Μετά το πολωνικό «Μαχαίρι στο νερό» (1962), η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία «Αποστροφή» (1965), του ταλαντούχου Ρομάν Πολάνσκι –ενενηνταενός ετών σήμερα- αποτέλεσε και την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, εγκαινιάζοντας τη λεγόμενη «Τριλογία του διαμερίσματος», πλάι στα άλλα δύο ψυχολογικά θρίλερ «Το μωρό της Ρόζμαρι» (1968) και «Ο Ένοικος» (1976).
Η όμορφη συνεσταλμένη Κάρολ (Κατρίν Ντενέβ), που εργάζεται σε σαλόνι ομορφιάς και συγκατοικεί με την μεγαλύτερη αδερφή της Έλεν (Υβόν Φουρνό), που την φροντίζει, νιώθει να απειλείται από την επεκτατική παρουσία του Μάικλ (Ίαν Χέντρι), εραστή της Έλεν. Παρότι ξένος, ο Μάικλ εύστοχα διακρίνει τα εμφανή σημάδια νοσηρότητας της Κάρολ, η οποία εκδηλώνει αποστροφή για τους άντρες, ανήμπορη να διαχειριστεί την ερωτική πολιορκία του φίλου της Κόλιν (Τζον Φρέιζερ). Τα πάντα ανατρέπονται, μόλις η Έλεν φύγει μαζί με τον Μάικλ, για δυο βδομάδες στην Ιταλία. Η Κάρολ σταδιακά καταρρέει και απομονώνεται στο διαμέρισμα, αναπτύσσοντας φοβίες και υποχονδριακές συμπεριφορές, πριν καταλήξει σε ακραίες πράξεις.
Ακολουθώντας τα διδάγματα του ευφυούς Χίτσκοκ, ο Πολάνσκι αποτίνει φόρο τιμής στον μεγάλο δάσκαλο ήδη από τους τίτλους αρχής, με το γκρο πλάνο στο μάτι της ηρωίδας -ευθεία αναφορά στο «Ψυχώ» (1960)- να μεταφέρει όλη την προσοχή στο διαταραγμένο βλέμμα της, ενώ αντικείμενα που θα αποτελέσουν σημαντικά στοιχεία της πλοκής αναδεικνύονται μέσα από το φωτισμό ή ένα κοντινό πλάνο, καθώς μετατρέπονται σε φονικά όπλα αλλά και εργαλεία.
Η νεαρότατη Κατρίν Ντενέβ, μετά την ερμηνεία της στο μιούζικαλ «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» (1964/Ζακ Ντεμί), ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ρόλου μιας ψυχικά διαταραγμένης προσωπικότητας, αναδύοντας σεξουαλική ψυχρότητα που την τυποποίησε σε παρόμοιους ρόλους. Με γουρλωμένα μάτια και βλέμμα που ατενίζει το υπερπέραν, υιοθετεί νευρωτικές κινήσεις, σαν να διώχνει αόρατα μυγάκια και εμμονικές φαγούρες, ενώ απομονωμένη από μια πραγματικότητα που την ξεπερνάει εθελοτυφλεί αμυντικά, με μπλοκαρισμένες αισθήσεις.
Μετά από μια νύχτα γεμάτη από τα ερωτικά βογγητά της Έλεν, η Κάρολ αναπτύσσει έλξη και απώθηση για τον Μάικλ, ενώ φαντασιώνεται πως βιάζεται από ξένο εισβολέα, με την εισβολή στο διαμέρισμα-καταφύγιό της να συμβολίζει τον ενδόμυχο πόθο σεξουαλικής διακόρευσης. Ανήμπορη να ανεχτεί την οδοντόβουρτσα και το ξυράφι του Μάικλ στο μπάνιο, η Κάρολ τα πετάει στα σκουπίδια, ενώ μόλις επιχειρήσει να την φιλήσει ο Κόλιν, τρέχει να πλυθεί. Η μηδενική ανοχή και η βίαιη απώθηση προδίδουν έναν λαβωμένο ερωτισμό.
Ψύχωση και σχιζοφρένεια μεταφέρονται στο σινεμά μέσα από υποδειγματικές πρωτοποριακές σκηνοθετικές λύσεις, σ’ ένα καλοκουρδισμένο ψυχολογικό θρίλερ που έγραψε ιστορία, επηρεάζοντας πολλούς μετέπειτα κινηματογραφιστές, ανάμεσά τους και τον επίσης Πολωνό Πάβελ Παβλικόφσκι, στην «Γυναίκα του πέμπτου» (2011).
Μέσα από γκρο πλάνα αναδεικνύονται βλέμματα που καθιστούν εμφανή τα συμπτώματα της ψυχασθένειας, αλλά και στοιχεία που υποδηλώνουν το πέρασμα του χρόνου, όπως το κοντινό στο αλλοιωμένο ωμό κουνέλι, στις πατάτες που βλασταίνουν και στις ρωγμές στο ταβάνι, που στη φαντασίωση της Κάρολ συνοδεύονται από εκκωφαντικό θόρυβο, ως δείγμα παρακμής, που εντείνει την οπτική της σχιζοφρένιας.
Μέσα από σαρωτικά μονοπλάνα αποκαλύπτονται επιμέρους στοιχεία που θα επηρεάσουν την πλοκή, όπως μια οικογενειακή φωτογραφία, ενώ διερευνάται στο φόντο ο χώρος, φανερώνοντας τη χαοτική παρέμβαση της πρωταγωνίστριας. Η ασυνήθιστη επιλογή κάμερας χαμηλά, στα ξυπόλυτα πόδια της Κάρολ στο διαμέρισμα, προετοιμάζει για μια αποκλίνουσα κατάσταση. Εκεί όμως που ο Πολάνσκι εντυπωσιάζει, είναι στην ανάδειξη μιας στρεβλής οπτικής, δίχως τη χρήση ευρυγώνιων φακών, που καθιέρωσε αργότερα ο Κιούμπρικ, αλλά μέσα από αντανακλάσεις, αναγεννησιακής έμπνευσης. Οι κυρτές επιφάνειες ενός τσαγιερού αντανακλούν παραμορφωμένο το πρόσωπο της Κάρολ, ενώ η αντανάκλαση ενός στρογγυλού κυρτού καθρέφτη, που παραπέμπει στον πίνακα «Γάμος των Αρνολφίνι» (1434/ Γιαν βαν Άικ), καθώς και η παραμορφωτική οπτική απ’ το ματάκι της πόρτας μεταφέρουν διαστρεβλωμένο το χώρο που την περιβάλλει. Ο λαβωμένος ερωτισμός της καθορίζει τις φαντασιώσεις της, με τοίχους μαλακούς από πηλό ή γεμάτους χέρια που την αγγίζουν, ανακαλώντας τη σουρεαλιστική αισθητική των ταινιών του Κοκτώ.
Στην οικογενειακή φωτογραφία, στο σαλόνι, η Κάρολ απεικονίζεται ήδη από μικρή ηλικία με τρομαγμένο βλέμμα. Μέσα από ένα πιο επισταμένο πέρασμα της κάμερας, ο φακός εστιάζει ξανά στο τρομαγμένο βλέμμα, υποδεικνύοντας έμμεσα το αίτιο της ψυχασθένειας της Κάρολ.
Σχεδόν μια δεκαετία μετά, ο Πολάνσκι στο «Τσάινατάουν» (1974), μιλάει καθαρά για τη σεξουαλική κακοποίηση, ως στοιχείο νοσηρότητας στην πατριαρχική εξουσία. Η έμμεση αποκάλυψη, μέσα από φωτογραφίες, στοιχειώνει ένα χρόνο μετά, άλλα δύο εξίσου πρωτοποριακά ψυχολογικά θρίλερ, την «Περσόνα» (1966/Μπέργκμαν) και το «Blow up» (1966/Αντονιόνι).
Επεισοδιακό τέχνασμα η καταγραφή της σήψης στο ωμό κουνέλι, υποδηλώνει το πέρασμα του χρόνου, αποκαλύπτοντας παράλληλα το ψυχολογικό μπλοκάρισμα της διαταραγμένης Κάρολ, να μυρίσει το χαλασμένο φαγητό, πτυχή που σχολιάζεται από τον σπιτονοικοκύρη, όταν εισέρχεται στο διαμέρισμα. Αντίστοιχο τέχνασμα φορτισμένο με φιλοσοφική και υπαρξιακή διάσταση για τη μεταμόρφωση της ύλης μέσα από τη σήψη, στο πέρασμα του χρόνου, είχε χρησιμοποιήσει στις ταινίες του και ο Πίτερ Γκρίναγουέι.
Οι ψυχολογικές εντάσεις υπογραμμίζονται με τους τζαζ αυτοσχεδιασμούς σόλο οργάνων απ’ το κουιντέτο του τζαζ ντράμερ Τσίκο Χάμιλτον (1921-2013), με τους Μπιλ Γκριν φλάουτο, Γκαμπόρ Ζάμπο κιθάρα, Άλμπερ Στίνσον κοντραμπάσο και Χάρολ Λαντ τενόρο σαξόφωνο. Το γκρο πλάνο στο μάτι, στους τίτλους αρχής, συνοδεύεται από ρυθμικό τύμπανο, όπως και η εισβολή του Κόλιν στο διαμέρισμα. Ατονικό σόλο φλάουτο συνδυάζεται με το υπνωτισμένο βλέμμα της Κάρολ, ενώ ο οξύς ήχος φλάουτου μεταφέρει την ένταση, στη σκηνή του φόνου. Έντονα σόλο ντραμς εκφράζουν την αποστροφή της Κάρολ, μετά το φιλί του Κόλιν, εμμονή που εντείνεται με τους παράλληλους χτύπους ρολογιού. Σόλο ντραμς ακούγονται και στις εφιαλτικές φαντασιώσεις της, ενώ όσο η κάμερα περιδιαβαίνει στο χάος του σαλονιού, η ένταση υπογραμμίζεται με τζαζ πιατίνια και το ηχόχρωμα σαξοφώνου στη σκηνή φόνου παραπέμπει σε ανθρώπινο ουρλιαχτό.
Η μουσική ανάπτυξη του τζαζ θέματος με φλάουτο, κιθάρα, ντραμς και κοντραμπάσο συνοδεύει την αποσβολωμένη Κάρολ, καθώς περπατάει στους δρόμους του Λονδίνου, τονίζοντας τους ρυθμούς της ζωής, έξω από τον περίκλειστο μικρόκοσμό της. Πληθώρα ήχων υπογραμμίζουν την ψυχολογική διαταραχή. Οι χτύποι του ρολογιού μεγιστοποιούνται εντείνοντας τη σιωπή της μοναξιάς στο διαμέρισμα, το κουδούνι της πόρτας ηχεί απειλητικά και διαπεραστικά κουδουνίσματα τηλεφώνου προδίδουν πως πολλοί αναζητούν την εξαφανισμένη Κάρολ. Παράλληλα, εξωτερικοί ήχοι εισβάλλουν στο διαμέρισμα, ζωντανεύοντας μια ολόκληρη γειτονιά, που ο θεατής ανακαλεί μέσα από την ηχητική της χαρτογράφηση, τόσο για να τονιστεί πόσο ανεπηρέαστη από τον έξω κόσμο, παραμένει μια εσώκλειστη συνθήκη νοσηρότητας, όσο και για να αναδειχθεί πόσο η ζωή έξω συνεχίζεται αδιάκοπα. Στο μοναστήρι απέναντι από το διαμέρισμα, κορίτσια παίζουν στο προαύλιο με τρανταχτά γέλια και μαζεύονται μέσα μόλις ηχήσει παρατεταμένα ένα κουδούνι, ενώ τακτικοί θαμώνες της γειτονιάς είναι το ιδιόρυθμο τρίο ηλικιωμένων πλανόδιων μουσικών, ένας με μπάντζο και δυο που χτυπούν ρυθμικά κουτάλια. Ο μικρόκοσμος της πολυκατοικίας χαρακτηρίζεται από τους θορύβους του ασανσέρ, την ηλικιωμένη γειτόνισσα με το σκυλάκι και κάποιον που εξασκείται στο πιάνο. Η καταρρακτώδης βροχή, κατά την επιστροφή της Έλεν, συντελεί εξαγνιστικά στην τραγική αποκάλυψη όσων έχουν συμβεί. Στο τέλος, με όλη την πολυκατοικία να εισβάλλει καθοριστικά στο διαμέρισμα, λύνονται τα μάγια, με τον Μάικλ να σηκώνει στα στιβαρά μπράτσα του μια Κάρολ σε ψυχικό κλονισμό, λες και όλα θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί, αν είχε προηγηθεί αυτή η πολυπόθητη ερωτική αγκαλιά.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
Στο θερινό κινηματογράφο «Λαΐς» στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, διοργανώνεται 26-29/6/2025 αφιέρωμα «Ο Μίκης Θεοδωράκης στη μεγάλη οθόνη», με ταινίες με δική του μουσική.