Του Μάριου Διονέλλη. Κάποτε θα θύμωνα που δε μ’ αφήνουν να κάνω τη δουλειά μου.
Κάποτε θα προσπαθούσα να εξηγήσω πως δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Μέχρι πρότινος έβαζα μπροστά την επαγγελματική μου αξιοπρέπεια για να συνομιλήσω μαζί τους και να πείσω πως δεν έχω τις ίδιες προθέσεις. Μα δεν έχω την όρεξη να το κάνω πια. Κάποτε θα έσκαγα από στενοχώρια. Τώρα απλώς σκάω.
Η «απαγόρευση» της παρουσίας των τηλεοπτικών συνεργείων στις αντιφασιστικές συγκεντρώσεις, το αρνητικό κλίμα εναντίον όλων ημών, των ανθρώπων του Τύπου, η εκδίωξη των καμερών από την κηδεία του Φύσσα, για πρώτη φορά νομίζω πως με βρίσκουν σύμφωνο. Και ας είμαι από την άλλη πλευρά (επαγγελματικά).
Ίσως να είναι και ό,τι πιο αισιόδοξο έχουν να δείξουν οι τελευταίες ημέρες. Ίσως να είναι κι ένα σημάδι ότι η μαύρη προπαγάνδα δεν περνάει πια.
Γιατί φούντωσε πια το κακό και τα πράγματα όντως «σοβάρεψαν», τόσο που είναι έτοιμα να κυβερνήσουν.
Θα δηλώνω με κάθε ευκαιρία πως δεν είμαστε όλοι ίδιοι, ακόμα και αν παίρνουμε το μεροκάματό μας από το πιο αντιδραστικό Μέσο. Θα λέω πάντα δείτε τη δική μου δουλειά και αυτή να κρίνετε. Μα ξέρω πως ένας ή μερικοί κούκοι δε θα φέρουν καμία άνοιξη μέσα στη βαρυχειμωνιά της προπαγάνδας. Και έπεσε βαρύς ο χειμώνας ετούτος. Τόσο που να κάνει ίδια την Αριστερά με τους φασίστες, τόσο που να κάνει «πρώην αριστερό» το φονιά, τόσο που να μετράνε το ίδιο οι σπασμένες βιτρίνες με τις μαχαιριές στην καρδιά.
Στη συγκέντρωση, μας είπαν να πάρουμε τις κάμερες και να φύγουμε και αυτή τη φορά νομίζω πως είχαν δίκιο. Μας διώξανε από την κηδεία του παιδιού και είχαν δίκιο. Είναι η μόνη τους άμυνα σε ένα παιχνίδι που παίζεται όλο και πιο σκληρό εις βάρος τους. Και στο οποίο θα μείνει τελικά ο καθένας μας μόνος, παρέα με την αξιοπρέπειά του. Για όσο αντέξουμε. Ή μέχρι να φτιάξουμε τα δικά μας, πιο δίκαια Μέσα.