Στην Κρήτη ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού επιβίωσε ακόμα και όταν ο Εμφύλιος τέλειωσε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι παράνομοι και επικηρυγμένοι αυτοί αντάρτες (έξι άνδρες και δύο γυναίκες που έμειναν τελικά) κρύβονταν για 14 περίπου χρόνια στο νομό Χανίων ανασυγκροτώντας τις παράνομες οργανώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1962 έξι απ’ αυτούς δραπέτευσαν μέσω Ιταλίας στην Τασκένδη. Οι τρεις ζουν και αποτελούν τα κεντρικά πρόσωπα του ντοκιμαντέρ. Στην ταινία παρακολουθούμε το θαύμα της αντοχής των τσακισμένων υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού και την αυτοθυσία των απλών ανθρώπων που τους έκρυβαν τόσα χρόνια.

 

Είναι γνωστό ότι της ταινίας προϋπήρξε το ομότιτλο βιβλίο του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή. Πείτε μας για τη μετάβαση απ’ το βιβλίο στην ταινία.

Το βιβλίο μού το σύστησε σαν ιδέα/πρόταση ένας φίλος και στη συνέχεια συνεργάτης στην ταινία, ο Ματθαίος Φραντζεσκάκης. Ως Χανιώτης ο ίδιος, κάτι είχα ακούσει αμυδρά για την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων. Μετά που διάβασα το βιβλίο και διαπίστωσα το μέγεθος της ιστορίας, ομολογώ πως πριν ήμουν βαθιά νυχτωμένος. Ακολούθως ο φίλος μου μού γνώρισε τον Νίκο και την Αργυρώ Κοκοβλή.

Η πρότασή μας χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ Α.Ε. με συμπαραγωγούς τις εταιρείες Indigo View και Massive Productions. Με τη βοήθεια όλων αυτών και πλαισιωμένοι από καλούς φίλους και συνεργάτες ξεκινήσαμε τα γυρίσματα στις 30 Ιουλίου 2007.

 

Βλέποντας κανείς την ταινία καταλαβαίνει ότι εκτός από μια ακόμη ιστορία για τον εμφύλιο, έχει να κάνει και με ένα προσωπικό οδοιπορικό που μάλλον εκφεύγει και του αρχικού πυρήνα του βιβλίου. Ποιοι είναι οι σταθμοί αυτού του οδοιπορικού; Ποια είναι η δική σας ανάγνωση;

Η Ι. Παπαθανασίου παρουσιάζοντας το βιβλίο σημείωνε πολύ εύστοχα: «Το βιβλίο Άλλος Δρόμος Δεν Υπήρχε δεν αποτιμά την πορεία της Αριστεράς, δεν εστιάζει σε προβλήματα και λάθη, δεν αποδίδει ευθύνες και δεν αναζητά ενόχους. Ασχολείται με τον άνθρωπο στις μεγάλες και στις μικρές του στιγμές, ασχολείται με συναισθήματα και ανθρώπινες σχέσεις. Πραγματεύεται το αίσθημα καθήκοντος, το χρέος και την κομματικότητα».

Αυτή την αίσθηση άφησε και σε εμένα το βιβλίο. Θα με κολάκευε αν η κ. Παπαθανασίου βλέποντας την ταινία επαναλάμβανε το σχόλιό της, παρόλο που το ντοκιμαντέρ μας δεν είναι καθόλου μια εικονογράφηση του βιβλίου.

 

Προσεγγίζετε την ιστορία μέσω των πρωταγωνιστών της, μέσω της εικονογραφίας του τόπου τους. Ποια είναι τα συναισθήματα, τα βιώματα που σας εντυπώνονται;

Η ταινία πρόσφατα απέσπασε το Πρώτο Βραβείο Μεγάλου Μήκους Ταινίας Τεκμηρίωσης (Ντοκιμαντέρ) της νεοσύστατης Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (Μάιος 2010). Το αφιερώσαμε στους πρωταγωνιστές της και σε όλους τους αφανείς ήρωες, χωρίς τη βοήθεια των οποίων οι άνθρωποι αυτοί δε θα επιβίωναν.

Τους το αφιερώσαμε γιατί με τη στάση και τις επιλογές τους, πολύ περισσότερο από μια ιδεολογία, πιστεύω πως υπηρέτησαν δυσεύρετες στις μέρες μας ανθρώπινες αξίες.

Η ανδρεία, η παλικαριά, το φιλότιμο, η εντιμότητα, η ανιδιοτελής προσφορά, η θυσία όταν χρειαστεί για το σύνολο… όλα αυτά συγκροτούν αρετές για το αξιακό σύστημα του τόπου τους και τα υπηρετούν έως την ακραία τους μορφή. Το ίδιο σύστημα υπηρετούν και οι αφανείς ήρωες που τους βοήθησαν και όταν χρειάστηκε τους περιέθαλψαν.

Το θέμα μας δεν είναι ο Εμφύλιος. Είναι η ιστορία κάποιων ανθρώπων που ο καθένας χωριστά και με το χαρακτήρα του, σε απίστευτες για τα σημερινά δεδομένα συνθήκες, έδωσαν έναν αγώνα αξιοπρέπειας, ένα παράδειγμα στάσης ζωής με πολλούς κλυδωνισμούς, απογοητεύσεις και διαψεύσεις.

Για να ξεπεράσουν αυτές τις απίστευτες δυσκολίες δε φτάνει μονάχα η πίστη σε κάποια ιδεολογία, όσο ανώτερη κι αν είναι. Δεν επαρκεί. Απαιτείται κάτι πολύ περισσότερο: Μια βαθιά προσήλωση στον ίδιο τον άνθρωπο και στις αξίες που αντιπροσωπεύει (εννοείτε στον τόπο και στην εποχή που έζησαν).

Η ταινία δεν αποτελεί αγιογραφία ή ηρωοποίηση κάποιων ανθρώπων. Δε με εκφράζουν και δεν πιστεύω σε τέτοιες προσεγγίσεις. Ούτε ο χαρακτηρισμός ντοκιμαντέρ αποτελεί διαπιστευτήριο οποιασδήποτε αντικειμενικότητας. Άλλωστε το πρόβλημα με τις ζωντανές μαρτυρίες δεν είναι η αλήθεια ή όχι όσων λέγονται. Το πρόβλημα είναι με αυτά που δε λέγονται, τους υπαινιγμούς, τις σιωπές. Η ομολογία κάποια στιγμή του Νίκου Κοκοβλή ότι «μέσα στο βιβλίο γράψαμε όση αλήθεια μπορούσε να ειπωθεί κάθε φορά», αφορά σαφώς και την ταινία όπως και τη ζωή μας. Άλλη ταινία θα είχε γίνει αν τη γυρίζαμε π.χ. αμέσως μετά τη μεταπολίτευση.

 

Τι έχει να αφηγηθεί (ή και να διδάξει) η ταινία αυτή σε ανθρώπους που δεν έχουν βιωματικό τρόπο προσέγγισης της ιστορίας (στους νέους π.χ.);

Όσο κι αν η ιστορία αυτών των ανθρώπων μπορεί να φαίνεται σαν ένα γοητευτικό παραμύθι στα σημερινά παιδιά, καθώς τούς είναι σχεδόν αδύνατο να συλλάβουν το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που διαδραματίζονται τα γεγονότα, η ιστορία, οι ιδέες, τα κίνητρα και το παράδειγμα αυτών των ανθρώπων πάντα θα βρίσκουν γόνιμο έδαφος και πρόθυμους αποδέκτες στις νεανικές ψυχές.

Σε στιγμές μάλιστα έντονης κρίσης όπως η σημερινή, ο αναστοχασμός των επιλογών μας και η ανάγκη να ξαναδούμε γιατί υπάρχουμε κάνουν νομίζω επίκαιρη την ταινία. Οι ήρωες αυτής της ταινίας φαίνεται να ανήκουν στον ξεχασμένο σήμερα «πολιτισμό της φτώχειας». Όσο ο πολιτισμός της κατανάλωσης θα παράγει σκουπίδια (σε κάθε επίπεδο) τόσο τέτοιες ιστορίες θα έχουν πολλά να μας πουν, θα μας δίνουν κουράγιο να υπάρχουμε.

 

Θα σας ρωτήσω κάτι που μάλλον είναι αναπόφευκτο και πιθανώς σας το έχουν ξαναρωτήσει: τελικά, άλλος δρόμος δεν υπήρχε;

Ο δεύτερος λόγος που αφιερώσαμε το βραβείο σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι γιατί την εποχή που οι περισσότεροι ίσως υιοθετούσαν τη ρήση «το καλό παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι», γι’ αυτούς άλλος δρόμος δεν υπήρχε από το να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους και να μη γίνουν σκουπίδι κανενός, όπως οι ίδιοι λένε στην ταινία.

Όπως είπαμε, έδωσαν ένα παράδειγμα στάσης ζωής με πολλούς κλυδωνισμούς, απογοητεύσεις και διαψεύσεις. Όμως δεν είναι ηττημένοι. Περπάτησαν και περπατούν όρθιοι.

Αλλά αυτό είναι θέμα προσωπικής επιλογής του καθένα μας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!