«Ναι… Εμ… Βασικά, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, μιας και ο ίδιος ο Σνόουντεν το προτείνει, όλη η κοινότητα δεν έχει καταφέρει να σπάσει ακόμα τον κώδικα… Οπότε, εμ… ναι». Λίγες στιγμές αμήχανης σιωπής, μάτια φοιτητών να χάνονται έξω, μέσα απ’ το παράθυρο του ηλιόλουστου εργαστηρίου πληροφορικής του πανεπιστημίου, στον ασυνήθιστα ήσυχο δρόμο του Bloomsbury, ένα Σάββατο πρωί που περισσότερο θα ταίριαζε σε μεσογειακή πρωτεύουσα παρά στο Λονδίνο. Η νέα ειδικός στα εργαλεία «πληροφοριακής ασφάλειας και διαδικτυακής ανωνυμίας» συνέχισε τη διάλεξή της. Η παρέμβασή μου δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Έπρεπε όμως να γίνει.
Η ικανότητα χειρισμού εργαλείων ανοιχτού λογισμικού που προστατεύουν τη διαδικτυακή ταυτότητα και ανωνυμία του χρήστη έχει ζήτηση στα βρετανικά ΜΜΕ – ειδικά έπειτα από την ψήφιση του νομοσχεδίου για τις «εξουσίες έρευνας», που δίνει στις μυστικές υπηρεσίες ιδιαίτερα αυξημένες και ανεξέλεγκτες δυνατότητες παρακολούθησης δημοσιογράφων. Καθόλα λογικό λοιπόν, τα εν λόγω εργαλεία, ονομαζόμενα TOR και Signal, να διδάσκονται και σε προγράμματα ερευνητικής δημοσιογραφίας, ένα από τα οποία (δύο συνολικά στη χώρα) παρακολουθεί ο γράφων.
Με λίγα λόγια, το TOR είναι ένα προγραμματάκι που το βάζουμε στον υπολογιστή μας και μας «κρύβει», περνώντας τις συνδέσεις μας μέσω άλλων υπολογιστών. Για παράδειγμα, για να επισκεφθείς τη σελίδα του Δρόμου, συνδέεσαι απευθείας με τον σέρβερ της εφημερίδας. Με το TOR, όμως, το «δρομολόγιό» σου πάει… μέσω Τρικάλων. Πρώτα θα συνδεθείς, για παράδειγμα, με έναν υπολογιστή στη Γερμανία, έπειτα έναν άλλον στην Μαλαισία, μετά έναν στη Δανία, για να καταλήξεις τελικά στον Δρόμο. Έτσι κρύβεις την ταυτότητά σου, τις σελίδες που επισκέπτεσαι και κρυπτογραφείς το «traffic» σου. Καθίσταται πολύ δύσκολο να σε παρακολουθήσουν. Το Signal, πάλι, είναι εφαρμογή κρυπτογραφημένης επικοινωνίας μεταξύ κινητών τηλεφώνων.
Τα συγκεκριμένα προγράμματα, μαζί με κάποια άλλα, και το αντίστοιχο «κρυφό» κομμάτι του Ίντερνετ (σελίδες που είναι προσβάσιμες μόνο μέσω TOR) χρησιμοποιούνται κατά κόρον από ένα ετερόκλητο πλήθος: δημοσιογράφους, ακτιβιστές, leakers, χάκερς, κατοίκους χωρών που λογοκρίνουν το διαδίκτυο, εμπόρους ναρκωτικών, παιδόφιλους, και γενικά όσους επιθυμούν να κρύψουν τις ηλεκτρονικές δραστηριότητές τους. Αποτελούν τα κύρια όπλα και μοχλούς συγκρότησης της κρυπτο-κουλτούρας, με δυνατά αντι-συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά και μεγάλη δυσπιστία στο κράτος. Οι CEO των εταιρειών που αναπτύσσουν τα συγκεκριμένα εργαλεία αποθεώνονται ως πρωταθλητές της ελευθερίας. Ειδικά έπειτα από την εκλογή Τραμπ, τα εργαλεία αυτά απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερη δημοτικότητα και πολιτική σημασία.
Το σκοτεινό παρελθόν
Όλα θα ήταν καλά… αν το TOR (αλλά και το Signal), δεν είχε αναπτυχθεί με χρηματοδότηση του αμερικανικού ναυτικού, δεν είχε κωδικό εταιρείας που συνεργάζεται με το Πεντάγωνο και δεν χρηματοδοτούνταν ακόμα και σήμερα ολοκληρωτικά από το Broadcasting Board of Governors και το Radio Free Asia – δύο ψυχροπολεμικά όργανα προπαγάνδας σχετιζόμενα με τη CIA. Το δίκτυο ΤΟR αναπτύχθηκε προκειμένου οι Αμερικανοί κατάσκοποι στο εξωτερικό να μπορούν να κρύψουν τα ηλεκτρονικά ίχνη τους. Αλλά είχαν ένα πρόβλημα: αν χρησιμοποιούσαν μόνο αυτοί το δίκτυο, θα εντοπίζονταν άμεσα. Οπότε, «ανοίγοντάς» το στο κοινό, χάνονται μέσα στο ψηφιακό πλήθος. Το γεγονός πως τίποτε από αυτά δεν αναφέρθηκε στο εργαστήρι, μου προξένησε τεράστια εντύπωση – και προκάλεσε την παρέμβασή μου. Παρόμοια συζήτηση είχα και με τον Ewen MacAskill, συντάκτη θεμάτων Ασφαλείας και Εθνικής Άμυνας του The Guardian, που βοήθησε και κάλυψε τις διαρροές των αρχείων της NSA από τον Σνόουντεν. Πώς είναι δυνατόν να μην αξίζουν ούτε μια αναφορά, ειδικά σε ένα πρόγραμμα δημοσιογραφίας;
Για να είμαστε δίκαιοι, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, και σίγουρα η ευγενική δημοσιογράφος-ειδικός που μας δίδαξε, έχουν αγνές προθέσεις. Αλλά βρίσκονται μέσα σε μια συγκεκριμένη κουλτούρα. Και η κάθε κουλτούρα υπερτονίζει πλευρές της πραγματικότητας, ενώ υποβαθμίζει άλλες. Όμως, το γεγονός πως δημοσιογράφοι (που λογίζονται, και είναι, ανυπάκουοι) δουλεύουν, χωρίς ούτε έναν αστερίσκο, με εργαλεία δημιουργημένα από και για κατασκόπους, θα πρέπει να μας ανησυχεί. Σηματοδοτεί μια ευρύτερη πολιτιστική, πολιτική μετατόπιση που βλέπουμε και στην κεντρική πολιτική σκηνή: η Αριστερά της Αμερικής αποθεώνει τη CIA και βλέπει υγρά όνειρα στα οποία το «βαθύ κράτος» ανατρέπει τον Τραμπ. Το διεθνές κοινό συζητά για ντοσιέ που το BuzzFeed δημοσίευσε για τον Τραμπ, από σκιώδεις πρώην κατασκόπους, των οποίος ο λόγος… δεν αμφισβητείται. Αν κάτι ταιριάζει στις προκαθορισμένες αντιλήψεις μας, υιοθετείται – ακόμα και αν το έχει πει ο διάβολος ο ίδιος. Ζούμε σε έναν κόσμο που πλέον το εύκολο στερεότυπο, πως όλοι «έχουν την ατζέντα τους», είναι αποδεκτό. Αλλά, αντί να οδηγεί σε μεγαλύτερη υποψία και ερευνητική διάθεση, παράγει το ακριβώς αντίθετο: απομακρυσμένη, επιφανειακή ενασχόληση. Η δημοσιογραφία και το κοινό της αλλάζουν.
* Τη στήλη γράφει κάθε δεύτερη εβδομάδα ο Ηλίας Σταθάτος από το Λονδίνο.