Υπογραμμίζοντας το επίπονο της διαδικασίας εκμάθησης ενός δύσκολου μουσικού οργάνου, όπως το βιολί, η δραματική γερμανική ταινία «Η Ακρόαση», της Ίνα Βάισε, παρουσιάζει την εύθραυστη ψυχολογία των μαθητών των ωδείων, ενόψει εξετάσεων, ενώ μεταφέρει τις αποχρώσεις του αδιόρατου ανταγωνισμού μεταξύ των μουσικών.
Σε ακρόαση ωδείου, ο ήχος του Αλεξάντρ (Ίλτζα Μόντι), ενός συνεσταλμένου ψηλόλιγνου δεκατριάχρονου μαθητή, αγγίζει βαθιά την σαρανταπεντάρα δασκάλα βιολιού Άννα (Νίνα Χος), που διακρίνει ένα μοναδικό ταλέντο, παρά τα λάθη τεχνικής από το άγχος. Αντιτίθεται στους άλλους κριτές, που ετοιμάζονται να τον απορρίψουν, και τους πείθει να παραπεμφθεί στη συναυλία μαθητών του ωδείου, ένα εξάμηνο μετά, αναλαμβάνοντας η ίδια τον δύσκολο αγώνα εντατικής προετοιμασίας. Την ίδια χρονική περίοδο, ο Κρίστιαν (Γενς Άλμπινους), ένας συνάδελφός της τσελίστας, με τον οποίο διατηρεί και ερωτική σχέση, της προτείνει να ενταχθεί στο κουιντέτο εγχόρδων που ετοιμάζει μια συναυλία κλασικού ρεπερτορίου. Αποφασισμένη να παλέψει τους δικούς της δαίμονες και να ξαναπαίξει μετά από χρόνια μπροστά σε κοινό, η Άννα προσπαθεί να διαχειριστεί και το δικό της άγχος, παράλληλα με τη χαμηλή αυτοπεποίθηση του μαθητή της, με συνέπεια να παραμερίσει τόσο τον οργανοποιό Γάλλο σύζυγό της Φιλίπ (Σιμόν Αμπκαριάν), όσο και τον δεκάχρονο γιο τους Γιόνας, επίσης μαθητευόμενο βιολιστή, στα δικά της βήματα.
Επικεντρωμένη στη λαβωμένη ψυχολογία της πρωταγωνίστριας, η ταινία αναζητά στον οικογενειακό της περίγυρο τα αίτια της παθολογικής τελειομανίας της, κυρίως μέσα από την επίδραση που είχε η απώλεια της μητέρας της στην οιδιπόδεια σχέση με τον δικό της γιο. Πότε μέσα από το σφιγμένο προσωπείο της πρωταγωνίστριας, πότε από τις σιωπές της ξετυλίγεται σταδιακά το κουβάρι υποδόριων καταστάσεων που ανατρέπει την αρχική εικόνα οικογενειακής θαλπωρής, με τον Φιλίπ να της σιγοτραγουδάει στα γενέθλιά της ένα γαλλικό νοσταλγικό τραγούδι, συνοδεία κιθάρας. Όταν μάλιστα διαισθάνεται την απιστία της, συμπεριφέρεται με ψυχρότητα, χρησιμοποιώντας τα λόγια της «Δεν σπαταλάω το χρόνο μου σε συναισθήματα», ενδεικτικό της επιλογής της να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική.
Η επιμονή της στη διόρθωση της στάσης του Αλεξάντρ «σφιχτός πάνω, χαλαρός κάτω, σαν μαριονέτα» και στο κράτημα του δοξαριού, καθώς και η απαίτηση να παιχτεί ξανά και ξανά το σημείο όπου εντοπίζει το πρόβλημα, γρήγορα μετατρέπουν τη διδασκαλία της σε μαρτύριο, ενώ τα υπέροχα κομμάτια μελέτης καταλήγουν ακουστικά θραύσματα απονεκρωμένων επαναλήψεων, γιατί μόνο μέσα από αυτή τη ψυχοφθόρα διαδικασία κερδίζεται η μουσική τελειότητα. Όταν όμως η συμπονετική αρχικά στάση της εξελίσσεται σε αυταρχική συμπεριφορά, κάτω και από τη δική της πίεση, ξεσπάει στον Αλεξάντρ, χάνοντας τον έλεγχο, για να καταλήξει σε ένα νοσηρό ψυχολογικό πόλεμο, με πικρόχολα σχόλια και ανεπαίσθητες ταπεινώσεις, που επηρεάζουν αρνητικά τη βελτίωσή του.
Οι λανθασμένοι χειρισμοί της εγωκεντρικής Άννας προκαλούν το φθόνο του γιου της προς τον ταλαντούχο μαθητή, με τραγικές συνέπειες, που παραπέμπουν στον ανταγωνισμό και το μίσος στη «Δασκάλα του Πιάνου» (2001/Μίκαελ Χάνεκε).
Η Άννα ανοίγεται και μιλάει για την παιδική της ηλικία στον εραστή της, που την προσεγγίζει με τρυφερό ερωτισμό, ενώ του εκμυστηρεύεται πως σταμάτησε να παίζει σε συναυλίες, μπρος στο φόβο της αποτυχίας.
Η γυναικεία πρωταγωνιστική παρουσία στο επίκεντρο οδηγεί τόσο τα δυο αγόρια όσο και τους δυο άντρες στη ζωή της σε σύγκρουση και ανταγωνιστική αντιπαράθεση. Σημαδιακή σκηνή αποτελεί και μια βίαιη αντίδραση του παππού στον Γιόνας, κίνηση που αποκαλύπτει το αυταρχικό περιβάλλον ενηλικίωσης της πρωταγωνίστριας, με αποκορύφωμα το σχόλιο του γηραιού πατέρα της για την αρρωστημένη «τελειομανία» της μητέρας της, που φαίνεται να ταλανίζει και την ίδια.
Ενδεικτική της ηλικιακής διάστασης της πρωταγωνίστριας αποτελεί η σκηνή όπου ο Φιλίπ στο εργαστήρι του βάζει την Άννα να συγκρίνει το διαφορετικό ηχόχρωμα ενός παλαιωμένου τσέλου και ενός έντονα δραματικού αποσπάσματος από το «πρέστο ή ρόντο αλ Ζινγκαρέζε, του κουαρτέτου με πιάνο αρ.1 σε σολ ελάσσονα, έργο 25» του Γιοχάνες Μπραμς, αποκαλύπτοντας πως ερμηνεύει και η ίδια. Στο σχόλιο της Άννας πως πρόκειται για άγουρη ερμηνεία της, ο Φιλίπ επισημαίνει πως γι αυτό είναι ωραίο, υπονοώντας πως η εκτίμηση της αξίας συνυπολογίζεται αναλογικά με την ηλικία και τη γνώση του ερμηνευτή, τη στιγμή της ηχογράφησης, σε ένα σχόλιο για τη ματαιότητα της τελειότητας.
Η διάσταση της ωρίμανσης του ήχου στο ζωντανό υλικό του ξύλου, με την πάροδο του χρόνου, συγκρίνεται τόσο με την ωρίμανση της ερμηνείας ενός μουσικού, όσο και με το εκφραστικό πρόσωπο της πρωταγωνίστριας, που αφήνει άφοβα να απαθανατιστούν τα σημάδια του χρόνου στα κοντινά πλάνα του προσώπου της, κόντρα στη ματαιότητας της στερεοτυπικής εικόνας της γυναικείας νεότητας.
Στο ψυχολογικό αυτό δράμα θίγονται εξίσου η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δασκάλου και μαθητή και το κινηματογραφικό στερεότυπο της σύνδεσης της γυναικείας ψυχρότητας και αυταρχικότητας, με την πειθαρχία και την αφοσίωση που απαιτείται στην επίπονη εκμάθηση ενός δύσκολου μουσικού οργάνου.
Σε μια ταινία με καλογραμμένο σενάριο και εξαιρετικές ερμηνείες, λάμπει η παρουσία της θεατρικής ηθοποιού Νίνα Χος, ευρέως γνωστής μέσα από τις ταινίες του Κρίστιαν Πέτζολντ, που βραβεύτηκε για την ερμηνεία της αυτή, στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν το 2019. Η εσώτερη σφιγμένη έκφρασής της ταιριάζει με τη συντηρητική της αμφίεση. Κινηματογραφημένη συχνά από πίσω, καθώς περπατάει, τα μαλλιά της σε κότσο μεταφέρουν στα κοντινά πλάνα τη γυναικεία σαγήνη, θυμίζοντας τους ροκοκό πίνακες του Γάλλου ζωγράφου Αντουάν Βαττώ, όπου γυναικείες φιγούρες απαθανατίζονται με την πλάτη στραμμένη στο κοινό, διατηρώντας μυστηριακή υπόσταση και ανωνυμία.
Πλημμυρισμένη από υπέροχες μουσικές, η ταινία ξεκινάει με το δαιμονικό άκουσμα του περίφημου «Καπρίτσιου αρ. 5 σε λα ελάσσονα» του Νικολό Παγκανίνι, από τα πιο διάσημα έργα δεξιοτεχνίας για σόλο βιολί, που ακούγεται εκτός κάδρου, στα πλαίσια του υποκειμενικού βλέμματος κάποιου ανώνυμου ερμηνευτή που παίζει μπροστά στους κριτές. Στην ταινία δεσπόζουν αρκετά γνωστά έργα για ρεπερτόριο βιολιού, όπως η «Ισπανική Συμφωνία σε ρε ελάσσονα, έργο 21, για βιολί και πιάνο» του Εντουάρ Λαλό, η «Σπουδή αρ. 14» του Κρόιτσερ, το «Ντουέτο» του Πλεγιέλ, ενώ η Άννα βάζει στον Αλεξάντρ να ακούσει το διάσημο «Κονσέρτο για βιολί σε μι ελάσσονα, έργο 64» του Φέλιξ Μέντελσον, με τη μοναδική ερμηνεία του Γιεχούντι Μενουχίν. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Αλεξάντρ παίζει και ξαναπαίζει το «Πρέστο», από τη «Σονάτα για σόλο βιολί αρ. 1 σε σολ ελάσσονα, BWV 1001» του Γ. Σ. Μπαχ, η Άννα προβάρει μόνη στο δωμάτιό της την περίφημη «Σακόν» από την «Παρτίτα για σόλο βιολί αρ.2 σε ρε ελάσσονα, BWV 1004» του Μπαχ, ενώ η διάχυτη συγκίνηση του ρομαντικού κουιντέτου που ερμηνεύει το μουσικό σχήμα του Κρίστιαν είναι το «Κουιντέτο εγχόρδων σε σολ μείζονα, έργο 111» του Γιοχάνες Μπραμς.
Ωστόσο, η παραμικρή παρατήρηση που μπορεί εύκολα να παρερμηνευτεί στην πρόβα του κουιντέτου από την πρωταγωνίστρια ως ανταγωνιστική συμπεριφορά που δυσκολεύεται να διαχειριστεί, μεταφέρει πόσο δύσκολη είναι η συνεννόηση και η διατήρηση λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στην εύθραυστη χημεία που αναπτύσσεται στα μικρά μουσικά σχήματα, ξεχωριστό θέμα και της ταινίας «Η τελευταία Παράσταση» (2012/Γιάρον Ζίλμπερμαν).
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είανι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]