Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Πολύπαθη η Λογοτεχνία στην εκπαίδευση και μάλιστα στη Δευτεροβάθμια, όπου η Φιλαναγνωσία γίνεται σταδιακά άγνωστη λέξη. Πώς μπορούν άραγε οι εκπαιδευτικοί μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια που θέτει το πρόγραμμα και το υπουργείο να προσεγγίσουν τη Λογοτεχνία;
Ένα βιβλίο σαν αυτό που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κριτική «Η Λογοτεχνία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση», δίνει –όπως αναφέρεται και στον υπότιτλο– μια «ερμηνευτική, κριτική και δημιουργική προσέγγιση των λογοτεχνικών κειμένων» κι έτσι γίνεται ένα πολύτιμο βοήθημα για τους εκπαιδευτικούς – και όχι μόνο.
Οι δυο συγγραφείς, ο Σπύρος Κιοσσές και η Ελένη Χατζημαυρουδή έχουν μακρά εμπειρία στον χώρο της εκπαίδευσης και πλούσιο συγγραφικό και διδακτικό έργο.
Όπως αναφέρει και στον πρόλογό της η καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Μαρίτα Παπαρούση, το βιβλίο ενθαρρύνει τη συνειδητή, στοχαζόμενη ανάγνωση της λογοτεχνίας αλλά και την προσωπική, δημιουργική συναλλαγή με το κείμενο.
Η συζήτηση με τον ένα εκ των συγγραφέων έχει το δικό της ενδιαφέρον
Τι περιλαμβάνει το βιβλίο σας και σε ποιους απευθύνεται;
Το βιβλίο αυτό, το οποίο γράφτηκε μαζί με τη συνάδελφο Ελένη Χατζημαυρουδή, προτείνει έναν συστηματικό τρόπο προσέγγισης και διδακτικής του λογοτεχνικού φαινομένου μέσω της σταδιακής άσκησης στην κριτική ανάγνωση, στην άρθρωση ερμηνευτικού λόγου και στη δημιουργική ανταπόκριση στα λογοτεχνικά κείμενα. Στους ειδικότερους στόχους του περιλαμβάνεται η επεξηγηματική παρουσίαση όρων, σχημάτων και τρόπων ανάγνωσης των λογοτεχνικών έργων, ποιητικών και πεζών, όπως η μεταφορά, η συνδήλωση, η συσχέτιση, η μετωνυμία, η ειρωνεία, η αφηγηματική φωνή και η εστίαση, κ.λπ., μέσα από χαρακτηριστικά παραδείγματα και τρόπο επαγωγικό. Επίσης, επιχειρείται η συστηματική άσκηση σε δραστηριότητες ερμηνευτικού σχολιασμού και δημιουργικού μετασχηματισμού των κειμένων, αλλά και ελεύθερης δημιουργικής γραφής. Η οργάνωση και η παρουσίαση του παραπάνω υλικού γίνεται με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο, βασισμένο στη σύγχρονη βιβλιογραφία, ωστόσο σαφή και εύληπτο, ώστε να είναι προσιτό τόσο σε διδάσκοντες όσο και υποψήφιους εκπαιδευτικούς, αλλά και στο ευρύτερο κοινό.
Τι σας οδήγησε στη συγγραφή του;
Η ανάγκη της συγγραφής ενός βιβλίου συνδέεται πάντα με τον εντοπισμό κάποιου «κενού» σε ένα επιστημονικό πεδίο. Τα υπάρχοντα βιβλία για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, στην ελληνική τουλάχιστον βιβλιογραφία, είτε αφορούσαν μεμονωμένες πλευρές της είτε ήταν γραμμένα με τη λογική του «βοηθήματος» για συγκεκριμένες τάξεις. Αν και αξιόλογα αρκετά από αυτά, δεν παρείχαν μια σφαιρική προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις παρείχαν έτοιμες αναγνώσεις και ερμηνείες των λογοτεχνικών έργων. Έκαναν, με άλλα λόγια, τη «δουλειά» που έπρεπε να κάνουν οι ίδιοι οι μαθητές. Βασικός παράγοντας της συγγραφής του βιβλίου ήταν να παράσχουμε στους συναδέλφους της δευτεροβάθμιας, εν ενεργεία και δυνάμει, μια μεθοδική και συστηματική μεθοδολογία προσέγγισης της λογοτεχνίας, ώστε να μπορούν με τη σειρά τους να καταστήσουν τη διδασκαλία τους πιο αποτελεσματική και λειτουργική: περισσότερο «συνεργατική», δημιουργική, ευφάνταστη, με έμφαση στη βιωματική προσέγγιση των κειμένων από τους μαθητές και στην ανάπτυξη προσωπικών ερμηνειών με βάση τόσο το έργο όσο και τη δική τους υποκειμενικότητα.
«Αντί να χτίσουμε πάνω στα θετικά στοιχεία του παρελθόντος, επιχειρούμε παράλογα να ξεκινήσουμε το οικοδόμημα από την αρχή»
Είσαστε ικανοποιημένος από τον τρόπο που διδάσκεται η Λογοτεχνία στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Τι θα πρέπει να αλλάξει;
Ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται η λογοτεχνία είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Το εκάστοτε Πρόγραμμα Σπουδών ορίζει το γενικό πλαίσιο (σκοπός, στόχοι, δεξιότητες που αναμένεται να αναπτύξουν οι μαθητές κ.λπ.). Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης η προβλεπόμενη ανά τάξη «διδακτέα ύλη», τα κείμενα με τα οποία θα έλθουν σε επαφή οι μαθητές μέσω των υφιστάμενων σχολικών εγχειριδίων ή άλλων πόρων, όπως επίσης και η μεθοδολογία η οποία θα χρησιμοποιηθεί, καθώς και η αξιολόγηση που θα εφαρμοστεί. Θεμελιώδες βεβαίως παραμένει το εκπαιδευτικό περιβάλλον: η «ατμόσφαιρα» που δημιουργείται στην τάξη, η σχέση του εκπαιδευτικού με τους μαθητές, και των μαθητών μεταξύ τους, όπως και με τα κείμενα. Προσωπικά θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετά βήματα προς τη βελτίωση των παραπάνω συνθηκών διδασκαλίας της λογοτεχνίας, τυπικά και ουσιαστικά, μεγάλο μέρος των οποίων οφείλονται στην εξαιρετική δράση της Ελένης Χοντολίδου και της Βενετίας Αποστολίδου και των συνεργατών τους. Μεγάλο ζήτημα παραμένει, ωστόσο, η έλλειψη της συνέχειας και της συνέπειας. Αντί να χτίσουμε πάνω στα θετικά στοιχεία του παρελθόντος, επιχειρούμε παράλογα να ξεκινήσουμε το οικοδόμημα από την αρχή, και μάλιστα χωρίς να έχουν προηγηθεί εκπαιδευτικές έρευνες, συγκριτικές μελέτες, δοκιμή των προγραμμάτων σπουδών, της μεθοδολογίας, κλπ. σε πειραματικά σχολεία κ.ο.κ. Πολλές φορές, μάλιστα, οι αλλαγές εφαρμόζονται πρωθύστερα, από το Λύκειο προς τις χαμηλότερες τάξεις. Άλλοτε πάλι παρουσιάζονται ως παιδαγωγικές καινοτομίες, ενώ κατ’ ουσίαν δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να επανεφευρίσκουν τον τροχό.
Τι μπορούν να κάνουν οι καθηγητές ώστε να μην είναι η λογοτεχνία απλώς άλλο ένα «μάθημα»;
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι θεμελιώδους σημασίας σε όλα τα διδακτικά αντικείμενα, αλλά κυρίως σε μαθήματα που αφορούν τις αξίες, τον πολιτισμό, την τέχνη, το βίωμα, το συναίσθημα, το ήθος. Οι ανθρωπιστιστικές σπουδές, και εν προκειμένω η λογοτεχνία, είναι το σημαντικότερο Μάθημα στην εκπαίδευση ενός ανθρώπου και ταυτόχρονα κάθε άλλο παρά «μάθημα», με τη στενή έννοια του όρου. Κατά την άποψή μου, οι διδάσκοντες τη λογοτεχνία πρέπει να κατανοήσουμε ότι «διδάσκοντάς» την ουσιαστικά δεν κάνουμε κάτι άλλο παρά μεσολαβούμε. Γινόμαστε γέφυρες, χτίζουμε σκαλωσιές, υποβοηθούμε τους μαθητές να αντιληφθούν πολύπλευρα τον κόσμο και τις αξίες που τον διέπουν· να χαρούν την ομορφιά του, να διαπιστώσουν την ασχήμια του και να φανταστούν έναν καλύτερο κόσμο, αναλαμβάνοντας σοβαρή και υπεύθυνη δράση για να τον πραγματοποιήσουν. Απώτερος στόχος να μην μας χρειάζονται, να γίνουν αυτόνομοι, απαιτητικοί και κριτικά σκεπτόμενοι αναγνώστες τόσο των λέξεων όσο και του κόσμου, για να θυμηθούμε τον Freire. Αν συνειδητοποιήσουμε τα παραπάνω, αν νιώσουμε την τεράστια σημασία της λογοτεχνίας στη ζωή των μαθητών αλλά και τη δική μας, θα βρούμε τρόπους να υπερβούμε θεσμικές αγκυλώσεις και «σχολικούς» περιορισμούς, τρόπους να εμφυσήσουμε στους μαθητές την αγάπη, την έγνοια, το μεράκι και τη φαντασία που αρμόζει στην προσέγγιση της ιδιαίτερης φύσης των λογοτεχνικών κειμένων.
Διαβάζουν λογοτεχνία οι έφηβοι; Πώς θα μπορούσαμε να τους παρακινήσουμε αποτελεσματικά;
Μιλώντας με αφορμή τη δική μου εμπειρία, αλλά και από λίγες μελέτες που έχουν γίνει πάνω στο θέμα αυτό, οι Έλληνες έφηβοι δεν έχουν πολύ καλή σχέση με τη λογοτεχνία. Πολλές φαίνεται να είναι οι αιτίες. Αρχικά, όταν η μόνη επαφή των παιδιών με τη λογοτεχνία είναι στο σχολείο, στο οποίο αντιμετωπίζεται ως «μάθημα», με τη στενή έννοια του όρου, είναι λογικό να μην καλλιεργείται μια ουσιαστική σχέση ζωής με αυτήν. Για μένα βασική αρχή στη διδασκαλία γενικά είναι το διδάσκειν δια του παραδείγματος. Φανταστείτε ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια στην οποία βλέπει τους γονείς του να διαβάζουν λογοτεχνία και να τη θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Οι γονείς αυτοί στην αρχή διαβάζουν βιβλία στο παιδί τους (παραμύθια, μικρές αφηγήσεις, κ.λπ.) και μαζί με το παιδί τους, αργότερα. Από το περιβάλλον αυτό συνανάγνωσης φανταστείτε το παιδί να μεταβαίνει σε ένα σχολείο όπου προβάλλεται η απόλαυση της λογοτεχνικής ανάγνωσης, ατομικής και ομαδικής, σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους, με πλούσια βιβλιοθήκη τάξης και σχολείου, δράσεις φιλαναγνωσίας, κ.λπ. Ο διδάσκων αγαπά ο ίδιος τη λογοτεχνία, είναι ενημερωμένος για τα βιβλία που κυκλοφορούν και προτείνει στους μαθητές του, τους οποίους γνωρίζει καλά, βιβλία που θεωρεί ότι τους ενδιαφέρουν, αλλά και που ο ίδιος έχει διαβάσει και απολαύσει. Κείμενα παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, στα πρώτα βήματα, πιο «απαιτητικά» βιβλία, στη συνέχεια. Προσθέστε στην εικόνα αυτή μια κοινωνία βιβλιοφιλική, με ενεργές δημοτικές και άλλες βιβλιοθήκες, με συστηματικές δράσεις για το βιβλίο, ενίσχυση από το κράτος, κλπ. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η όποια «παρακίνηση» είναι, προφανώς, περιττή.