Ο αποκλεισμός της Βηρυτού το 1982 και μια πλευρά της διαχρονικής ισραηλινής στρατηγικής

Της Τίνας Στρίκου

 

Η τελευταία ισραηλινή επίθεση στη Γάζα παρουσιάστηκε ως μια αναγκαία αντιμετώπιση των ρουκετών της Χαμάς και αφορμή ήταν υποτίθεται μια απαγωγή. Όπως γράφει ο Ισραηλινός ιστορικός Ίλαν Πάπε, «Η ισραηλινή στρατηγική να παρουσιάζει τις βίαιες πολιτικές της ως ad hoc απαντήσεις σε αυτή ή την άλλη παλαιστινιακή ενέργεια είναι τόσο παλιά όσο η σιωνιστική παρουσία στην Παλαιστίνη».

Πριν από λίγες εβδομάδες ήταν η επέτειος της σφαγής της Σάμπρα και Σατίλα (16-17 Σεπτεμβρίου). Με αφορμή αυτή την επέτειο, αλλά και τις συνεχιζόμενες τραγωδίες της Μέσης Ανατολής, θυμόμαστε τα γεγονότα που οδήγησαν στη Σάμπρα και Σατίλα, δηλαδή την ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο το 1982, με βάση πηγές και άρθρα της εποχής, αλλά και νεότερες έρευνες. Τα γεγονότα αυτά μιλούν για τη μακροχρόνια ισραηλινή στρατηγική, αλλά και την επιφυλακτική αλλά κρίσιμη ενθάρρυνση από τις ΗΠΑ.

Η ισραηλινή εισβολή του Ιουνίου του 1982 στον Λίβανο παρουσιάστηκε ως μια προσπάθεια να ανακοπεί η εκτόξευση ρουκετών στο βόρειο Ισραήλ από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Θα ήταν μια «βόλτα δύο εβδομάδων», έλεγε ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Αριέλ Σαρόν και προσέθετε ότι βασικά μόνο λίγες ώρες χρειάζονταν για να επιτευχθούν οι στόχοι. Ο πρωθυπουργός, Μεναχέμ Μπέγκιν, διαβεβαίωνε το ισραηλινό Κοινοβούλιο, την Κνέσετ, ότι η εισβολή «θα χρειαστεί 48 ώρες, θα περιοριστεί σε σαράντα χιλιόμετρα και θα φέρει ειρήνη στο Ισραήλ για τα επόμενα σαράντα χρόνια». Τρεις μήνες μετά την εισβολή, η ΟΑΠ εκκενώθηκε από την κατεστραμμένη Βηρυτό και το Ισραήλ συνέχιζε να κατέχει το Νότιο Λίβανο (μέχρι το 2000).

 

Το ιστορικό πλαίσιο, ο Σαρόν και οι ΗΠΑ

Το 1982 ήταν χρονικά εκλογών στον Λίβανο σε συνθήκες εκεχειρίας του εμφυλίου πολέμου. Ως αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας του Ισραηλινού πρέσβη στο Λονδίνο, στις 3 Ιουνίου, το Ισραήλ βομβάρδισε το νότιο Λίβανο για πολλοστή φορά, αλλά και τη Βηρυτό. Τελικά, η δολοφονία είχε διαπραχθεί από την ομάδα του Αμπού Νιντάλ η οποία αντιμάχονταν την ΟΑΠ. Ενώ η ΟΑΠ τηρούσε την εκεχειρία με το Ισραήλ που είχε συναφθεί το 1981, αυτή τη φορά χτύπησε το βόρειο Ισραήλ. Αμέσως μετά, η ισραηλινή κυβέρνηση ενέκρινε την επιχείρηση «Ειρήνη στη Γαλιλαία» με διακηρυγμένη πρόθεση να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας 40 χιλιομέτρων και να επιτύχει συμφωνία ειρήνης με τον Λίβανο. Όμως, στις 7 Ιουνίου του 1982, «πριν το υπουργικό συμβούλιο καν συναντηθεί, επίλεκτες ισραηλινές μονάδες προσγειώνονταν πολύ βορειότερα από την προσδιορισμένη γραμμή των 40 χιλιομέτρων» (Kimmrerling 2003).

Λίγο καιρό πριν, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Σαρόν στις ΗΠΑ (άνοιξη του 1982) ο απεσταλμένος των ΗΠΑ για τον Λίβανο, Φίλιπ Χαμπίμπ, απέρριψε την επιμονή του Σαρόν ότι μια επίθεση στο εξωτερικό θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόφαση για επίθεση. Δεν απέρριψε την ιδέα της εισβολής, όμως χρειαζόταν μια πρόφαση (Boykin 2002). Σύμφωνα με τον στρατιωτικό αναλυτή της εφημερίδας Χάαρετζ, Ze’ev Schiff, οι ΗΠΑ γνώριζαν τα ισραηλινά σχέδια και ενδιαφέρονταν για μια εισβολή που θα αποδυνάμωνε αποφασιστικά την ΟΑΠ. Γιατί, σε συνδυασμό με μια φιλική κυβέρνηση στο Λίβανο θα άνοιγε ο δρόμος για επέκταση μιας συμφωνίας τύπου Καμπ Ντέιβιντ (ειρηνευτική συμφωνία με την Αίγυπτο) στην περιοχή.

Ο Αριέλ Σαρόν απειλούσε να παραιτηθεί από υπουργός Άμυνας, διαλύοντας τον εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό αν δεν προχωρούσε σε αυτό τον πόλεμο (Boykin 2002). Το «μεγάλο σχέδιο» του πολέμου στον Λίβανο παρουσιάστηκε ως «μικρό σχέδιο» της προστασίας των βόρειων συνόρων του Ισραήλ. Αρκετοί Ισραηλινοί συγγραφείς μιλούν για παραπλάνηση από τη μεριά του Σαρόν· ωστόσο, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέγκιν ταυτιζόταν με το συνολικό σχέδιο. Αντίστοιχα οι περισσότεροι Ισραηλινοί αναλυτές θεωρούσαν το «μεγάλο σχέδιο» απαραίτητο ακόμα και αν απαιτούσε έναν αιματηρό, παρατεταμένο, καταστροφικό, πολυέξοδο πόλεμο (Feldman 1984), (Yavin, Lieber 1983).

 

Γιατί όλα αυτά;

Η ΟΑΠ με σκληρή προσπάθεια είχε δημιουργήσει στον Λίβανο πολύ αξιόλογη οικονομική και πολιτιστική παρουσία και δημοκρατική διοίκηση των αστικών υποθέσεων (Abu-Lughod 1983). Αυτή η πραγμάτωση της παλαιστινιακής ταυτότητας, διατηρώντας την ίδια στιγμή το στόχο της επιστροφής στην πατρίδα έδινε έμπνευση, ελπίδα και αυτοπεποίθηση για τις εθνικές προσδοκίες στους Παλαιστίνιους που ζούσαν στα κατεχόμενα και ως πρόσφυγες σε άλλες χώρες.

Ο ισραηλινός στόχος ήταν, κυρίως, η εξαφάνιση της ΟΑΠ ως πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης. Με αυτό τον τρόπο θα έπαυε να αποτελεί απειλή για το Ισραήλ, αλλά και για μια φιλο-ισραηλινή αυτόνομη παλαιστινιακή διοίκηση στα Κατεχόμενα (Petran 1987). Κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε τον μόνιμο ισραηλινό έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών. Σύμφωνα με τον Lamb (1984) σε επόμενη φάση οι Παλαιστίνιοι θα εξορίζονταν και παλαιστινιακό κράτος θα δημιουργούνταν στην Ιορδανία.
Όπως έγραφε εκείνες τις μέρες (20 Ιουνίου) ο Edward Said στους Los Angeles Times, ο δεύτερος στόχος της επίθεσης ήταν η μετατροπή του Λιβάνου σε μια χώρα με πρωτοκαθεδρία των Χριστιανών Μαρονιτών Φαλαγγιτών και στη συνέχεια η υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας με τη νέα κυβέρνηση που θα κανονικοποιούσε, θα εξομάλυνε δηλαδή, τις σχέσεις με το Ισραήλ. O Χένρι Κίσινγκερ τις ίδιες μέρες (16 Ιουνίου) επιβεβαίωνε με άρθρο στην Washington Post ότι «ο πόλεμος στον Λίβανο ανοίγει τεράστιες ευκαιρίες για δυναμική αμερικάνικη διπλωματία σε όλη τη Μέση Ανατολή».

 

Προς τη Βηρυτό

Οι Ισραηλινοί συνάντησαν μεγάλη αντίσταση στην επέλαση προς τη Βηρυτό. Με τεράστια αυτοθυσία οι μαχητές και ο λαός κατάφεραν να καθυστερήσουν τον στρατό προς τη Βηρυτό πολύ περισσότερο από ό,τι υπολόγιζαν οι Ισραηλινοί. Μόνο με εντατικούς βομβαρδισμούς έγινε δυνατή η επέλαση του στρατού, έγραφε ο Schiff στη Χάαρετζ. Και ενώ υπήρχε διεθνής κατακραυγή και διαδηλώσεις ενάντια στην πολύνεκρη επέλαση, το Ισραήλ βασισμένο στο πράσινο φως από τις ΗΠΑ και τα αραβικά καθεστώτα υπέγραφε εκεχειρίες που δεν τηρούσε. Την ημέρα της δεύτερης εκεχειρίας ο Αραφάτ με τέλεξ στον ΟΗΕ έγραφε: «Σας ζητήσαμε από χτες να κινήσετε επιθεωρητές εκεχειρίας, αλλά φαίνεται ότι η καθυστέρηση είναι ηθελημένη για να δοθεί στο Ισραήλ η ευκαιρία να ολοκληρώσει το έργο του».

Οι ισραηλινές δυνάμεις συνάντησαν τους Φαλαγγίτες συμμάχους τους έξω από τη Βυρηττό μετά από μια εβδομάδα σκληρής μάχης. Σύμφωνα με το σχέδιο του Σαρόν και τη συμφωνία του με τον Μπασίρ Τζουμέιλ, τον επικεφαλής της Φάλαγγας και υποψήφιο πρόεδρο του Λιβάνου, όταν ο ισραηλινός στρατός θα έφτανε στη Βυρηττό οι στρατιωτικές μονάδες των Φαλαγγιτών θα έμπαιναν στη Δυτική Βυρηττό, όπου βρίσκονταν οι προσφυγικοί καταυλισμοί. Η δουλειά τους ήταν, σκοτώνοντας Παλαιστίνιους να αναγκάσουν την ΟΑΠ να φύγει ντροπιασμένη. Αν και συμμεριζόταν αυτή την επιδίωξη, ο Μπασίρ αρνήθηκε να το κάνει και δήλωσε ότι ήθελε να γίνει πρόεδρος όλων των Λιβανέζων (Randal 1983).

Καθώς ο Μπασίρ αρνήθηκε να εκπληρώσει αυτό το καθήκον, ο αποκλεισμός της Βυρηττού θεωρήθηκε μια πιο χρονοβόρα αλλά απαραίτητη εναλλακτική για να αποφευχθεί η εισβολή στη Δυτική Βηρυτό. Ο αποκλεισμός ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου όταν ισραηλινά πλοία απέτρεψαν την άφιξη εκατοντάδων τόνων ιατρικών προμηθειών του Ερυθρού Σταυρού για τη Δυτική Βηρυτό. Στη συνέχεια όλες οι προμήθειες αποκλείστηκαν και το νερό και το ηλεκτρικό στη Δυτική Βηρυτό κόπηκε στις 4 Ιουλίου. Η Tabitha Petran αναφέρει ότι οι ΗΠΑ προτιμούσαν μια όχι πλήρη εξάλειψη της ΟΑΠ και επεξεργάζονταν σχέδια για την εκκένωση της ΟΑΠ χωρίς καν να απαιτούν να σταματήσει ο απάνθρωπος αποκλεισμός και ο φρενήρης βομβαρδισμός.

Η ΟΑΠ, το Λιβανέζικο Εθνικό Κίνημα και άλλες ομάδες που συντονίστηκαν μαζί τους οργάνωσαν τη μνημειώδη υπεράσπιση της Βηρυτού που ακύρωσε την πιθανότητα μιας γρήγορης νίκης που το Ισραήλ προσδοκούσε από τον αποκλεισμό.

Οι ακατάπαυστοι μαζικοί βομβαρδισμοί δεν άφησαν κανένα κτίριο της ΟΑΠ όρθιο. Όλοι οι παλαιστινιακοί οργανισμοί καταστράφηκαν – ανάμεσά τους κτίρια ιατρικών και κοινωνικών υπηρεσιών. Ακόμα και το Μουσείο Αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό Λαό και άλλα πολιτιστικά κέντρα χτυπήθηκαν. Η Ισραηλινή Αεροπορία εξαπέλυσε μια «εκστρατεία στοχοποίησης των πολιτών» (Wright 1983 p.50). Με πρόφαση την επιδίωξη δολοφονίας ηγετών της ΟΑΠ βομβάρδισε πολλά κτίρια σκοτώνοντας τους κατοίκους. Σε μια μόνο περίπτωση βομβαρδισμού με στόχο τον Αραφάτ, 200 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ταυτόχρονα υπήρχε συνειδητή προσπάθεια να σαμποταριστεί περαιτέρω η εκκένωση της ΟΑΠ ώστε να συνεχίσει η καταστροφή.
Εκείνο το τέλος Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη οι φενταγίν έφυγαν, ο ισραηλινός στρατός μπήκε στη Δυτική Βηρυτό, ο Μπασίρ Τζουμέιλ δολοφονήθηκε, πολυεθνική δύναμη για την προστασία των αμάχων πήρε θέσεις. Και επειδή η καταστροφή δεν ήταν αρκετή, οργανώθηκε η σφαγή Παλαιστίνιων και Λιβανέζων αμάχων στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα από τους Ισραηλινούς και εκτελέστηκε από στρατιωτικές ομάδες Φαλαγγιτών με σκοπό να προκαλέσουν πανικό και απόγνωση στους πρόσφυγες ως ένα αποφασιστικό βήμα προς τον διωγμό τους. Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει τεράστια ευθύνη των ΗΠΑ που δεν περιόρισε το Ισραήλ και απέσυρε νωρίς την πολυεθνική δύναμη.

Οι ομοιότητες με τις σημερινές επιδιώξεις και μεθόδους είναι προφανείς, όπως και η αναπροσαρμογή των στόχων, όταν αυτοί δεν πετυχαίνουν ακριβώς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!