Στο έρημο τοπίο της προεκλογικής περιόδου, όπου επικρατούν φωνασκίες άνευ σημασίας, από κούφιους πολιτικούς, ας προβούμε για ακόμη μια φορά σε ορισμένες ήρεμες διαπιστώσεις για την ελληνική οικονομία.
1. Είναι γνωστό ότι ο πληθωρισμός συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών παρά τις αρνητικές συνέπειες σε άλλα μακροοικονομικά μεγέθη και κυρίως στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων –όπως έγινε στην Ελλάδα– αλλά και στις επενδύσεις – οι οποίες παρά την αύξησή τους ήταν κάτω από το στόχο του προϋπολογισμού του 2022. Ο υψηλός πληθωρισμός βοήθησε τα μάλα στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών το 2022 με αποτέλεσμα την εμφάνιση πενιχρού (0,1% του ΑΕΠ) αλλά θετικού πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι προβλέψεις για το 2022 που είχαν περιληφθεί στον Προϋπολογισμό του 2023 ήταν για πρωτογενές έλλειμμα -1,6% Προφανώς δημιουργεί απορία ότι το οικονομικό επιτελείο είχε προχωρήσει σε αυτή την πρόβλεψη, μόλις ένα μήνα πριν από το κλείσιμο του έτους… Μάλλον υπάρχουν λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας για να υπάρξουν εκ των υστέρων πανηγυρισμοί για το επίτευγμα… Τέλος πάντων. Ο πληθωρισμός –9,6%– συνέβαλε να αυξηθεί το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές κατά 15,5% και να ανέλθει σε 208,03 δισ. ευρώ και κατά συνέπεια να δώσει τεράστια ώθηση στα κρατικά έσοδα με δεδομένο ότι οι φορολογικοί συντελεστές, πρωτίστως αυτοί που αφορούν στην κατανάλωση παρέμειναν όχι μόνο σταθεροί αλλά και από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυρίως αυτοί που αυξήθηκαν το 2022 είναι οι έμμεσοι φόροι που απέφεραν στον κρατικό προϋπολογισμό έσοδα της τάξεως των 33,2 δισ. ευρώ έναντι 28,1 δισ. ευρώ το 2021. Δηλαδή, μέσα σε μόλις ένα έτος τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η αναλογία των έμμεσων φόρων ως προς τα συνολικά φορολογικά έσοδα να ξεπεράσει το 60%, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια. Ειδικά ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ είναι μεταξύ των τριών υψηλότερων στην Ευρώπη, καθώς μόνο χώρες του Βορρά –με διαφορετική φιλοσοφία όσον αφορά τους φόρους και το κοινωνικό κράτος– εφαρμόζουν υψηλότερους συντελεστές (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία). Δηλαδή τα αυξημένα έσοδα προήλθαν κυρίως από τους εμμέσους φόρους που επιβαρύνουν οριζοντίως όλες τις κοινωνικές κατηγορίες και επιβαρύνουν όμως το μέγιστο τις μεσαίες και χαμηλές εισοδηματικές ομάδες του πληθυσμού. Το πρόβλημα που προκύπτει για το 2023 είναι, ceteris paribus, ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι αρκετά μικρότερος, γύρω στο 4,5% , δηλαδή σχεδόν στο ήμισυ του αντίστοιχου του 2022, γεγονός που θα συμβάλλει στη μείωση των κρατικών εσόδων. Προκειμένου να επιτύχει η κυβέρνηση το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος +0,7% για το 2023 μειώνει αποφασιστικά τις επιδοτήσεις στα 4,2 δισ. ευρώ (23,1 δισ. ευρώ το 2020, 16,9 δισ. ευρώ το 2021, 9,2 δισ. ευρώ το 2022). Τι συνέπειες θα έχει αυτό για την οικονομία; Προφανώς αυτό που αντανακλάται στη δραστικά μειωμένη μεγέθυνση του ΑΕΠ για το 2023: περίπου 2,0% έναντι 5,9% το 2022 και 8,4% το 2021. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι τα συνολικά τα 49,2 δισ. ευρώ επιδοτήσεων συνέβαλαν αποφασιστικά στην μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, βεβαίως Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρεπούσης, λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον ήταν αποτελεσματική η δαπάνη των επιχορηγήσεων (σπατάλες, αναθέσεις χωρίς διαγωνισμούς κ.λπ.) και δεύτερον πώς θα κινηθεί η ελληνική οικονομία χωρίς τον βραχυπρόθεσμα εύκολο τρόπο των επιδοτήσεων. Η συστολή της δημοσιονομικής πολιτικής κατ’ αρχάς φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού, στο μέτρο που την αφορά, στις εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2023. Το πρόβλημα είναι ότι και η νομισματική πολιτική βρίσκεται σε περιοριστική φάση.
2. Βασικό δόγμα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας προς το εξωτερικό με αύξηση των εμπορικών (αγαθών και υπηρεσιών) συναλλαγών. Αποτελεί άλλωστε και δόγμα που απορρέει από το επικρατούν κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (ειρήσθω εν παρόδω, ιστορικά ποτέ ο καπιταλισμός ως σύστημα πρέσβευε κάτι παρόμοιο). Παρατηρούμε ότι μετά την ελληνική κρίση χρέους του 2009 ο δείκτης ανοιχτής οικονομίας (εισαγωγές συν εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ) για την Ελλάδα άρχισε να μειώνει σταδιακά την απόκλισή του από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, φτάνοντας το 82% του ΑΕΠ το 2022 (σταθερές τιμές του 2015). Η ενίσχυση της εξωστρέφειας θα μπορούσε να έχει θετικές επιδράσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας, όταν αυτή είναι ισορροπημένη και στηρίζεται σε σταθερή και συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγική βάση με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Όταν λέμε ισορροπημένη εννοούμε ότι ή θα είναι πλεονασματική ή περίπου γύρω στην ισορροπία των εξωτερικών συναλλαγών. Αν όμως συνοδεύεται με διερευνώμενα εξωτερικά ελλείμματα τότε ενδέχεται να καταστήσει την εγχώρια οικονομία ευάλωτη στους εξωτερικούς κραδασμούς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας όπου οι εισαγωγές παρουσιάζουν υψηλή ελαστικότητα ως προς την κατανάλωση, και η τελευταία αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του εγχώριου προϊόντος, η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομίας επιφέρει την αύξηση της εξωστρέφειας αλλά ταυτόχρονα και την επιδείνωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζύγιου λόγω του ότι οι εισαγωγές είναι υψηλότερες από τις εξαγωγές. Μάλιστα τα τελευταία τρία χρόνια (2020-2021-2022) ενώ αυξάνει η εξωστρέφεια (2020: 75,0%, 2021: 80,0%, 2022: 82,0%) αυξάνουν και τα ελλείμματα και του εμπορικού ισοζυγίου (το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών έφθασε τα 39 δισ. ευρώ ή 18,4% του ΑΕΠ όσο και το έτος 2008 λίγο πριν την κρίση) όσο και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (2019: -1,5%, 2020: -6,6%, 2021: -8,2%, 2022: -9,7% του ΑΕΠ). Η εξωστρέφεια όταν αποτελεί δογματική θέση σε μια οικονομία, όπως η ελληνική (με μικρή παραγωγική βάση και εξαρτώμενη από την εισροή πόρων όπως του τουρισμού), είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει δυσάρεστα και μη αναμενόμενα αποτελέσματα. Άλλωστε η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται κυρίως στη συγκράτηση του κόστους εργασίας ακόμη και σε σχέση με την επιτευχθείσα παραγωγικότητα. Συνεπώς για να επιτύχεις σώνει και καλά εξωστρέφεια, αν δεν υπάρχει διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, είτε κλέβεις το γείτονά σου, είτε υποαμείβεις τους εργαζόμενούς σου (ελληνικό παράδειγμα). Επίσης η αύξηση της εξωστρέφειας δεν βελτίωσε καθόλου το μίγμα των εξαγομένων προϊόντων.
3. Σχεδόν 1 στους 5 πλήρους απασχολούμενους στην Ελλάδα αμειβόταν με τον κατώτατο μισθό το 2022, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο είναι διπλάσιο για απασχολούμενους με ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Ένα μεγάλο μέρος των απασχολούμενων μισθωτών (περί τους 700.000 ή 29,6% του συνόλου) απασχολούνταν το 2022 σε μικρές επιχειρήσεις κάτω των 10 ατόμων. Μεταξύ αυτών, το 35% αμειβόταν με τον κατώτατο μισθό το 2022. Πόσο απέχει η πραγματικότητα από τις προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης. Ο υψηλός βαθμός συμπίεσης μισθών στην ελληνική οικονομία συνεπάγεται προτεραιότητα για πολιτικές που θα προσανατολιστούν στην αύξηση των μισθών των εργαζομένων ώστε να μειωθεί το ποσοστό που ευρίσκεται στα όρια της φτώχειας και κάτω από αυτά.
4. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι κίνδυνοι και τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι υπαρκτοί και αρκούντως σημαντικοί. Μπορούμε να τους συνοψίσουμε:
- Υψηλό εξωτερικό έλλειμμα
- Επίμονος πληθωρισμός σε αγαθά πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα
- Σταδιακά σφιχτότερο δημοσιονομικό πλαίσιο
- Νέα έξαρση ληξιπρόθεσμων οφειλών, λόγω ανόδου επιτοκίων και κόστους διαβίωσης
- Επιβράδυνση στην κλαδική διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης