Η κυβέρνηση επιλέγει να ανοίξει τα σχολεία με τον πιο φθηνό τρόπο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Προσπαθώντας ταυτόχρονα να «βγει κι από πάνω»: Πόλεμος της μάσκας και προσπάθεια να περιοριστεί σε αυτόν η δημόσια συζήτηση, να σχηματιστούν τα ανάλογα–βολικά- στρατόπεδα και οι πολώσεις, να εξοβελιστούν άλλες λύσεις πιο κοντά στα επιστημονικά δεδομένα (φυσική αποστασιοποίηση). Και ταυτόχρονα, με μια «προετοιμασία» που μάλλον παραπέμπει στο ότι «στην τελική υπάρχει και η τηλεκπαίδευση», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκπαιδευτική διαδικασία. Σπάσιμο των τμημάτων, λειτουργία πρωί-απόγευμα και ανάλογες προσλήψεις καθηγητών και λοιπού προσωπικού δεν υπάρχουν στην κυβερνητική ατζέντα.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΟΦΕΙΛΕ/ΟΦΕΙΛΕΙ να έχει σαφή πρωτόκολλα για τα βασικά ζητήματα που θα ανακύψουν κατά το άνοιγμα των σχολείων. Κι αν είναι αλήθεια ότι υπάρχουν ανοιχτά επιστημονικά θέματα σχετικά με τη διαχείριση της πανδημίας (ναι, δεν τα γνωρίζουμε όλα), αν είναι λάθος να ζητάμε απαντήσεις «στα πάντα και με κάθε λεπτομέρεια», εντούτοις το «βλέποντας και κάνοντας» και οι «αυτοσχεδιασμοί» δεν μπορούν να αποτελούν τη διαρκή και μοναδική απάντηση. Γιατί η έκτακτη περίοδος απαιτεί μια κεντρικότητα στον όποιο σχεδιασμό και είναι πρωτίστως οι μεγάλες αποφάσεις (π.χ. το καλοκαιρινό «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» στον τουρισμό) που θα γείρουν την πλάστιγγα έτσι ή αλλιώτικα.

ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ δεν μπορούν να φιλτράρονται, να πετσοκόβονται ή και να κατασκευάζονται ανάλογα με το τι έχει προαποφασίσει μια πολιτική εξουσία ότι θα «διαθέσει» για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Υπάρχει μπόλικη διεθνής εμπειρία από την περίοδο του Μαρτίου και μετά και πρέπει να υπάρξει μέριμνα στο να μοιραστεί και να συζητηθεί. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μειωθεί ο ανορθολογισμός, εκτός αν καταλήξουμε ότι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας είναι… για τον Καιάδα, άποψη πιο αντικοινωνική και αδιέξοδη ακόμα κι απ’ αυτή των λεγόμενων «ψεκασμένων». Γιατί για παράδειγμα υπάρχει μπόλικος ανορθολογισμός είτε στο «είναι αδιάφορο αν οι τάξεις έχουν 15 ή 25 παιδιά» ή ακόμα και στο «δεν υπάρχουν χρήματα για προσλήψεις προσωπικού».

Η κυβερνητική πλευρά επιδιώκει να αντιμετωπίσει την κρίση με το λιγότερο δυνατό κόστος, αλλά η απαραίτητη αντιμετώπιση από τους εκπαιδευτικούς δεν μπορεί να περιορίζεται στην καταγγελία της κυβερνητικής πολιτικής

ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ, δεδομένες και το πρόβλημα μπροστά μας. Και η εκπαιδευτική διαδικασία θα υποβαθμιστεί σε ένα βαθμό (η προ πανδημίας κατάσταση ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ προβληματική π.χ. σε θέματα εγκαταστάσεων, υποδομών κ.λπ.) και κρούσματα θα υπάρξουν.Αυτή η χρονιά δε θα είναι «κανονική». Το ερώτημα αφορά ακριβώς τον «βαθμό». Κι εδώ δεν υπάρχει διαφυγή ή επίλυση διά της παθητικής αναμονής κυβερνητικών μέτρων και οδηγιών. 

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ότι αρνείται «να σπάσει αυγά» (π.χ. γενναίες έκτακτες χρηματοδοτήσεις) και να πράξει το παραμικρό που να ξεπερνά τα «στοιχειώδη» και η περιβόητη ατομική ευθύνη (π.χ. υποχρεωτική μάσκα) τείνει να αντικαταστήσει τον κρατικό σχεδιασμό. Όμως το μπαλάκι που πετάει η κυβέρνηση στην κοινωνία, τους καθηγητές κ.ο.κ. δεν γίνεται εν προκειμένω να επιστραφεί. Δεν είναι δυνατή η αντιμετώπιση της πανδημίας, να βγούμε όρθιοι, χωρίς μια στάση ενεργητική, κοινωνική, υπεύθυνη. Παλεύοντας φόβους και φοβίες, χωρίς καταστροφολογία, με λογική, ευθύνη και προσφορά.

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΠΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΑΤΙΑ. Αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα δεν είναι στενά εκπαιδευτικό. Εκατομμύρια άνθρωποι και «σπίτια» εμπλέκονται στο άνοιγμα των σχολείων. Μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς, γιαγιάδες και παππούδες. Δεν είναι λοιπόν μόνο το «τι θα γίνει στο σχολείο αν παρουσιαστεί κρούσμα» αλλά και το «ποιος θα προσέχει το μικρό παιδί που θα πρέπει να μείνει σπίτι» και δεκάδες ακόμα τέτοια σημαντικά ζητήματα. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του κ. Γκίκα Μαγιορκίνη: «Αν μένουν στο ίδιο σπίτι, είναι εξαιρετικά δύσκολο, θα πρέπει να προσέχουν ο παππούς και η γιαγιά και οι γονείς να μην έρχονται σε πολλή επαφή με τα παιδιά».

ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ: Ούτε εμείς, ούτε οι μαθητές μας θα είμαστε ίδιοι. Σε πολλά επίπεδα. Είτε γιατί νέα βάρη έχουν φορτωθεί στις πλάτες όλων είτε γιατί δεν είναι εύκολο να είσαι αισιόδοξος. Σε τέτοιες λοιπόν τάξεις και τέτοια «γραφεία καθηγητών» θα ζούμε και χρειάζεται επίγνωση. Κι αν εδώ και χρόνια η εκπαιδευτική διαδικασία μετατοπίζεται από το «μάθε παιδί μου γράμματα» στην «απασχόληση στο σχολείο», η πανδημία θα το ενισχύσει –τόσο αυθορμήτως όσο και βάσει σχεδίου- ακόμα παραπάνω. Από το «άντε να βγει η χρονιά» και την αποδοχή του «εντάξει μωρέ, ποιος νοιάζεται τώρα για την εκπαίδευση» μέχρι τις δυσκολίες στο μάθημα ή και στα παιδιά από τη χρήση της μάσκας. Γιατί μπορεί να είναι και αναγκαία και ακίνδυνη, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν έχει κάποιο «κόστος», πιθανά εντονότερο στα πιο μικρά παιδιά που θα γνωρίσουν το σχολείο χωρίς χαμόγελα και βλέμματα. Και βέβαια, το πώς θα αξιοποιηθούν και θα παραμείνουν οι λύσεις τύπου «τηλεκπαίδευση» ή «τρίμηνες προσλήψεις αναπληρωτών». Κοινώς, θα είναι δύσκολο να παραμείνουμε/γίνουμε δάσκαλοι –δηλαδή σίγουρα δια ζώσης μάθημα– σε μια κατάσταση αρκετά χαοτική. 

ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΟΥΝ στα σοβαρά οι σύλλογοι διδασκόντων. Δεν είναι δηλαδή η ώρα του «ωχ πάλι σύλλογο έχουμε;», του «τι μας θέλει πάλι ο διευθυντής;» κ.ο.κ. Μόνο αυτή η δομή, αυτό το κύτταρο, μπορεί να προωθήσει και να στηρίξει την οργάνωση της σχολικής καθημερινότητας, με ό,τι ιδιαιτερότητες περιλαμβάνει αυτή σε κάθε περιοχή, βαθμίδα, σχολείο κ.λπ. Το συλλογικό πνεύμα, η εφευρετικότητα, η προσπάθεια να συνεννοηθούμε όλα τα διαφορετικά «μυαλά» και οι «ψυχολογίες». Όχι μόνο για να… διαχειριστούμε τη μιζέρια της κρατικής αδιαφορίας και απόσυρσης αλλά και για να διεκδικηθούν με αξιώσεις πράγματα από την κεντρική εξουσία και τους εμπλεκόμενους φορείς (π.χ. Δήμοι). Αντί να αναμένουμε ψηφίσματα, καταγγελίες κ.λπ. από ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, ας παλέψουμε, ας διαμαρτυρηθούμε, ας αντιδράσουμε σαν σχολική κοινότητα. Ας σκεφτούμε πόσο πιο δυνατό θα ήταν αν χιλιάδες σχολεία πανελλαδικά έβγαζαν αποφάσεις που περιέγραφαν την κατάσταση, ξεμπρόστιαζαν τους αρμόδιους, ζητούσαν ή και επέβαλλαν λύσεις κ.λπ.

Η ανησυχία να ξεπεράσει το εντελώς «προσωπικό» και «ατομικό», να ξεφύγει από το «να προστατευτώ ΕΓΩ, το παιδί ΜΟΥ κ.λπ.». Να παραμεριστεί δηλαδή ο ατομισμός στις διάφορες εκφράσεις του, είτε κραυγαλέες είτε συγκαλυμμένες

«ΚΑΘΕ ΚΑΡΥΔΙΑΣ ΚΑΡΥΔΙ». Έτσι είναι τα σχολεία μας και είναι απολύτως λογικό. Ο μαθητής που δε θα φοράει μάσκα, ο παρτάκιας συνάδελφος, ο γονιός εν εξάλλω, ο γκρινιάρης και μαζί αδιάφορος, η ανεξήγητη σιωπή και ο για ψύλλου πήδημα καυγάς κ.λπ. Υπάρχει εδώ ένα μεγάλο στοίχημα. Αν η ανησυχία ξεπεράσει το εντελώς «προσωπικό» και «ατομικό», αν ξεφύγει από το «να προστατευτώ ΕΓΩ, το παιδί ΜΟΥ κ.λπ.» και αποκτήσει μια πιο ευρεία έκφραση. Να παραμεριστεί δηλαδή ο ατομισμός στις διάφορες εκφράσεις του, είτε κραυγαλέες είτε συγκαλυμμένες. Δεν πρόκειται μόνο για το ότι αυτό αποτελεί προϋπόθεση για κάθε επιτυχή αντιμετώπιση του ιού αλλά αποτελεί και μια μεγάλη παρακαταθήκη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα βασικό μάθημα. Από τον ιδιότυπο αυταρχισμό του τύπου «κάνω ό,τι γουστάρω» να περνούσαμε σε μια συλλογική ευθύνη και πειθαρχία. Το έδαφος υπάρχει και η προηγούμενη περίοδος το έδειξε.

ΣΕ ΧΩΡΟΥΣ ΟΠΩΣ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ η πειθώ και το παράδειγμα θα παίξουν βασικό ρόλο. Όποιος διδάσκει γνωρίζει ότι τα παιδιά μπορούν να παρακινηθούν για μια στάση (εκτός αν αυτό «δε γίνεται» πράγμα που σημαίνει την αυτοκατάργησή μας ως δασκάλων). Όπως και το ότι ανάμεσα στους λίγους «περίεργους» γονείς υπάρχουν πολλοί «λογικοί». Η αντιπαράθεση γονιών-εκπαιδευτικών, όπου οι πρώτοι κατηγορούν σε κάθε ευκαιρία τους δεύτερους (τεμπέληδες, κακοί, ανίκανοι κ.λπ.) και οι δεύτεροι υποτιμούν τους πρώτους δε βοηθά. Χρειάζεται να απλωθούν χέρια συνεννόησης και αλληλοϋποστήριξης. Η υγεία και η μόρφωση των παιδιών αλλά και η ψυχική διάθεση εκπαιδευτικών και γονιών για να τα βγάλουν πέρα είναι ένας κοινός αγώνας.

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΝΕΥΜΑ αντιμετώπισης των πραγμάτων, κατά κυριολεξία συλλογικό, πραγματικά αγωνιστικό. Η συνηθισμένη ατάκα «είμαστε ακάλυπτοι, θα βρεθούμε δεμένοι αν…» συνήθως συντηρεί την ευθυνοφοβία, ενώ κάτι κάκιστα συντεχνιακό υπάρχει στο «θα γίνουμε σάκος του μποξ» που αναφέρθηκε όσο αφορά τις καταγγελίες ορισμένων γονιών απέναντι σε διευθυντές. Περισσότερο από μια συνδικαλιστική και φανταστική «αντεπίθεση εφ’ όλης της ύλης» (βάλε και λίγο «αξιολόγηση» στο πλαίσιο, «να μονιμοποιηθούν τώρα όλοι οι αναπληρωτές» κ.λπ.) η υπεράσπιση της Παιδείας και της Υγείας θα περάσει από ένα τέτοιο αεράκι και ρεύμα.

Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ κατά τη διάρκεια αυτής απαιτούν από όλους τους εμπλεκόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία ωριμότητα και ανάληψη ευθυνών. Όσο και αν είναι πασιφανές ότι η κυβερνητική πλευρά επιδιώκει να αντιμετωπίσει την κρίση με το λιγότερο δυνατό κόστος, η απαραίτητη αντιμετώπιση από τους εκπαιδευτικούς δεν μπορεί να περιορίζεται στην καταγγελία της κυβερνητικής πολιτικής. Η επιβίωση των δημόσιων σχολείων αφορά τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς –δηλαδή την κοινωνία. Εάν η γενιά που βρίσκεται σήμερα στα σχολεία θα προσθέσει στις αποσκευές της –εκτός από την επικινδυνότητα του ιού και την αγωνία για το μέλλον– και 1-2 χαμένα σχολικά χρόνια, δεν απασχολεί καθόλου την κυβερνητική εξουσία. Άλλωστε οι γόνοι των ελίτ θα βρουν τρόπους να αναπληρώσουν το όποιο κόστος. Αυτούς όμως που θα έπρεπε να απασχολεί πρωτίστως είναι εκείνοι που ζουν μέσα στα σχολεία και που πιστεύουν βαθιά ότι το ελληνικό δημόσιο σχολείο έχει κατακτηθεί μέσα από αγώνες και δεν πρέπει να αποσαθρωθεί από τον φόβο ή την διάλυση. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κρίση του κορωνοϊού εντείνει τις ταξικές και μορφωτικές διαφορές. Με αυτήν την επίγνωση, η χρονιά που αρχίζει δεν είναι συνηθισμένη, αλλά μπορεί να σημαδέψει τον ιστορικό χρόνο.

* Ο Τάσος Βαρούνης είναι εκπαιδευτικός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!