Τι αναδεικνύει το πλαίσιο για τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια
Του Γιώργου Τοζίδη
Το σχέδιο για τη ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων αφορά πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις που, όμως, παράγουν το 58% της Εγχώριας Προστιθέμενης Αξίας και απασχολούν το 70% του συνόλου των εργαζομένων. Οι προϋποθέσεις για την ένταξη στη ρύθμιση είναι να έχουν κύκλο εργασιών μέχρι 2,5 εκατ. ευρώ, οι τραπεζικές οφειλές να μην ξεπερνούν τα 500.000 ευρώ, να μην έχουν διακόψει τη λειτουργία τους και να μην έχουν υπαχθεί στον Νόμο Κατσέλη. Οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις (προσωπικές ή κεφαλαιουχικές) θα πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση στις τράπεζες οι οποίες θα κρίνουν, με βάση τα δικά τους κριτήρια αξιολόγησης, εάν μία επιχείρηση είναι βιώσιμη. Εάν η απόφαση της τράπεζας είναι θετική, τότε θα διαγράφεται ποσοστό των συνολικών οφειλών (μέγιστο 50%) ώστε το υπόλοιπο των οφειλών να μην υπερβαίνει την αξία του 75% της καθαρής περιουσιακής θέσης του οφειλέτη και των συνοφειλετών.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις, από τις 180.000 επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις ένταξης στη ρύθμιση, οι 165.000 είναι μικρές και από αυτές οι 100.000 έχουν οφειλές η κάθε μία έως 45.000 ευρώ, περίπου 1.000 είναι πολύ μεγάλες, 10.000 είναι μεγάλες επιχειρήσεις και οι υπόλοιπες είναι αγροτικές επιχειρήσεις. Παρά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι πρόκειται για τη «μεγαλύτερη αναδιάρθρωση ιδιωτικού χρέους που έγινε ποτέ», εκτιμάται ότι από το ποσό των 40 δισ. ευρώ που ανέρχονται τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια, η ρύθμιση και διαγραφή οφειλών αφορά δάνεια συνολικού ύψους 13 δισ. ευρώ (ποσοστό 32,5%).
Οι επιχειρήσεις που έχουν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο των 2,5 εκατ. ευρώ μπορούν να ενταχθούν σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών τους, εφόσον στη ρύθμιση αυτή συναινεί το 50,1% του συνόλου των πιστωτών τους και στο οποίο περιλαμβάνεται το 50,1% τουλάχιστον των εμπράγματων εξασφαλίσεων που έχουν παραχωρήσει προς τους πιστωτές τους. Το σχέδιο ρύθμισης θα πρέπει να εγκριθεί δικαστικά και εφόσον εγκριθεί θα δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών.
Οι επιχειρήσεις που δεν θα κριθούν βιώσιμες από το τραπεζικό σύστημα θα οδηγούνται σε εκκαθάριση με συνοπτικές διαδικασίες με πώληση μέρους ή του συνόλου της επιχείρησης, μετοχοποίηση των χρεών κ.λπ.
Τα πιστωτικά ιδρύματα που θα προχωρήσουν σε διαγραφή χρεών των οφειλετών τους καταγράφοντας οριστική ζημία, θα έχουν τη δυνατότητα να εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους σε δέκα έως δεκαπέντε ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης από τη χρήση στην οποία πραγματοποιήθηκε η διαγραφή. Σε περίπτωση που ο πιστωτής έχει σχηματίσει προβλέψεις για το χρέος που διαγράφεται, το ποσό της πρόβλεψης αντιλογίζεται σε πίστωση των αποτελεσμάτων του φορολογικού έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η διαγραφή και αποτελεί για τον πιστωτή φορολογητέο κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Από την παραπάνω συνοπτική παρουσίαση της προτεινόμενης ρύθμισης (που κατατέθηκε ως τροπολογία (και μάλιστα εκπρόθεσμη) σε άσχετο νομοσχέδιο, προκύπτουν ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία:
1. Η επιλογή της κυβέρνησης να προηγηθεί η ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων έναντι των δανείων των νοικοκυριών «υπακούει» στη δογματική νεοφιλελεύθερη προσέγγιση των οικονομικών της προσφοράς: ενισχύουμε τις επιχειρήσεις για να παράγουν ώστε να ανακάμψει η οικονομία. Αντίθετα, μία ουσιαστική ρύθμιση των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων θα «απελευθέρωνε» εισοδήματα που είτε θα δημιουργούσαν ενεργό ζήτηση κυρίως εγχώρια παραγόμενων προϊόντων, σύμφωνα με το καταναλωτικό υπόδειγμα των φτωχών νοικοκυριών, είτε θα μείωνε τις ανείσπρακτες οφειλές προς το Δημόσιο.
2. Η ρύθμιση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων θα βαρύνει το Ελληνικό Δημόσιο. Η απόσβεση της ζημιάς που θα προκύψει από τη διαγραφή των οφειλών θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου ή θα δημιουργήσει νέες κεφαλαιακές ανάγκες που θα καλυφθούν με νέα ανακεφαλαιοποίηση. Επιπλέον, η μετατροπή των προβλέψεων που έχουν, μέχρι σήμερα, διενεργήσει οι τράπεζες σε φορολογητέα κέρδη, αποτελεί επιβράβευση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων που συμμετείχαν στις πρόσφατες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και προαγγελία νέων αυξήσεων με τελικό στόχο την ιδιωτικοποίησή τους.
Άρα είναι θεμιτή και αναγκαία η θέσπιση όρων και προϋποθέσεων για τις επιχειρήσεις που θα ενταχθούν στη ρύθμιση:
1. Θέσπιση ρήτρας απασχόλησης: Οι επιχειρήσεις που θα ενταχθούν στη ρύθμιση θα πρέπει να δεσμεύονται ότι δεν θα προχωρήσουν σε απολύσεις εργαζομένων. Αντίθετα, θα πρέπει να προβλέπεται σαφώς η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα καλύπτονται κατά προτεραιότητα από εργαζόμενους που τυχόν έχουν απολυθεί από την επιχείρηση. Επίσης, οι μελέτες βιωσιμότητας δεν θα πρέπει να στηρίζονται στη μείωση του εργατικού κόστους.
2. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη μιας επιχείρησης στη ρύθμιση θα πρέπει να είναι η μη ύπαρξη οφειλών προς τους εργαζόμενους και η δέσμευση της επιχείρησης ότι η τήρηση των υποχρεώσεών της προς τους εργαζόμενους αποτελεί όρο συνέχισης της ρύθμισης.
3. Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στα επιχειρησιακά σωματεία ή στις ενώσεις προσώπων να ελέγχουν τα οικονομικά στοιχεία των επιχειρήσεων που θα ενταχθούν στη ρύθμιση (π.χ. με τη στήριξη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ).
4. Η ενίσχυση των επιχειρήσεων, μέσω διαγραφής των δανειακών κεφαλαίων, θα πρέπει να συνδεθεί με την υποχρέωση ισόποσης αύξησης των ιδίων κεφαλαίων ή με τη δέσμευση ότι δεν θα διανέμονται κέρδη (αλλά θα κεφαλαιοποιούνται) μέχρι τη συμπλήρωση του ισόποσου της διαγραφής των δανείων. Εναλλακτικά θα μπορούσε να δοθεί η δυνατότητα μετοχοποίησης των κεφαλαίων που διαγράφηκαν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.