Το Σαββατοκύριακο 29 και 30 Απριλίου, στη Γεωπονική σχολή στην Αθήνα, θα πραγματοποιηθεί το 4ο συνέδριο της ΚΟΕ. Το συνεδριακό διήμερο αποτελεί κατάληξη μιας διαδικασίας διαλόγου, πολιτικοποίησης και κοινού προσανατολισμού, που περιέλαβε τα μέλη και τους φίλους της ΚΟΕ. Στόχος, να προσεγγιστούν οι όροι μιας νέας εισόδου της ΚΟΕ στην πολιτική, μέσα από τον απολογισμό της 20ετούς προσπάθειας της συλλογικότητας, την από κοινού κατανόησης της νέας φάσης στην οποία έχουμε ήδη μπει (μετά την πανδημία, τον πόλεμο και τη διαρκή κρίση) και την κατάκτηση μιας ενιαίας οπτικής και στάσης για τις κρίσιμες προκλήσεις του επόμενου διαστήματος.
Η ίδια η διαδικασία αποτελεί ένα ανοιχτό κάλεσμα σε ανθρώπους που παρακολουθούν την προσπάθεια μας, να συμβάλουν στην ανάγκη αντίστασης και νέα συνείδησης, ώστε να ξεπεραστεί το μπλοκάρισμα κάθε προσπάθειας διεξόδου στη χώρα μας. Θέλουμε η συνεδριακή διαδικασία να αποτελέσει χώρο συνάντησης προβληματισμών και για τον λόγο αυτό προσκαλούμε τους φίλους της προσπάθειας μας, στην έναρξη των εργασιών του 4ου συνεδρίου, το Σάββατο 29 Απριλίου, στις 11 π.μ., στο αμφιθέατρο Σίδερη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθήνας (Ιερά Οδός).
Σε τι κίνημα προσδοκούμε, για ποιο κίνημα παλεύουμε
Αναδημοσιεύουμε παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα των κειμένων που συνόδευαν τις εσωτερικές διαδικασίες διαλόγου και συγκεκριμένα τον τρίτο και τελευταίο κύκλο με θέμα «οι κατευθύνσεις μας».
«Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην εμπιστοσύνη στην πολιτική, εμπιστοσύνη στην πολιτική μας, που διαμέσου θέσεων – εκτιμήσεων μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή συνειδήσεων και συσχετισμών. Χωρίς την Πολιτική, τους στόχους, τις αιχμές, τις θεσμίσεις, τα εγχειρήματα, τα κινήματα κ.λπ., δεν μπορούν να αλλάξουν οι συσχετισμοί και οι συνειδήσεις. Ο κόσμος βρίσκεται σε πολιτική αναζήτηση, συζητά, ενδιαφέρεται, έχει μια γνώμη, είναι δυσαρεστημένος και πολλές φορές οργισμένος». (…)
Η επανάσταση, η αλλαγή, η μετάβαση κλπ δεν είναι σκέτα υπόθεση των μαζών και μόνο. Είναι βασικά υπόθεση του τραβήγματος των μαζών στην γενική πολιτική διαδικασία και στον αγώνα, αλλά πάντα υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ηγεσίας – θεωρίας, πνευματικότητας.
Επιδιώκουμε ένα κίνημα με εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα
Στη χώρα μας είναι κεντρική η διαπλοκή του εθνικού με το κοινωνικό στοιχείο. Η σύνδεση της μοίρας της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας που δεν χωρά στον υπαρκτό συσχετισμό και περιθωριοποιείτε διαρκώς, διαπλέκεται διαρκώς με την ίδια την πορεία και τη βιωσιμότητα της χώρας.
Μέχρι σήμερα υπάρχει αδυναμία να παντρευτούν αυτά τα δύο στοιχεία (περιεχόμενα) σε ένα ενιαίο κίνημα. Η μεν Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της (όταν δεν είναι συστημική εντελώς) ρέπει προς τον «ταξικισμό» και τον «δικαιωματισμό», αδιαφορώντας για το εθνικό στοιχείο με κραυγαλέο τρόπο. Ο δε πατριωτικός χώρος αδιαφορεί για το κοινωνικό ζήτημα και ρέπει προς τον εθνικισμό. Υπάρχει βέβαια η κατ’ επίφαση ενότητά τους, αλλά αυτή δεν απαντά στο πρόβλημα.
Εμείς αγωνιζόμαστε για ένα κοινωνικό-πολιτικό κίνημα με τις δύο αυτές διαστάσεις, διαρκώς συνδεδεμένες. Έχουμε συνείδηση ότι ένα τέτοιο κίνημα δεν υπάρχει. Είναι προς διαμόρφωση και σε αναζήτηση ακόμα και των προϋποθέσεών του.
Παλεύουμε για ένα πολιτικό κίνημα
Αγωνιζόμαστε για ένα στην ουσία του πολιτικό κίνημα που θα θέτει το ζήτημα της Διεξόδου της χώρας, για μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική αλλαγή. Ενδιαφερόμαστε, δηλαδή, το κοινωνικό να αναχθεί στην πολιτική του διάσταση, σε νέες βάσεις και κόντρα στο πολιτικό σύστημα και το μνημονιακό καθεστώς, βάζοντας στο επίκεντρο την ανάγκη μιας νέας συγκρότησης συνολικά της πολιτείας, για μια Ελλάδα ουδέτερη και ενεργή.
Όλα τα παραπάνω, έχοντας βαθιά επίγνωση των δυσκολιών και της πολυπλοκότητας της περιόδου:
α) Υπάρχει μια διαρκής αποαριστεροποίηση, με την έννοια ότι μεγάλοι κορμοί της αριστεράς έχουν προσχωρήσει στην παγκοσμιοποίηση και το σύστημα. Πρόκειται για τεράστια μετατόπιση που πήρε πολύ πιο ποιοτικά χαρακτηριστικά μέσα στο μνημονιακό και πανδημικό καθεστώς.
β) Βρισκόμαστε σε μια πιο ρευστή εποχή και ο κόσμος (οι μάζες) είναι πιο χύμα, δεν εκφράζονται από το πολιτικό σύστημα, δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο ρεύμα, δεν είναι καν οπαδοί ενός ρεύματος ή μιας μεγάλης παράταξης.
γ) Βρισκόμαστε σε κατάσταση οι πολιτικές προσδοκίες να είναι εκ του μηδενός.
δ) Δεν υπάρχουν πολιτικά υποκείμενα, ακόμα και σε μεγάλα ξεσπάσματα λείπουν τα πολιτικά υποκείμενα.
ε) Επομένως κάνουμε λόγο για Εγχειρήματα – δοκιμασίες αντίστασης και νέας συνείδησης που πρέπει να έχουν αντι-αστικά, αντικαπιταλιστικά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά και πάντως που να εναντιώνονται στην πορεία των πραγμάτων.
στ) Είναι αναγκαίος στις συνθήκες αυτές ο αντισεχταρισμός.
Τέλος, επαναλαμβάνουμε πως βρισκόμαστε σε μια φάση «προ», πριν, κι όχι αφού κάτι αξιόλογο υπάρχει και δραστηριοποιείται. Άρα είναι στιγμή που πρέπει να ενταθούν οι γενικές ζυμώσεις και διερευνήσεις. Υπό αυτή την έννοια πρέπει να είμαστε ανοικτοί σε κινήματα και εγχειρήματα που ενδεχομένως εμφανιστούν, ακόμα και σε εγχειρήματα με εν δυνάμει ενδιαφέρον, ενώ χρειάζεται να βρούμε τρόπους να μπούμε και οι ίδιοι σε προ-διαδικασίες που πιθανά να δώσουν ζωή σε ενδιαφέροντα εγχειρήματα. Σε κάθε περίπτωση είναι περίοδος πολιτικής ενεργοποίησης, και μιας νέας εισόδου στην πολιτική, με εφόδια την κατακτημένη πείρα, τις θέσεις και τις οπτικές για τα κεντρικά ζητήματα, την ειλικρίνεια και την ανιδιοτελή σχέση με ανθρώπους και προσπάθειες που αναζητούν δρόμους αντίστασης και διεξόδου.»