Για την ταινία Trainspotting 2
της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Από τις πιο στυλάτες βρετανικές ταινίες του ’90, το Trainspotting, του σαραντάρη τότε Ντάνι Μπόιλ, με σπιντάτη σκηνοθετική άποψη, σάουντρακ που έγραψε ιστορία και μυθοπλαστικούς χαρακτήρες βγαλμένους σαν από κόμικς, αφηγείται με πρωτότυπο τρόπο τις ιστορίες μιας ομάδας νεαρών μικροαπατεώνων στη Γλασκόβη, που τους υποδύονται πανέμορφοι ηθοποιοί, με τον νεαρότατο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, με την χαρακτηριστική σκοτσέζικη προφορά, να γίνεται διάσημος σε χολιγουντιανές υπερπαραγωγές. Η μοντερνισμένη και παραμυθένια χροιά του περιθώριου, της ανεργίας και των ναρκωτικών, σε μια εποχή άνθησης της ναρκοκουλτούρας, δημιούργησε φανατικούς οπαδούς. Στη χώρα μας, η ταινία κυκλοφόρησε το 1996, χαρακτηρισμένη ως ακατάλληλη, πράγμα που συντέλεσε στο έντονο ενδιαφέρον του κοινού, σημαδεύοντας μια ολόκληρη γενιά.
Δίχως να αποχωριστεί την ποπ αισθητική του, ο Μπόιλ συνέχισε με εμπορικές ταινίες, για να επανέλθει 21 χρόνια μετά, με το Trainspotting 2, με τους ίδιους ηθοποιούς, στα ίδια λημέρια, διερευνώντας, όπως αναφέρει, κατά πόσο μπορεί κανείς να επιστρέψει στη νιότη του ως τουρίστας ή ως ξεναγός. Έτσι, ο 67χρονος πλέον Μπόιλ ξεκινάει περίπου από εκεί που είχε τελειώσει, με την περίφημη τετράδα της Γλασκόβης να διασταυρώνεται σε νέες περιπέτειες, με σενάριο του Τζον Χοτζ, βασισμένο σε πορνό μυθιστόρημα του Ίρβιν Γουέλς.
Ο Μαρκ (ΜακΓκρέγκορ), που είχε κλέψει τότε την τσάντα με τα λεφτά, επιλέγοντας τη ζωή, σύμφωνα με το μήνυμα της ταινίας, προσπάθησε να βελτιωθεί, μακριά από το ρέιβ βούρκο των ναρκωτικών. Μετά από δυο δεκαετίες, χωρισμένος και απογοητευμένος, επιστρέφει στη γνωστή γειτονιά, επιδιώκοντας να κλείσει τους λογαριασμούς που άφησε, γιατί «πρώτα ανοίγεται μια ευκαιρία και μετά έρχεται η προδοσία». Ο Σπάντ (Έουεν Μπρέμνερ), με την περίεργη καρικατουρίστικη φάτσα, μετά από μακρόχρονες προσπάθειες αποτοξίνωσης δεν καταφέρνει να γίνει ο καθωσπρέπει χαρακτήρας που ανέμενε η κοινωνία. Με ένα μωρό στην πλάτη, αφήνεται ανακουφισμένος να ξανακυλήσει στις παλιές του εξαρτήσεις. Ούτε ο κολλητός τού Μάρκ, ο Σάιμον ή αλλιώς ΣικΜπόι (Τζόνι Λι Μίλερ) τα κατάφερε. Ιδιοκτήτης μπαρ που λειτουργεί και ως μπορντέλο, με την αισθησιακή εικοσάχρονη Βουλγάρα Βερονίκα (Άντζελα Νεντιάλκοβα), μαγνητοσκοπεί κρυφά τα βίτσια πελατών, στοχεύοντας σε χρηματικό εκβιασμό. Ο μεγαλύτερος και βιαιότερος, τέλος, Μπέγκμπι, με τον εκπληκτικό Ρόμπερτ Καρλάιλ, στο ρόλο του πιο σουρεαλιστικά παρανοϊκού ψυχάκια κακοποιού, βγαίνει με αναστολή από τη φυλακή, εμμένοντας στα παλιά του χούγια κι ας έχει γεράσει. Μαρκ και Σάιμον συνεργάζονται πάλι, με την Βερόνικα καταλυτικό σεναριακά παράγοντα για ό,τι συναρπαστικό πρόκειται να συμβεί.
Ο Μπόιλ συνεχίζει την α-πολίτικη νεανική οπτική της πρώτης ταινίας, σε μια α-πολίτικη εποχή, πιστός στη σεναριακή μεταφορά του Ίρβιν Γουέλς, χωρίς να παίρνει υπόψη του την ευρωπαϊκή καταστροφική συγκυρία. Εκ των πραγμάτων αδύνατο να προκαλέσει αντίστοιχο αντίκτυπο, καταφέρνει ωστόσο να δημιουργήσει με το Trainspotting 2 μια συμπαθητική νεανική κωμωδία καταστάσεων, συγκινώντας τους αμετανόητους οπαδούς-νοσταλγούς της δικής τους νιότης.
Συνεχίζοντας τις σκηνοθετικές «χαριτωμενιές», όπως η αντιπαραβολή του 45άρη πλέον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ με τον πρωτοεμφανιζόμενο νεότατο εαυτό του, σε παράλληλη προβολή, πίσω από τον ηθοποιό, πράγμα που επαναλαμβάνει και με τους άλλους χαρακτήρες, ενισχύει το νοσταλγικό στοιχείο. Το κόψιμο της αφηγηματικής ροής, παγώνοντας για έμφαση εικόνες σε μερικές σκηνές, δημιουργεί έντονο στυλιζάρισμα, ενώ κάποια γραφιστικά τρυκ, όπως η σκιά της χαμένης μητέρας του ήρωα στον τοίχο, καθώς και γραφικά στοιχεία που κατακλύζουν την οθόνη, παραπέμπουν στην ευρωπαϊκή νουβέλ βαγκ, μεταφέροντας νότα γαλλικού παραμυθένιου σινεμά με αισθητική κόμικς, σε ένα επεξεργασμένο φιλμικό κείμενο γραφιστικής διάστασης, που χρωματίζει με ποπ έντονα χρώματα μια ανάλαφρη ιστορία. Το παρακμιακό κλίμα στις εργατικές συνοικίες της Γλασκώβης διαφαίνεται και πάλι μέσα από εικόνες, όπως η μάζα παρατημένων αυτοκινήτων απέναντι από την πολυκατοικία του ήρωα. Ωστόσο, μια εξευγενισμένη διάσταση, με χαρακτήρες τυλιγμένους σε μια φούσκα χιούμορ, με την ταξική υπόσταση του περιθώριου να αιωρείται μεταξύ στυλ και σαγηνευτικής κινηματογραφικής μαγείας, έχει αποκορύφωμα τη νέα ατάκα του Μάρκ προς την Βερόνικα, με μια ανάσα, που ξεκινάει σαν διαφημιστικό σλόγκαν «Διάλεξε ζωή, διάλεξε φέισμπουκ, τουίτερ, ίνσταγκραμ, ελπίζοντας πως κάποιος, κάπου νοιάζεται…
διάλεξε τηλεοπτικά ριάλιτι και πορνό … διάλεξε τα ίδια και για τα παιδιά σου… και θα είσαι εθισμένος…» για να καταλήξει «θα ’πρεπε να είσαι εθισμένος με κάτι άλλο, μ’ αυτούς που αγαπάς… διάλεξε το μέλλον, διάλεξε τη ζωή» σε ένα κυκλικό νοηματικό σχήμα, που από τη μια επανέρχεται στην προβληματική της πρώτης ταινίας σχετικά με το τέλος του ήρωα, συμπυκνώνοντας ταυτόχρονα το χαμένο νόημα της σύγχρονης ζωής.
Σημαντικός παράγοντες επιτυχίας της πρώτης ταινίας οι μουσικές επιλογές, όπως το Born Slippy / Underworld που χαρακτήρισε μια ολόκληρη γενιά, στη δεύτερη ταινία, μαζί με τον Ρίκ Σμιθ / Underworld που έγραψε τη μουσική, προσπάθησαν να ανακαλύψουν νέο σύγχρονο παλμό, με τους Σκοτσέζους Young Fathers, τους Wolf Alice, αλλά και τους Rubberbandits, χωρίς να παραλείψουν παλιότερες επιτυχίες, όπως το Radio Gaga / Queen , το Relax / Frankie Goes to Hollywood, αλλά και το Lust for life / Iggy Pop, δηλαδή πόθος για ζωή, ως ηθικό δίδαγμα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]