Ανταπόκριση από Κάννες: Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Ειρωνική σύμπτωση; Στη φετινή αφίσα του Φεστιβάλ Καννών φιγουράρει σκηνή από την Περιφρόνηση (1963) του Γκοντάρ, του ανατρεπτικού σκηνοθέτη, που τον Μάη του ’68, όταν οι απεργίες είχαν παραλύσει τη Γαλλία, πρωτοστάτησε στη διακοπή του φεστιβάλ. Η Γαλλία φλέγεται ξανά από διαδηλώσεις ενάντια στη συρρίκνωση εργασιακών σχέσεων, αλλά τίποτα δεν ταράζει το σόπινγκ, στην κοσμοπολίτικη Κρουαζέτ. Κι όμως, η Επιτροπή απένειμε τον Χρυσό Φοίνικα στη μοναδική, όπως αναλύσαμε στο προηγούμενο φύλλο, ταινία του Διαγωνιστικού, που καταγγέλλει την ανεργία και την ανέχεια των πολιτών δεύτερης κατηγορίας, στην Ενωμένη Ευρώπη, τιμώντας για δεύτερη φορά τον έντιμο μαρξιστή σκηνοθέτη Κεν Λόουτς. «αριστερό» άλλοθι της κινηματογραφικής αγοράς; Έστω κι έτσι, το αξίζει…

Το Βραβείο της Επιτροπής κέρδισε η ταινία American Honey της Αγγλίδας Άντρεα Άρνολντ, που ταξιδεύει στην Αμερική, καταγράφοντας τις αποσιωπημένες από το Χόλιγουντ ταξικές ανισότητες. Ικανή να εκμαιεύει δυνατές ερμηνείες από ερασιτέχνες, η Άρνολντ αναπτύσσει ωμό ρεαλισμό αντίστοιχο της ερωτικής εφηβικής ορμής στο Fish Tank (2009), κινηματογραφώντας κώδικες και τελετουργικά μιας φυλής περιθωριακών, που επιβιώνει πουλώντας συνδρομές περιοδικών από πόρτα σε πόρτα, κόντρα στην ανεργία και τη φτώχεια που μαστίζει τα κατώτερα στρώματα των Αμερικάνων. Ακατέργαστο διαμάντι νεανικής ζωντάνιας, με ηλιόλουστη φωτογραφία και καλοκαιρινή διάθεση, που τελικά διακρίθηκε, παρότι η σχεδόν 3ωρη διάρκεια θεωρήθηκε από πολλούς υπερβολική.

Από το Διαγωνιστικό, εκτός από τον Τζάρμους, έμειναν χωρίς διάκριση και οι Πέδρο Αλμοδόβαρ και Παρκ Τσαν-Γουκ.

Στη νέα γεμάτη χρώματα και θάλασσα μελοδραματική ταινία Julieta, ο 66χρονος Αλμοδόβαρ εμπνέεται απ’ τον Μπουνιουέλ, όπως ομολόγησε στη συνέντευξη Τύπου. Η Τζουλιέτα του, που την ενσαρκώνουν δύο ηθοποιοί σε διαφορετικές ηλικίες, αναστατώνεται όταν μαθαίνει νέα για την εδώ και δώδεκα χρόνια εξαφανισμένη κόρη της. Μέσα από φλασμπάκ αναπολεί στιγμιότυπα με τον αγαπημένο της Χοάν, που πνίγηκε. Το θαλασσινό στοιχείο μεταφέρει το σαιξπηρικό αρχέτυπο της Ιουλιέτας στην ομηρική Πηνελόπη, που στην ταινία, πριν από το θρήνο της αγνοούμενης κόρης θρηνεί τον δικό της Οδυσσέα, στον οποίο παραπέμπουν τα ακρωτηριασμένα, σουρεαλιστικά κεραμικά αγαλματίδια καθιστών αντρών, συμβολισμοί που παραμένουν μετέωροι. Με το συλλογικό πορτρέτο γιαγιάς, κόρης και εγγονής, ο ταλαντούχος δημιουργός αποτυπώνει σε ένα πλάνο και τις τρεις περιόδους μιας γυναίκας, ενώ στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα κατάκοιτων γυναικών εναλλάσσονται οι ρόλοι παθητικού/δυναμικού.

Μια ιστορία προδοσίας και απάτης, με έντονο ερωτισμό, γεμάτη ανατροπές, αποτελεί το υλικό της ταινίας The Handmaide, του Νοτιοκορεάτη Παρκ Τσαν-Γουκ, σε ένα άψογα εικαστικό κινηματογραφημένο σύμπαν, που μόνο αυτός ξέρει να δαμάζει, με εκθαμβωτικές λεπτομέρειες χρωματικών αποχρώσεων και διακοσμητικών μοτίβων σε ταπετσαρίες και υφάσματα.

Στην υπό ιαπωνική κατοχή Κορέα του 1930, μια νεαρή Κορεάτισσα κλέφτρα προσλαμβάνεται σε ένα παλιό αρχοντικό στην εξοχή, για να φροντίζει την πορσελάνινη και άσπιλη Γιαπωνέζα κληρονόμο μιας αμύθητης περιουσίας. Αρχικό σχέδιο ήταν να πείσει η υπηρέτρια την κληρονόμο να παντρευτεί έναν κόμη-απατεώνα, την έκβαση όμως περιπλέκει η μεταξύ τους ερωτική έλξη, μακριά από κάθε αρσενικό που προσβλέπει στην ηδονή της διακόρευσης.

Στα χνάρια των Χίτσκοκ, Μπέργκμαν και Μπονιουέλ, ο Παρκ Τσαν-Γουκ, που είχε λανσάρει το στυλιζάρισμα μιας αιματοβαμμένης βίας, καταθέτει τη δική του εικαστική αισθησιακή άποψη για τη διττή γυναικεία φύση, με ηδονοβλεπτική διάθεση, προϊόν της ασιατικής εικονογραφικής παράδοσης, με σκανδαλιστικές γκραβούρες, ενώ η πρωταγωνίστρια ωθείται να διαβάσει Ντε Σαντ, για να διεγείρει την ομήγυρη, σε μια φετιχιστική σεξουαλικότητα, που μεταφέρει την ταξική και εθνική υποδούλωση της Κορέας στην Ιαπωνία. Η αισθητική μιας ανθισμένης κερασιάς που ο άνεμος παρασύρει τα πέταλά της, όπως στα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια, συμπληρώνει τον διάχυτο ρομαντισμό της τολμηρής ταινίας.

Στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα διακρίθηκε με Βραβείο σεναρίου η ελληνική συμπαραγωγή Γυρίζοντας τον Κόσμο, των Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν, με πρωταγωνίστρια την Αριάν Λαμπέντ και δυο Έλληνες ηθοποιούς. Μετά από πολύμηνη θητεία στο Αφγανιστάν, δύο Γαλλίδες, λίγο πριν επιστρέψουν στη χώρα τους, περνούν ένα τριήμερο ψυχολογικής αποσυμπίεσης σε ένα πολυτελές θέρετρο στην Κύπρο, όπου σε συλλογικές συνεδρίες, κάθε στρατιώτης μοιράζεται με τους υπόλοιπους βιώματα από το Αφγανιστάν, με αναπαράσταση ψηφιακών εικόνων, ώστε να προκληθεί «ελεγχόμενη» αναβίωση. Ωστόσο, η διμοιρία είναι έτοιμη να εκραγεί και η φιλία των κοριτσιών με ντόπιους πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Παρά κάποιες άστοχες τουριστικές πινελιές, όπως οι σουίνγκ μουσικές του Κωστή Μαραβέγια σε χωριάτικο πανηγύρι, η ταινία αποτελεί ένα αξιόλογο ψυχολογικό αντιπολεμικό θρίλερ, θέτοντας σε αντιπαράθεση τις βίαιες πολεμικές συρράξεις στο μυαλό των στρατιωτών, με την ηλιόλουστη παραδεισένια τοποθεσία.

Στις σπάνιες πολιτικές προβολές συγκαταλέγεται και το εκτός συναγωνισμού ντοκιμαντέρ Hissein Habré, une tragedie tchadienne του Μαχαμάτ-Σαλέχ Χαρούν, προέδρου της ένωσης θυμάτων του δικτατορικού καθεστώτος του Χισείν Αμπρέ (1982-1990), ο οποίος συνελήφθη στη Σενεγάλη, μόλις το 2013, μετά την ανακάλυψη μαζικών τάφων. Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες βασανιστηρίων από επιζήσαντες καθιστούν φανερά συνένοχους ΗΠΑ, Γαλλία και Αίγυπτο. Επιχειρείται ωστόσο μια συμφιλίωση θυμάτων/θυτών, 25 χρόνια μετά, σε μια προσπάθεια συγχώρεσης της αβάσταχτης φρικαλεότητας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!