Του Κωνσταντίνου Πουλή
Μερικές φορές, εκεί που λες ότι είναι καλό ο άλλος να κουνήσει το δαχτυλάκι του, να πάει μια στεγνή κουβέρτα σε έναν πρόσφυγα, σου απαντά πολύ σοβαρά ότι αυτό θα είναι «σταγόνα στον ωκεανό». Όποτε το ακούω αυτό, λέω αρχικά ότι ο άνθρωπος αυτός έχει τα δίκια του. Ό,τι κι αν κάνουμε είναι σταγόνα στον ωκεανό. Αμέσως μετά όμως σκέφτομαι: Δηλαδή, αυτός που το λέει τι γνώμη έχει για τα δικά του έργα, για το δικό του πέρασμα από τη ζωή; Μάλιστα, όχι για τις ασήμαντες ή περιστασιακές χειρονομίες της ζωής του, αλλά για το άθροισμα των επιτευγμάτων του.
Ας υποθέσουμε ότι κάνει μια δουλειά που δεν τη σιχαίνεται, αλλά τη διάλεξε, ας υποθέσουμε ότι κάποια μέρα όλο το έργο της ζωής του αθροίζεται και πολλαπλασιάζεται, τι άλλο θα είναι από μια σταγόνα στον ωκεανό; Θα είναι κάποιος που κράτησε ζωντανή μια επιχείρηση; Που έφτιαξε έναν στόλο από πλοία; Που έψησε καλά μια μπριζόλα ή που τη σέρβιρε με χαμόγελο σε μια κακοδιάθετη κυρία; Για να μη λάβω υπόψη μου το ενδεχόμενο να είναι κάποιος που σέρβιρε με το ξινόμουτρό του μια κακοψημένη μπριζόλα ή είχε ένα μικρομάγαζο, κι αυτό με χίλιες απάτες. Το ερώτημά μου λοιπόν είναι τι ακριβώς πιστεύουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ότι συνιστά το έργο του βίου τους, τι άλλο από μια σταγόνα στον ωκεανό -στην καλύτερη περίπτωση. Διότι μπορεί να μην είναι ούτε αυτό: Να είναι μια τρύπα στο νερό.
* * * * * * *
Υπάρχει μια κριτική στη συμπόνια που προέρχεται από την Αριστερά. Κατά κανόνα, γράφει η Άρεντ στο Για την επανάσταση (εκδ. Αλεξάνδρεια σ.116), η συμπόνια δεν ξεκινάει να αλλάξει τις εγκόσμιες συνθήκες για να ελαφρύνει τον ανθρώπινο πόνο, αλλά αν το κάνει, θα αποφύγει τις ανιαρές διαδικασίες της πειθούς, της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού, που είναι η διαδικασία του νόμου και της πολιτικής, και θα δανείσει τη φωνή της στην ίδια την οδύνη, που θα απαιτήσει βιαστική και άμεση δράση, δηλαδή δράση που χρησιμοποιεί το μέσον της βίας. Εξ ου και η παρατήρησή της ότι η συμπόνια έχει μόνο αμυντικά ζητούμενα, είναι δηλαδή έννοια πολιτικά προβληματική.
Ας φέρουμε την κουβέντα σε πιο κοντινά παραδείγματα. Κατανοώ το παιχνίδι που παίζουν οι τηλεοπτικές ευαισθησίες σε αυτή τη συζήτηση. Το κλασικό παράδειγμα είναι οι διακινητές. Το τεράστιο οικονομικό πλέγμα συμφερόντων που εκπροσωπούν τα θηρία τύπου Frontex μένει στο απυρόβλητο και οι κακοί της υπόθεσης είναι μόνο οι διακινητές. Ως δράμα χαρακτήρων το προσφυγικό είναι πολύ πιο εύληπτο και δεν χρειάζεται να αμφισβητήσει κανείς τη ριζικά πολιτική διάσταση του προβλήματος, είτε στη Συρία είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή μπορεί να χαρεί που τριάντα πρόσφυγες θα βρουν στέγη στο Λουξεμβούργο και να συμπλεύσει με τον πρωθυπουργό στη διαπίστωση ότι είναι δραματικό να πνίγονται παιδιά, αλλά έτσι δεν πέφτουν φράχτες και δεν λύνονται φονικές φιλίες.
Εγώ πάλι συλλογίζομαι ένα προς ένα τα επιχειρήματα αυτών που μένουν ασυγκίνητοι και επαναλαμβάνω από μνήμης τη φράση που λέει ο ποιητής στον Κύκλο με την κιμωλία: όποιος ακούσει το κλάμα του παιδιού και δεν σταθεί, δεν θα ακούσει ποτέ το γλυκό κάλεσμα αγαπημένου, ούτε το κελάηδημα πουλιού. Είναι μια ήπια κατάρα, γιατί δεν είμαι άνθρωπος εκδικητικός. Αυτόν τον στίχο γυροφέρνω, που μου έχει εντυπωθεί (λειψά, σίγουρα) από τότε που πρωτοείδα την παράσταση. Φέρνω στον νου μου τα παιδιά που πνίγηκαν και αναλογίζομαι όλη αυτή την ιστορία με την «αποστασιοποίηση» και την άρνηση του συναισθήματος. Γιατί, τι άλλο θα είναι η πολιτική, τι άλλο θα σημαίνει να σκέφτεται κανείς πολιτικά, αν όχι να μπορεί να μετατρέψει σε δράση αυτήν ακριβώς την οργή; Δηλαδή αν η πολιτική μας δεν είναι προσαρμοσμένη στην προσπάθειά μας να εκφραστεί πολιτικά αυτό το συναίσθημα, τότε δεν ξέρω τι κάνουμε, τότε όλα είναι ασκήσεις επί χάρτου. Αλλιώς θα πρέπει να σπάσουμε το κεφάλι μας μέχρι να δοθεί μια λύση. Να γκρεμιστούν οι φράχτες που στέλνουν αυτά τα παιδάκια να πνίγονται με τα ψεύτικα σωσίβια. Γιατί, σε πείσμα της Άρεντ, οι προεκτάσεις της συμπόνιας δεν είναι προβλέψιμες ούτε σώνει και καλά απολιτικές.
* * * * * * *
Ξαναπιάνω το νήμα από τον Μπρεχτ και την κατάρα του. Ο καθ. Χανιώτης γράφει ένα μελέτημα για την προέλευση της φράσης «γυρίζω σαν την άδικη κατάρα» (κεφ. στο βιβλίο Η μαγεία στην αρχαία Ελλάδα) και εξηγεί πώς είναι λοιπόν οι δίκαιες κατάρες, την πρώτη φορά που εμφανίζονται.
«Από τον 6ο π.χ. αιώνα περίπου εμφανίζονται στην αρχαία Ελλάδα και τις ελληνικές αποικίες μαγικά κείμενα γνωστά ως κατάδεσμοι (λατινικά defixiones). Είναι σύντομα κείμενα γραμμένα στη μεγάλη τους πλειοψηφία σε μολύβδινα πινακίδια και τοποθετημένα σε τάφους, συνήθως τάφους οργισμένων νεκρών, των αώρων καί βιαιοθανάτων, δηλαδή προσώπων που είχαν πεθάνει πριν την ώρα τους (άωροι) ή με βίαιο τρόπο. Ο καταρώμενος προσπαθεί με τον κατάδεσμο να θέσει υπό τον έλεγχο του την οργή αυτών των νεκρών και να την κατευθύνει εναντίον ενός αντιπάλου του».
Εκτός από το ότι δεν είμαι άνθρωπος εκδικητικός, δεν πιστεύω και στη μαγεία. Θυμάμαι τα ρεμπέτικα που καταλήγουν με μια κατάρα («πίκρες κι αναστεναγμοί θα κάψουν την καρδιά σου», «να είσαι πάντα σ’ εύχομαι ζητιάνα στην αγάπη») και σκέφτομαι ότι εγώ δεν επιθυμώ το κακό κανενός. Εκτός όταν ευθύνεται για αποτρόπαια εγκλήματα. Τότε δεν θα του κάνω μάγια, δεν θα εκτοξεύσω κατάρες, αλλά θα επιδιώξω με κάθε ίνα της ψυχής μου να πάψει να κάνει αυτό που κάνει. Αυτό μπορούμε να το προσπαθήσουμε με όλα τα πολιτικά μέσα και με όλη τη λύσσα που προκαλεί μια αδιανόητη αδικία που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Και δεν νομίζω ότι θα εμποδιστούμε αν στο μεταξύ έχουμε πάει μια τσάντα με πάνες και οδοντόπαστες σε μια οικογένεια προσφύγων.