Πώς μοιράστηκαν τα φετινά βραβεία του φεστιβάλ των Καννών
Ανταπόκριση από Κάννες: Ιφιγένεια Καλαντζή*
Με τον άλλοτε ανατρεπτικό Πέδρο Αλμοδόβαρ, πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής, να συμμορφώνεται με τις καθιερωμένες νόρμες των κινηματογραφικών αγορών, τα βραβεία στη φετινή επετειακή διοργάνωση των 70 χρόνων του φεστιβάλ Καννών μοιάζει να μοιράστηκαν ανάμεσα στους μαικήνες και τα αναμενόμενα φαβορί.
Μεγάλος κερδισμένος ο Σουηδός Ρούμπεν Έστλουντ (Ανωτέρα Βία /2014) που απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα με την ταινία The Square. Ένας 45άρης διαζευγμένος πατέρας, στέλεχος του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, επινοεί μια μεταμοντέρνα εγκατάσταση, το Τετράγωνο, ως χώρο ουτοπικής διάστασης αλτρουισμού, ενώ συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα, μόλις χάσει το κινητό του. Στο Τετράγωνο, όμως, αντί για αλληλεγγύη επικρατεί η κυνική υποκρισία μιας μπουρζουαζίας που ποντάρει στον εξευγενισμό της, παράγοντας τέχνη. Πολυεπίπεδη καυστική σάτιρα κοινωνικής κριτικής για το ρόλο της τέχνης σήμερα, με γερές δόσεις ειρωνείας και χιούμορ, αναφορές στο ιταλικό γκροτέσκο του Μάρκο Φερέρι, με αποκορύφωμα τις εξαιρετικές σκηνές στο φιλανθρωπικό γκαλά, όπου η εμφάνιση ενός ημίγυμνου μυώδους άντρα που ουρλιάζει σαν χιμπατζής αναστατώνει τους πάντες. Τα πρωτόγονα ένστικτα που απελευθερώνονται ακυρώνουν τις πολιτισμένες συμβάσεις, απαραίτητο διπλωματικό προκάλυμμα εξουσιαστικών χειρισμών.
Το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και το Βραβείο FIPRESCI δόθηκαν στη συνταρακτική ταινία 120 Battements par Minute, του Γάλλου Ρομπέν Καμπιγιό (δες προηγούμενο φύλλο), ενώ η Σοφία Κόπολα γίνεται η δεύτερη γυναίκα, στην ιστορία του Φεστιβάλ, που αποσπά το Βραβείο Σκηνοθεσίας, με την ταινία The Beguiled, δράμα εποχής που καταλήγει σε θρίλερ, δίνοντας τη δική της εκδοχή σ’ ένα μυθιστόρημα που είχε άλλοτε μεταφερθεί στο σινεμά, με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ίστγουντ. Κατά τη διάρκεια του Αμερικάνικου Εμφυλίου, ένας τραυματισμένος λιποτάκτης της Βόρειας Συμμαχίας (Κόλιν Φάρελ) βρίσκει καταφύγιο σε ένα Παρθεναγωγείο στο Νότο. Όντας το μοναδικό αρσενικό, σαγηνεύει όλες τις θηλυκές υπάρξεις, που αναστατωμένες από την παρουσία του, τον διεκδικούν, πυροδοτώντας σεξουαλικές εντάσεις και ανταγωνισμούς. Όσο όμως αυτός στοχεύει σε κάθε μία χωριστά, τόσο αυτές νιώθουν να απειλούνται από τον αρσενικό εισβολέα και περνώντας στην άμυνα, συσπειρώνονται γύρω από την επικεφαλής, την μις Μάρθα (Νικόλ Κίντμαν), επιβεβαιώνοντας σταδιακά την ιεραρχική δομή και τα σχήματα εξάρτησης που διέπουν τις διαπροσωπικές σχέσεις, στο πεδίο της αιώνιας σύγκρουσης των δύο φύλων. Η προσεγμένη κινηματογράφηση, με μακρινά πλάνα που δείχνουν την επιβλητική απομονωμένη έπαυλη, μέσα στην πυκνή βλάστηση του Νότου, αναδεικνύει φυσικούς φωτισμούς και έντονα κοντράστ, με τα λευκωπά δαντελένια φουστάνια των γυναικών, κόντρα στις σκουρόχρωμες ποιότητες των μεγάλων σκιερών δέντρων. Η στιβαρή αντιμετώπιση της νέας ταινίας της Κόπολα μεταφέρει την επιβολή του κυρίαρχου, τον πόθο αλλά και τον φόβο της διείσδυσης, χτίζοντας μια σκληρή ιστορία εκδίκησης, από τη μεριά του γυναικείου φύλου.
Στην ταινία You Were Never Really Here, της Λιν Ράμσεϊ, ο πρωταγωνιστής Χοακίν Φοίνιξ κέρδισε το Βραβείο Ανδρικού Ρόλου, ενώ στην σκηνοθέτρια απονεμήθηκε και το Βραβείο Σεναρίου, από κοινού με τους Γιώργο Λάνθιμο – Ευθύμη Φιλίππου, για το The Killing of a Sacred Deer (δες προηγούμενο φύλλο).
Βραβείο Γυναικείου Ρόλου κέρδισε επάξια η Νταιάν Κρούγκερ, που εντυπωσίασε στην ταινία In The Fade, του Φατίχ Ακίν. Με την τραγική απώλεια του τούρκικης καταγωγής συζύγου και του γιου τους, από έκρηξη βόμβας, η νεαρή Γερμανίδα Κάτια χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Οι αρχές είναι πεπεισμένες πως πρόκειται για έργο τζιχατζιστών, ο δικηγόρος της όμως αποδεικνύει πως πρόκειται για ρατσιστική δολοφονική επίθεση ακροδεξιών. Η Κάτια μεταστρέφει την ανείπωτη οδύνη σε δύναμη δράσης και εντοπίζει τους δράστες στην Ελλάδα, να τους καλύπτει η Χρυσή Αυγή, με σύνδεσμο έναν χαρακτήρα που τον ερμηνεύει ο Γιάννης Οικονομίδης. Ο Ακίν στηλιτεύει την εμμονική και αβασάνιστη τακτική της Ευρώπης να βλέπει κακούς μουσουλμάνους πίσω από κάθε χτύπημα, παραβλέποντας την άνοδο της ακροδεξιάς, και επισημαίνει την ύπαρξη ευρύτερου δικτύου ακροδεξιών ομάδων πανευρωπαϊκά. Με γυρίσματα στην Ελλάδα, δίπλα στη θάλασσα, ο Ακίν κινηματογραφεί τη χώρα μας μέσα από χειμερινά χρώματα, εκτός θερινής σαιζόν, με μια πρωταγωνίστρια που απεικονίζεται με εναλλακτικό λουκ σε ένα δυναμικό ρόλο, κερδίζοντας το βραβείο που προοριζόταν για την Νικόλ Κίντμαν. Σε μια προσπάθεια να αποζημιώσουν την μεγάλη σταρ που εμφανίστηκε με τέσσερις συμμετοχές, δύο ταινίες στο Διαγωνιστικό, μία εκτός και ένα τηλεοπτικό σίριαλ, επινόησαν και της απένειμαν το Ειδικό Βραβείο για τα 70 Χρόνια του φεστιβάλ Καννών.
Άξια βράβευσης, όμως, ήταν και η ταινία του Διαγωνιστικού Good Time, των Νεοϋορκέζων αδερφών Τζος και Μπένι Σαφντί, με πρωταγωνιστή τον Βρετανό σταρ Ρόμπερτ Πάτινσον, που εξελίσσεται σε σημαντικό ηθοποιό. Νιώθοντας έγνοια για τον αλαφροΐσκιωτο αδερφό του Νικ (Μπένι Σαφντί), ο ελληνικής καταγωγής Κόνι-Κονσταντάιν Νίκας προσπαθεί να τον γλιτώσει από τη φυλάκιση για τη ληστεία Τράπεζας που διέπραξαν μαζί. Μια απίστευτη κρύα νύχτα που τα έχει όλα -καταδίωξη, αγωνία και απροσδόκητη ρεαλιστική τροπή- με νεκρούς χρόνους να τονίζουν το αδιέξοδο της μίζερης καθημερινότητας αυθεντικών χαρακτήρων, ο Κόνι τυχαία καταφεύγει στο σπίτι μιας άγνωστης μαύρης ηλικιωμένης, που μένει με την 16χρονη εγγονή της. Με ήρωες μικροαπατεώνες, βγαλμένους από τα σπλάχνα του περιθωρίου, η γεμάτη χιουμοριστικές στιγμές ταινία, ξεκινάει με ληστεία τράπεζας και καταλήγει στο τρενάκι τρόμου ενός λούνα παρκ, όπου αναζητούνται κλεμμένα ναρκωτικά. Όλα διαδραματίζονται εδώ και τώρα, στο παρόν, μέσα σ’ ένα βράδυ, σχεδόν αποκλειστικά με πολύ κοντινά πλάνα, που μεταφέρουν όλη την ένταση, εστιάζοντας στα εκφραστικά πρόσωπα, ενώ τα ελάχιστα πλάνα κάτοψης χαράσσουν τις διαδρομές στον περιορισμένο αστικό χώρο. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σε μικρό ρόλο Μπάντι Ντούρες, υιοθετώντας την ερμηνευτική άποψη της περίφημης σχολής της Μεθόδου (Άκτορς Στούντιο), μοιάζει με μετενσάρκωση του Πατσίνο. Η πρωτότυπη μουσική των Point Never Oneothrix κρατάει το ρυθμό με σύγχρονο μπιτ και συνθεσάιζερ αισθητικής ’80, όπως και οι ποπ χρωματιστοί φωτισμοί στο ανετάριστο φόντο, σε μια καθαρόαιμη ταινία καταδίωξης της ανεξάρτητης νεοϋορκέζικης σκηνής.
* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου