Tου Κωνσταντίνου Πουλή

 

Στις 13 Ιανουαρίου δημοσιεύεται μια γελοιογραφία στο περίφημο Σαρλί Εμπντό, όπου εμφανίζεται γουρουνόμορφος ο μικρός Αϊλάν και γράφεται:

-Τι θα γινόταν ο μικρός Αϊλάν αν είχε μεγαλώσει;

-Θα χούφτωνε γυναίκες στη Γερμανία.

hebdo aylan

Έστω και με μπόλικη καθυστέρηση, θα ήθελα να εκθέσω μερικές σκέψεις για το θέμα. Υπάρχουν δύο λόγοι για να υπερασπιστεί κανείς τη γελοιογραφία του Σαρλί Εμπντό με τον Αϊλάν. Ο πρώτος είναι η αναφορά στην πρόθεση του δημιουργού: «Μπορεί να εμφανίζονται γουρουνόμορφοι μετανάστες να κυνηγάνε λευκές γυναίκες και να σκυλεύεται η μνήμη ενός παιδιού που πνίγηκε, αλλά αυτό λέγεται για να διαφωνήσουμε, όχι για να συμφωνήσουμε».

Εμφανίζω δηλαδή, π.χ., την ιστορία ενός μικρού πρόσφυγα που σώζεται από ναυάγιο στα χέρια ενός ηρωικού εθελοντή και μετά γίνεται βιαστής. Όσοι ακροδεξιοί και αν ταυτιστούν με αυτή την ανάγνωση, ο υπερασπιστής θα πει, μα πρόκειται για το Σαρλί Εμπντό, δεν το λέει ο Κασιδιάρης. (Παρεμπιπτόντως, ο Κασιδιάρης είναι μυθιστοριογράφος, όπως ο Μιχαλολιάκος είναι ποιητής, συνεπώς το ενδεχόμενο να μας προσφέρουν τέτοιες απολαύσεις είναι πραγματικό.) Θα μας πει, λοιπόν, ο υπερασπιστής για τον Καμπί, σκιτσογράφο αναρχοαριστερής εφημερίδας ενός αιώνα, για τον Ντιλέμ, που έλεγε ότι είχε δεχτεί απειλές για τη ζωή του, το 1994, κι όμως οι σκιτσογράφοι του Σαρλί Εμπντό τον έπεισαν να συνεχίσει, και όλα αυτά καταλήγουν στο ότι συνεπώς αυτό το σκίτσο πρέπει να διαβαστεί αντιρατσιστικά.

Το πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι ότι ούτε το αριστερό παρελθόν ούτε η αριστερή/αναρχική στράτευση δεν απαλλάσσει οποιονδήποτε αναγκαστικά από το φλερτ με απωθητικές ιδέες. Ιδίως στα ζητήματα που σχετίζονται με τον εθνικισμό, η αριστερά δεν είναι αθώα, οπότε έστω κατ’ αρχήν, ας πούμε ότι η αναφορά στην πρόθεση (μα δεν το γράφει ο Κασιδιάρης, αλλά ο…) δεν αρκεί. Εξάλλου, η πρόθεση δεν φοριέται καπέλο στα έργα, είναι και αυτή κείμενο προς ερμηνεία, δεν λύνει αυτομάτως όλα τα ερμηνευτικά προβλήματα.

* * * *

Περνώ στη δεύτερη γραμμή άμυνας, τη λατρεία της πρόκλησης, που θεωρείται χαρακτηριστική γενικώς της τέχνης: «Ρέμπραντ, Ματίς, Αμπράμοβιτς, Ντισάμπ, […] η ιστορία της τέχνης είναι μια ιστορία προκλήσεων, συγκρούσεων, ανατροπών», έγραψε ο Α. Οικονομίδης στο Είμαστε πράγματι Charlie; («Όλα μπορούν να λεχθούν» ή υπάρχουν «εκείνα που δεν λέγονται»; Βιβλιόραμα, 2015). Αυτή η άποψη είναι τόσο κοινή πια, που θεωρείται αφετηρία της συζήτησης. Ο καλλιτέχνης πρέπει να προκαλεί. Οι αναγνώστες είναι πλαδαροί και ψωροευαίσθητοι, χρειάζονται λίγο ταρακούνημα για να συνέλθουν και λίγη συγκατάβαση για να καταλάβουν αυτά που δεν καταλαβαίνουν με την πρώτη. Σε αυτή την άποψη θα ήθελα να σταθώ περισσότερο.

(Σε αντίθεση με το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου, ας μου επιτραπεί να πω, για το οποίο μπορώ χωρίς κανέναν δισταγμό να συμφωνήσω με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη: όποιος συζητά σε αυτή τη βάση, θέτει εύκολους στόχους. Κανείς δεν πρέπει να φυλακίζεται ή, αλίμονο, να δολοφονείται για τα σκίτσα του ή τις απόψεις του. Όταν προκήρυσσε η ιρανική ένωση σκιτσογράφων διαγωνισμό σκίτσων με θέμα το Άουσβιτς, αντιδρούσε προκλητικά θίγοντας τις ευαισθησίες της άλλης πλευράς, αυτά που δεν σηκώνουν πλάκα. Ξαναλέω ότι η άποψή μου είναι πως δεν πρέπει να απαγορεύεται καμία γνώμη, συμπεριλαμβανομένων των ναζιστικών, και ότι συζητούμε κρίνοντας έργα, όχι σχεδιάζοντας απαγορεύσεις και τιμωρίες).

Η δεύτερη αυτή προσέγγιση εξήγησε πως η αναφορά στον «ρατσιστικό εμετό» συνιστά επιφανειακή ανάγνωση, διότι το σκίτσο είναι ειρωνικό, αποκαλύπτει την υποκρισία και ιδίως σοκάρει δημιουργικά, διότι μας υποχρεώνει να έρθουμε αντιμέτωποι με την υποκρισία μας. Πρόκειται για την περίφημη επιθυμία του καλλιτέχνη να δώσει ένα «χαστούκι στο γούστο του κοινού». Η εξύμνηση της πρόκλησης, όμως, με τόση και τέτοια λατρεία προς τον αιρετικό καλλιτέχνη, τόση και τέτοια υποτίμηση του αφελούς αναγνώστη, δεν είναι η μόνη οδός για την τέχνη και δεν είναι και πολύ θελκτική για μένα.

Τη θέση όσων εξηγούν ότι θα πρέπει να εξακολουθήσουμε να κρίνουμε τους μουσουλμάνους, ότι το αίτημα της ελευθερίας είναι δυνάμει καθολικό και δεν θα πρέπει να υποχωρεί ενώπιον του σεβασμού της διαφορετικότητας, την καταλαβαίνω (Βλ. σχετικά Για τις επιθέσεις στο Charlie Hebdo, ένα σχόλιο για το ιστορικό τέλος της Αριστεράς ως χειραφετητικού κινήματος. Μπροσούρα #1, Μάρτιος 2015), αν και φαίνεται πως η σάτιρα είναι ένα εργαλείο κάπως ωμό για τέτοιες λεπτές επεμβάσεις.

* * * *

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου κανείς μπορεί να προσβάλει αυτούς που υπερασπίζεται; Συνέβη με τον Τουργκένιεφ, όταν έγραψε το Πατέρες και γιοι, και έλεγε μετά ότι του έκοβαν την «καλημέρα» οι φίλοι του και τον συνέχαιραν άνθρωποι που μισούσε. Δέχομαι ότι αυτό είναι καλλιτεχνικό πλεονέκτημα, αν προκύπτει από τη βαθιά γνώση και αποτύπωση του εχθρικού προσώπου. Όπως όταν ο Πλάτωνας παρουσιάζει τους σοφιστές αρκετά ενδιαφέροντες ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον του Νίτσε, παρ’ ότι γράφει για να τους συντρίψει.

Αυτό που με προβληματίζει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πως το φλερτ με την αντίπερα όχθη δεν γίνεται από ανθρωπογνωστικό μεράκι. Νομίζω ότι εδώ πρωτεύει η επιθυμία της πρόκλησης, γι’ αυτό και η συζήτηση τόσο γρήγορα στρέφεται πάντα στα περίφημα όρια της σάτιρας. Για κάποιον λόγο πολλοί άνθρωποι θεωρούν προτέρημα της τέχνης να δίνει γροθιά στο στομάχι. Δεν μπορώ να πω ότι το καταλαβαίνω, πολύ περισσότερο ότι το συμμερίζομαι. Η πρόκληση μου φαίνεται πολύ φτηνή μορφή προσέλκυσης του κοινού. Όταν μάλιστα αφορά και τόσο φορτισμένα θέματα, ακόμη χειρότερα. Το σκίτσο είναι πυροτέχνημα. Ξέρει ότι προκαλεί και ευχαριστιέται να προκαλεί. Αυτό δεν μου φαίνεται καθόλου «γροθιά στο στομάχι» όπως καλούνται ευφημιστικά τα ενοχλητικά έργα. Μου φαίνεται στάση εφηβική. Βεβαίως και υπάρχουν όρια στη σάτιρα, όπως σε οποιαδήποτε ανθρώπινη εκδήλωση. Χονδρικά, θα λέγαμε, ότι βρίσκονται εκεί όπου η σεμνοτυφία στηλιτεύεται αλλά τελικά αντικαθίσταται από την αναίδεια.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!