυμώσεις που θα γεννήσουν ανθρώπους σαν τον Ρήγα που θα θέσουν εκ νέου, με σύγχρονους όρους, τη σύγκλιση των βαλκανικών λαών. Αλλιώς κανένας λαός δεν θα μπορέσει να επιβιώσει. Θα απορροφηθούν οι μικρότεροι λαοί από τις ισχυρότερες χώρες. Ο κίνδυνος είναι ορατός βλέποντας και το επίπεδο των πολιτικών προσώπων, των πολιτικών ηγεσιών και στην Ελλάδα, και στα Βαλκάνια, και στην Ευρώπη, όπου κυριαρχούν, επιεικώς θα έλεγα, πολιτικοί τρίτης και τέταρτης κατηγορίας. Γι’ αυτό οι κίνδυνοι για το κάθε κράτος, τον κάθε λαό και τον κάθε πολιτισμό είναι τρομακτικά μεγάλοι.
Ο Ζάχος σκάλιζε επίμονα για να βρει και να δείξει πόσες ρίζες είχαν οι λαοί της μεγάλης μας γειτονιάς που διαπλέκονταν σε μεγάλα βάθη από πολύ παλιά. Ρίζες που οι προικισμένοι άνθρωποι, οι οραματιστές, προσπαθούσαν ανέκαθεν να τις αναδείξουν για να μην κατακερματίζονται τα Βαλκάνια και να μην αποκόπτονται οι λαοί της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, πράγμα που ανέκαθεν ήταν δύσκολο γιατί οι εκάστοτε εισβολείς κι όσοι παραφύλαγαν ακριβώς το αντίθετο επιδίωκαν. Από τα πιο πρόσφατα είναι η εν ψυχρώ διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με την άσκηση πολύ μεγάλης βίας, με ασταμάτητους βομβαρδισμούς που ούτε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δεν είχε υποστεί η χώρα, από ένα μεγάλο συνασπισμό μητροπολιτικών δυνάμεων. Ένα γεγονός που αναδιάταξε τα Βαλκάνια και διόγκωσε σε βαθμό υπερθετικό τις ενδοβαλκανικές αντιθέσεις επιβεβαιώνοντας στις μέρες μας πόσο εχθρικές παραμένουν όλες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις, ακόμα και στην παρακμή τους, στην οποιασδήποτε μορφής σύγκλιση και συνύπαρξη των βαλκανικών και μεσογειακών λαών.
Ο Ζάχος ήξερε από ένστικτο και από την επιστημονική του κατάρτιση ότι για να κατανοήσεις ένα πολιτισμό δεν φτάνει να ασχοληθείς μόνο με το προφανές και το αποδεκτό, πρέπει να προσπαθήσεις να φτάσεις στα έγκατα του.
Για να καταλάβεις το ποιον της κοινωνίας, να μπεις στο μικρόκοσμο των ατόμων που την αποτελούν πρέπει να φύγεις από την επιφάνεια και να κατέβεις στην πιάτσα, στην «αγορά», στον τόπο που οι άνθρωποι κάνουν τα αλισβερίσια τους, που συναναστρέφονται μεταξύ τους, που αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Γι’ αυτό πρέπει να μάθεις και τη γλώσσα του κάτω κόσμου, το sprechen, την προφορά του, τον τρόπο που σκέφτεται, τα τραγούδια που λέει και τους χορούς που χορεύει. Κι ο Ζάχος δεν το έκανε αυτό από επαγγελματική υποχρέωση, το έκανε γιατί αυτός ο κόσμος τον ένοιαζε και τον τραβούσε για τις ποιότητές του, για τις αξίες και το μόχθο του, για τον αγώνα που έκανε να επιβιώσει, και για το σθένος, την αντοχή, τη δημιουργικότητα και τη μαγκιά του. Αυτός ο υποτιμημένος και συκοφαντημένος κόσμος, ο ελληνικός και ο βαλκανικός, ο ανατολίτικος εν γένει, ο οποίος επί αιώνες ήταν γεμάτος σπόρους και παραγωγικές ζυμώσεις.
Οι πιάτσες
Δυστυχώς, στις σύγχρονες κοινωνίες, αυτοί οι χώροι, οι αγορές και οι πιάτσες συρρικνώνονται και εξαφανίζονται από πολιτικές επιλογές καθώς οι άρχουσες τάξεις δεν θέλουν να υπάρχουν σταθεροί χώροι συνάθροισης των ανθρώπων, για να μην συγχρωτίζονται συχνά οι υπήκοοι και δημιουργούνται εστίες αντιρρησιών ή από τεχνολογικές εξελίξεις καθώς οι άνθρωποι επικοινωνούν όλο και πιο πολύ με τον έξω κόσμο με τη διαμεσολάβηση των ηλεκτρονικών μέσων που είναι μεν πολύ εξυπηρετικά αλλά περιορίζουν ή καταργούν την άμεση επαφή που έχει ουσιαστικότερες επιπτώσεις στην κοινωνικότητα των ατόμων και πιο κρίσιμες επιρροές στον ψυχισμό και την υγεία των ανθρώπων καθώς ενεργοποιεί ταυτόχρονα όλες τις αισθήσεις, της όρασης, της ακοής, της γεύσης, της αφής και της όσφρησης.
Ο Ζάχος δεν δελεάστηκε ούτε μαγεύτηκε από τις σειρήνες των μητροπόλεων. Καλλιθέα – Παρίσι – Εξάρχεια – Καλλιθέα. Όσο πιο πολύ ζούσε σε κοσμοπολίτικο περιβάλλον κι όσο καλύτερα γνώριζε τις κοινωνίες των Βορείων, την αποικιοκρατική Ευρώπη, τόσο πιο τοπικός γινόταν. Ήταν ένας πολύ σύγχρονος άνθρωπος και πολύ καλά ενημερωμένος για τα διάφορα ρεύματα τα οποία κρίνει και σχολιάζει, ενώ πιάνει συχνά το παρελθόν και το κάνει φύλλο και φτερό. Τον διαβάζεις και σκέφτεσαι τι φοβερό είναι να μην ξέρουμε τίποτα για τις ιστορίες και τις κουλτούρες των γειτονικών μας λαών και στο τέλος να μένει μια πίκρα, μια απαξίωση και μια έχθρα που δεν αντιστοιχούν καθόλου σε χιλιάδες χρόνια συνύπαρξης με λίγες σποραδικές συγκρούσεις αναμεταξύ μας. Και μόνο στα τελευταία χίλια χρόνια να ανατρέξουμε, θα έρθουν αμέσως στο μυαλό μας οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13. Κι από εκεί ακόμα πιο πίσω στον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο για να βρούμε κι άλλο έναν αιματηρό πόλεμο που δεν είναι καν ελληνοβουλγαρικός! Έγιναν ελληνοαλβανικοί πόλεμοι; ελληνοσέρβικοι; ελληνοκροάτικοι ή ελληνορουμάνικοι; Είχαμε πολέμους με τους Σλοβένους και τους Μαυροβούνιους; Όχι, ποτέ! Τότε, γιατί τόση αποξένωση, τόση καχυποψία και τόση έχθρα;
Υπάρχουν οι ξένοι και τα ντόπια συμφέροντα που καλλιεργούν το κλίμα της αντιπαλότητας και του διχασμού, αλλά οι λαοί γιατί παρασύρονται και παγιδεύονται τόσο απερίσκεπτα; Κι έτσι είμαστε ο καθένας μόνος του, νομίζοντας δε ότι έτσι ήταν πάντα. Ότι παλαιόθεν ήμασταν περιτριγυρισμένοι από εχθρούς, ότι δεν είχαμε τίποτα να μας φέρνει κοντά. Ο Ζάχος είχε από νωρίς πιάσει αυτό το πρόβλημα και με το υλικό του δείχνει ότι η συντριπτικά κύρια πλευρά στις σχέσεις των λαών στα Βαλκάνια, επί αιώνες, είναι η συνύπαρξη και η αλληλεπίδραση. Δεν είναι, όμως, κρίμα να είμαστε έρμαια, και εμείς και οι γείτονες μας, των κάθε λογής πατρώνων, ξένων και ημετέρων, που μας κηδεμονεύουν εύκολα με την άγνοια και την παραπληροφόρηση που καλλιεργούν για να συσκοτίζουν και να στρεβλώνουν την πραγματικότητα;
Οι λεπτομέρειες
Δεν είναι κρίμα να περνάμε τη ζωή μας όλη πιστεύοντας ότι ανέκαθεν βαδίζαμε μόνοι, ότι πάντοτε ήμασταν περικυκλωμένοι από εχθρούς, ότι δεν είχαμε ποτέ κάτι κοινό με τους άλλους, ότι γεννηθήκαμε σαν κοινωνία, σαν λαός και σαν έθνος μέσα σε μια γυάλα, από παρθενογένεση, ανέγγιχτοι και ανεπηρέαστοι; Κι ότι είμαστε οι μόνοι καλοί και οι μόνοι έξυπνοι. Τι φτωχή και βλακώδης πλάνη!
Ο Ζάχος δεν κάνει εκπτώσεις σ’ αυτό. Αραδιάζει όλο το γενεαλογικό των Βαλκάνιων και των Βαλκανίων περπατώντας μέσα σε αγκάθια που τα ξεριζώνει ή τα παραμερίζει για να φανεί αυτό που πραγματικά έχει συμβεί, το πώς έχουμε εξελιχθεί σε σχέση με τους άλλους και το τι έχει ξεχαστεί. Οι επιρροές απ’ αυτούς και οι επιρροές από μας προς αυτούς. Φωτίζει τις συνδέσεις και έξω από τα Βαλκάνια, μέχρι την Περσία και τη Μαύρη Θάλασσα ή από την άλλη μεριά στην Αδριατική και τις Άλπεις, ξεκινώντας από τους Σελλούς, τους Πελασγούς και τους Δωριείς, τους Ετρούσκους και τους Ρωμαίους για να φτάσει με ψιλοβελονιά μέχρι τους Τούρκους, τους Βλάχους και τους Αρβανίτες, χωρίς να παραλείπει ενδιάμεσα την αναφορά σε αρκετούς απ’ αυτούς που οι ιστορικοί παραμέλησαν ή αγνόησαν θεωρώντας τους ανάξιους λόγου. Επίσης μπαίνει συχνά σε «λεπτομέρειες» που ακόμα κι ένας διαβασμένος μπορεί να μην τις έχει ξανασυναντήσει, είτε γιατί δεν ερευνήθηκαν είτε γιατί υποτιμήθηκαν είτε γιατί αποφεύχθηκαν από τους συγγραφείς που δεν ήθελαν να έρθουν σε σύγκρουση με κατεστημένα που σκόπιμα αποσιωπούν αλήθειες που κλονίζουν το στημένο αφήγημα τους.
Σε μια απ’ αυτές τις «λεπτομέρειες» επισημαίνει το ενδιαφέρον των Οθωμανών να προωθήσουν την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα στα Βαλκάνια και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες με σειρά μέτρων και αποφάσεων προκειμένου να εμποδιστεί η διείσδυση και διάδοση της ρωσικής και της λατινογερμανικής επιρροής στις κοινωνίες των υπηκόων της Αυτοκρατορίας.
Και σε μια άλλη «λεπτομέρεια» επισημαίνει τον πολύ σημαντικό ρόλο των γυναικών που ποτέ δεν αναφέρεται από τους επίσημους γραφιάδες της ιστορίας, ενώ από την αρχαιότητα ακόμη, αυτές ήταν οι φορείς του μεταφερόμενου από γενιά σε γενιά πολιτισμού, γιατί, όπως εξηγεί ο Ζάχος, «όντας (οι γυναίκες) περισσότερο σταθερές σε έναν τόπο έχουν τη δυνατότητα να απομνημονεύσουν, να αρχειοποιήσουν και να μεταδίδουν στα παιδιά τους τις παραδόσεις και τις νοοτροπίες που δημιουργούν ο τόπος και οι σχέσεις της παραγωγής και της κατανομής των αγαθών στα μέλη της κοινωνικής ομάδας».
Κι ακόμα ότι οι γυναίκες μεταδίδουν τον κώδικα επικοινωνίας, τη «μητρική γλώσσα» κι όπως, θα πρόσθετα, μαθαίνουν στα παιδιά τους τόσο τα τραγούδια της ομάδας τους όσο και όλες τις άλλες συνήθειες και ιδιομορφίες που συνιστούν τον λαϊκό πολιτισμό κάθε μικρής ή μεγάλης συλλογικότητας, από τα παιχνίδια ως την καθιερωμένη ενδυμασία και την τοπική κουζίνα. Η αντίληψη που επικράτησε στη Δύση είναι ότι η γυναίκα πριν από το φεμινιστικό κίνημα, ήταν μόνο καθαρίστρια, μαγείρισσα, αγρότισσα και μηχανή παραγωγής παιδιών. Χωρίς αυτά να είναι ασήμαντα, ο σπουδαίος κοινωνικός και πολιτιστικός ρόλος της γυναίκας έχει πλήρως αποσιωπηθεί.
Ο δήμος
Η επίσημη ιστοριογραφία κινείται μέσα στα όρια που σχηματίζονται από τις κυρίαρχες ιδεολογίες και τις επικαθήμενες πολιτικές. Για παράδειγμα, η αντίληψη που εμπεδώνεται στον πολίτη από την πρώτη Δημοτικού είναι ότι το «Βυζάντιο» αποτελείται βασικά από τους αυτοκράτορες, τους στρατηγούς, τους πατριάρχες και τους αγίους και τα κεντρικά του χαρακτηριστικά είναι οι πόλεμοι, η Ορθοδοξία και η ελληνική γλώσσα. Πουθενά δεν υφίσταται ο παράγων λαός, η κοινωνία, ο δήμος. Αυτός ο παράγων εμφανίζεται, στη διάρκεια έντεκα αιώνων, μόνο υπό τη μορφή του όχλου, ικανού μόνο για ταραχές και φασαρίες στον ιππόδρομο. Καμία άλλη συμμετοχή στα κοινά, ούτε καν στη διαμόρφωση της κουλτούρας και του πολιτισμού. Στρατεύεται υποχρεωτικά και θρησκεύεται κατά το ισχύον. Κάθε άλλη επιλογή είναι αποδοκιμαστέα, αιρετική και καταδικαστέα.
Ο Ζάχος τονίζει αυτό τον παράγοντα και αναδεικνύει το ρόλο του σε κρίσιμα σημεία της ιστορικής εξέλιξης. Από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Για παράδειγμα, σε σχέση με τις γλώσσες του «Βυζαντίου», γράφει ο Ζάχος «Κάποιοι εθνοκεντριστές παρουσίασαν τη νέα αυτή κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας στην Ανατολή σα μια νίκη του ελληνισμού, ενώ πρόκειται για μια επανάσταση των κατοίκων της Ρωμανίας ενάντια στο κοινωνικό σύστημα της φεουδαρχίας… Ο εκλατινισμός της ανατολικής αυτοκρατορίας σταμάτησε και η λαϊκή κοινή γνώμη του Βυζαντίου απέρριψε τη λατινική γλώσσα, η οποία ταυτίστηκε με τους δουλοκτήτες και τους ιδιοκτήτες κτημάτων που είχαν δουλοπάροικους…»
Μόνο κατά τον 7ο αιώνα, δηλαδή τρεις αιώνες μετά την εγκαθίδρυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, «ο αυτοκράτορας Ηράκλειος αναγκάστηκε να αποκαταστήσει την ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους της Ρωμανίας… Η ελληνική λαϊκή αργκό του ιπποδρόμου, η γλώσσα των Δήμων, η δημοτική γλώσσα, απέκτησε λογοτεχνία και διασώθηκε χάρη σ’ αυτήν ως τις μέρες μας. Δεν ονομάστηκε όμως «ελληνική». Ονομάστηκε «ρωμαϊκή» γιατί ήταν η ανερχόμενη γλώσσα στη Ρωμανία.»
Στα γενικά, η ελληνικότητα, η διαπολιτισμικότητα και η λαϊκότητα είναι τα σημεία που συναντιέμαι με τον Ζάχο. Στα πιο ειδικά, η λαϊκή μουσική. Αμφότεροι νιώθουμε άνετα στα λαϊκά στρώματα γιατί αντιλαμβανόμαστε την αξία τους στην παραγωγή πολιτισμού και αναγνωρίζουμε το ρόλο που τους αρνείται η κυρίαρχη τάξη επειδή η διαρκής και κερδοφόρα εκμετάλλευση των λαϊκών ανθρώπων προϋποθέτει την καθολική απαξίωση και υποβάθμισή τους.
Έτσι, αυτή η σύμπλευση μας βρήκε την πιο απτή μορφή της στη θεώρηση των λαϊκών τραγουδιών, των «μπουζουκιών», ως έκφραση του πολιτισμού των λαϊκών στρωμάτων της πόλης και όχι ως έκφραση του λούμπεν προλεταριάτου, άποψη που τη συμμερίζονταν οι εγγράμματοι τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, κάποιοι μέχρι τη δεκαετία του ’60 και κάποιοι μέχρι τη δεκαετία του ’80, με μερικούς εναπομείναντες μέχρι σήμερα.
Αυτά τα ολίγα, δειγματοληπτικά, με αφορμή το πλούσιο, ποικίλο και ευφάνταστο έργο του Ζάχου, του φίλου μας.
(Το κείμενο είναι μέρος μιας παρέμβασης στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας, την Τετάρτη, 5 Μαρτίου 2025, σε εκδήλωση που οργάνωσε η Φώτω Παπαζαχαρίου στη μνήμη του Ζάχου με την υποστήριξη της Λέσχης Κινηματογράφου και Πολιτισμού Καλλιθέας.)