Το αξιακό σύστημα που έχει εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια γεννά συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που απεχθάνονται «τις μεγάλες αφηγήσεις», ίδιον της νεωτερικότητας, οι οποίες εμπεριέχουν, εν τοις πράγμασι, μια εκδίπλωση στο μέλλον και επομένως συμπεριλαμβάνουν ως ουσιαστική κοσμοθεωρητική μεταβλητή τον χρόνο. Το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι η «συμμετοχή» τους στα εφήμερα κατακερματισμένα «συμβάντα» της κοινωνικής ζωής μέσα από την τοποθέτηση posts σε κάποια άποψη τοποθετημένη στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή των περιοδικών life style; Απόψεις οι οποίες έχουν ως σημείο αναφοράς τον ίδιο τους τον εαυτό δημιουργώντας έτσι ένα απόλυτο αυτοαναφορικό πλαίσιο κριτηρίων αλήθειας.
ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ότι το ίδιον της προσωπικής ύπαρξης προϋποθέτει την ύπαρξη της προσωπικής εμπειρίας. Όπου δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα το αποτέλεσμα είναι η μαζοποίηση της κοινωνίας, η εμφάνιση της μάζας. Όμως προσοχή, η μάζα στη σημερινή εποχή δεν είναι μια αυθόρμητη σύναξη ατομικοτήτων που χάνουν τον λογαριασμό του Εγώ τους σε μια στιγμιαία περιδίνηση ή ενός συλλογικού πανικού. Είναι το κατακερματισμένο ενεργούμενο που «αυτοπραγματώνεται» επιχειρώντας να συναιρέσει τις πολυδιασπάσεις του στο ενιαίο σχήμα του βιοτικού επιπέδου και της «ποιότητας ζωής» στην κατανάλωση. Η μάζα και το άτομο συμπυκνώνονται, ταυτίζονται σε μια αργόσυρτη ιστορική επανάληψη του ταυτού. Οι αλλεπάλληλες «απόψεις» ακολουθούμενες από αμέτρητα posts δεν είναι τίποτε περισσότερο από αένεα άλματα από φευγαλέα εικόνα σε έτερη φευγαλέα εικόνα. Πρόκειται για ένα αέναο ζάπινγκ στην «τηλεόραση της ζωής» το οποίο δείχνει με απόλυτη ακρίβεια ότι οι μεταμοντέρνοι τρόποι ύπαρξης είναι κατατεμαχισμένοι, έκκεντροι, πολιτικά και ηθικά ανάπηροι, ριζωμένοι στη αυτοτέλεια του στιγμιαίου, χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον. Σε ένα αέναο παρών.
Να το πούμε διαφορετικά: η έννοια της «ποιότητας ζωής» αντικαθιστά τη νεωτερική έννοια της επιβίωσης. Μια τέτοια αντίληψη είναι ενδημικά μη ένσκοπη, αποσυναρτημένη από οποιαδήποτε εντελή πραξιακή διαδικασία. Η «ποιότητα ζωής» δεν κατευθύνεται εσωτερικά προς κάποια κορύφωση, έναν τελικό σκοπό, ενώ εμπεριέχει ως ουσιώδη διάσταση τη συγκυριακότητα, την αποσπασματικότητα της ύπαρξης. Η ζωή είναι μια σειρά επεισοδίων, βιωμένων από ένα Εγώ αυτοσκηνοθετούμενο, σε μια πολλαπλότητα ρόλων η υπόδυση των οποίων, επάλληλα ή ταυτοχρόνως, κατά τρόπο ανυπερθέτως παρανοϊκό, συνιστά την αυτοπραγμάτωση. Αυτοπραγμάτωση που παρότι εμπεριέχει το «αυτό» δεν είναι καν τέτοιο, αφού δεν αναφέρεται σε ένα οργανωμένο Εγώ αλλά σε δυνατότητες υπόδυσης χωρίς ηθοποιό.
Η μαζικοδημοκρατική κοινωνία της μετανεωτερικής εποχής, εγκαταλείποντας ή καταστρέφοντας τις ολοποιητικές εναρμονιστικές φιλοδοξίες της νεωτερικότητας, δύο μόνον διαδικασίες κατορθώνει, πρακτικά, να συσχετίσει οργανικά στους κόλπους της: την πολτοποίηση της συλλογικότητας ‒τα «πρόσωπα» καθίστανται άμορφη μάζα τυποποιημένων μονάδων, διασκορπισμένα εντός της ισοπεδωτικής εγκοσμιότητας– με τον ατομοκεντρικό υποκειμενισμό υπερφίαλων υπάρξεων, που είναι πάντα πρόθυμες να αναγνωρίσουν υψίστη σπουδαιότητα στην ιστορική ουτιδανότητα της συνείδησης και των ενεργημάτων της. Εξουδετερώνοντας τη νεωτερική «μεταφυσική της παρουσίας», δηλαδή το ανθρωποκεντρικό πρότυπο της ηθικής σκέψης των Νέων Χρόνων, συγκροτεί, εξαιτίας της «πανουργίας του Λόγου» που πάντα καιροφυλακτεί για να φέρει τα πάνω κάτω, το πολιτισμικό σύμπαν του φρενήρους ατομισμού, του υπερκαταναλωτισμού και του αγοραίου ευδαιμονισμού.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ της μετανεωτερικής ταυτότητας συνίσταται στην ουσία, στην αποφυγή των αποκρυσταλλώσεων, έτσι ώστε να μείνουν όλες οι δυνατότητες ανοιχτές. Στο ζήτημα της ταυτότητας, όπως και σε πολλά άλλα, το σύνθημα της νεωτερικότητας ήταν η «δημιουργία». Εκείνο της μετανεωτερικότητας η «ανακύκλωση». Το αποτέλεσμα είναι σαφές: «Στη ζωή-παιχνίδι των μετανεωτερικών καταναλωτών οι κανόνες αλλάζουν αδιάκοπα κατά τη διάρκεια της παρτίδας. Οι κατευθυντήριες αρχές κάθε ορθολογικής συμπεριφοράς γίνονται αποφασιστικότητα να ζεις τη μια μέρα μετά την άλλη και να περιγράφεις την καθημερινή ζωή σαν μια σειρά από ήσσονες επιτακτικότητες. Συνεπάγεται ότι τα ρυθμιστικά ιδεώδη της μετανεωτερικότητας συνοψίζονται σε κανόνες όπως: Μην αφιερώνεις τη ζωή σου σε μια μόνο αποστολή. Μην ορκίζεσαι συνέπεια και νομιμοφροσύνη σε τίποτε και σε κανένα. Μην επιχειρείς να ελέγξεις το μέλλον, αλλά μην το υποθηκεύεις. Πρόσεχε ώστε οι συνέπειες του παιχνιδιού σου να μην επιζήσουν του ιδίου και αρνήσου την ευθύνη των επιπτώσεων στην περίπτωση που αυτό συμβεί. Απαγόρευσε στο παρελθόν να βαραίνει μέσα στο παρόν. Εν συντομία, τεμάχισε το παρόν στα δυο του άκρα, απόκοψέ το από την Ιστορία. Κατάργησε κάθε μορφή χρόνου αλλιώτικη από ένα σύνολο ή μια αυθαίρετη διαδοχή στιγμών του παρόντος. Υπόταξε τη ροή του χρόνου σε ένα συνεχές παρόν.» (Ζ. Μπάουμαν: Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της)
Οι προσταγές αυτές, ηθικές κορωνίδες των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων, αποτυπώνουν με ενάργεια τη φυσιογνωμία της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας της «άγνοιας», που πρόθυμα αποκαλείται «κοινωνία της γνώσης», προκειμένου να συγκαλύψει το γεγονός ότι η αχρονία της ατομικής και συλλογικής συνείδησης καθιστά και περιττή και ανέφικτη τη μέθεξη σε όσα μέχρι πρότινος ονομάζονταν υψηλός πολιτισμός. Στην παιγνιώδη δίνη του καταναλωτικού ευδαιμονισμού η μνήμη αναστέλλεται. Μαζί της καταλύεται και η δυνατότητα προσοικείωσης του πολιτισμικού κεκτημένου, εφ’ όσον αυτή είναι αδύνατη δίχως σύλληψη της ιστορικότητας των πολιτισμικών μορφωμάτων. Ο πολιτισμικός απαλφαβητισμός, όρος ύπαρξης και επιβίωσης της «κοινωνίας της γνώσης ή της πληροφορίας», επεκτείνεται και αγκαλιάζει όλες τις πτυχές του βιώματος. Η συνομιλία με το παρελθόν φαντάζει επιζήμια ή γελοία.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δύσκολο να προβλεφθεί πού τελικά θα οδηγήσει αυτή η πορεία. Η σύγχρονη εποχή είναι η γέφυρα ανάμεσα στη βασιλεία της παράλογης πίστης και τη βασιλεία του παραλογισμού δίχως πίστη. Το εγκαταστημένο αξιακό πλαίσιο, παρά τα όσα του καταμαρτυρούν, ότι ουσιαστικά αποτελεί ένα κενό κέλυφος, λειτουργεί παράγοντας έναν αξιακό λόγο ο οποίος όλο και περισσότερο εξαπλώνεται στις ανθρώπινες κοινωνίες. Εμπεριέχει μια κατηγορική προσταγή που απαιτεί όλο και μεγαλύτερη βιαιότητα προκειμένου να την αναγνωρίσουν και να την υπακούσουν οι κοινωνίες. Όσο λιγότερο το άτομο γνωρίζει τι θέλει, τόσο πιο παράφορα το επιθυμεί. Το εγκαταστημένο σύστημα αξιών καθιστά τους ανθρώπους «εγκληματίες» λόγω της παράλογης πίστης στο επικρατούν «λογικοφανές-τεχνοεπιστημονικό» επικρατούν σύστημα, αλλά και λόγω του παραλογισμού δίχως πίστη που εδράζεται στην επικρατούσα αντίληψη της «αυτοπραγμάτωσης του εαυτού μέσω κριτηρίων που υιοθετούνται από τον ίδιο τον εαυτό». Η εικόνα του ορθολογικού-αντικειμενικού ανθρώπου ο οποίος υποτίθεται ότι διατυπώνει και εφαρμόζει τους κανονισμούς της εξαιρετικά πολυσύνθετης «γνωστικής κοινωνίας», αντιστοιχεί τυπικά στον ιδεατό τύπο των εξαιρετικά μηχανοποιημένων και εξορθολογισμένων διαδικασιών στην οικονομία και τη διοίκηση. Αυτές οι διαδικασίες όμως αποτελούν μόνο τη μια πλευρά της κοινωνικής ζωής στις δυτικές μαζικοδημοκρατίες.
Η άλλη πλευρά, αυτή της μαζικής κατανάλωσης, συνδέεται με ψυχολογικά και ηθικά πολύ διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές ‒ μολονότι και οι δύο πλευρές είναι εξίσου απαραίτητες για την υπόσταση της μαζικής δημοκρατίας και πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και να συνυπάρχουν ταυτόχρονα μέσα στην κοινωνία και στον ατομικό ψυχισμό των ανθρώπων. Κάθε ένας θέτει ως κριτήριο του δικού του πορεύεσθαι τον εαυτό του. Όλοι δικαιούνται να έχουν άποψη, με βάση αυτό το κριτήριο, επί παντός του επιστητού. Άρα κάθε άτομο μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει τη δικιά του πραγματικότητα. Η πραγματικότητα κατακερματίζεται, «επιτρέποντας στον καθένα να ζει τη ζωή του». Ο κόσμος παύει να έχει μια αποκλειστικά δική του ύπαρξη. Όμως και τα άτομα παύουν, παρά το τι πιστεύουν, να έχουν μια αποκλειστικά δική τους ύπαρξη. Κανένα πλάσμα δεν ζει αυθύπαρκτο. Οι περιστάσεις που καθορίζουν τη μοίρα τους βρίσκονται πολύ πέρα από τη σφαίρα των ικανοτήτων και της σκέψης του καθενός. Λοιπόν, τι καθορίζει, ποιος καθορίζει, πώς καθορίζεται αυτή η μοίρα; Υπάρχει οποιαδήποτε πραγματικότητα που να αντιστοιχεί στην απουσία κοινά αποδεκτού νοήματος αυτής της κατακερματισμένης ύπαρξης;
ΟΜΩΣ ΣΗΜΕΡΑ το επείγον είναι οι πολλαπλές, αλλά της ίδιας ιδεολογικής προέλευσης «υποσχέσεις σωτηρίας». Όσο πιο μεγάλο είναι το άγχος του ανθρώπου που αισθάνεται έρμαιο του κατακερματισμένου εαυτού του, τόσο περισσότερο επιθυμεί να βρει έναν οδηγό, έναν λυτρωτή, που θα τον βοηθήσει να συλλάβει, με τις πράξεις του, τα ακατανόητα συμβάντα της εποχής του. «Μεγάλος είναι ο φόβος του ανθρώπου που έχει επίγνωση της απομόνωσής του και προσπαθεί να ξεφύγει από τις μνήμες του: είναι ένας κατανικημένος και εξόριστος, ένα πλάσμα ριγμένο στον πιο βαθύ φόβο, στο φόβο αυτού που υφίσταται τη βία και διαπράττει τη βία. Ριγμένος στην πανίσχυρη απομόνωση, η φυγή του και η απόγνωσή του και η απάθειά του μπορεί να πάρουν τέτοιες διαστάσεις, ώστε αθέλητα σκέφτεται να κάνει κακό στον εαυτό του για να ξεφύγει από το γρανιτένιο νόμο των γεγονότων. Και μέσα στον φόβο που νιώθει μπρος στη φωνή της Κρίσεως που είναι έτοιμη να ξεσπάσει μέσα από το σκοτάδι, ξυπνάει με διπλή ένταση η νοσταλγία για τον Οδηγητή, που τρυφερός και πράος θα τον πάρει από το χέρι, αποκαθιστώντας την τάξη και δείχνοντάς του τον δρόμο, η νοσταλγία για τον Οδηγητή, που δεν ακολουθεί πια κανέναν και ο οποίος προπορεύεται στο άβατο μονοπάτι του κλειστού κύκλου και ανυψώνεται σε όλο και ανώτερα επίπεδα, ανυψώνεται φτάνοντας σε μια πιο φωτεινή προσέγγιση των ανθρώπων, αυτός που θα οικοδομήσει εκ νέου τον οίκο, έτσι ώστε οι νεκροί να ζωντανέψουν, αυτός που αναστήθηκε από το πλήθος των νεκρών και με τις πράξεις του θα δώσει νόημα στα ακατανόητα συμβάντα, έτσι ώστε ο χρόνος να αρχίσει να μετράει και πάλι. Αυτή είναι η νοσταλγία.» (Χέρμαν Μπρόχ, Οι Υπνοβάτες ΙΙΙ) Οι καιροί ου μενετοί!