Του Σταύρου Γεωργά

«Δεν έχω τίποτα να πω, μόνο να δείξω», έγραφε ο Μπένγιαμιν υπερασπιζόμενος την τεχνική του μοντάζ που είχε υιοθετήσει, προκειμένου να συνθέσει το δοκιμιακό (ας το πούμε έτσι, για να συνεννοούμεθα) έργο του. Ο Αντόρνο, σχολιάζοντας την πρώτη εκδοχή του κειμένου του Μπένγιαμιν για τον Μποντλέρ, όπου η εν λόγω τεχνική οδηγείται στο όριό της, διατύπωσε την ένστασή του ως εξής: «Αυτή η αναβολή της θεωρίας προσβάλλει την εμπειρική γνώση. Αφενός της προσδίδει έναν απατηλά επικό χαρακτήρα, αφετέρου στερεί από τα φαινόμενα, καθόσον αυτά είναι απλώς υποκειμενικά βιωμένα, το πραγματικό βάρος που τους αρμόζει από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της Ιστορίας. Μπορεί κανείς να το εκφράσει και έτσι: η θεολογική ιδέα, να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, έχει την τάση να μετατρέπεται στην έκπληκτη παρουσίαση των απλών δεδομένων. Αν ήθελε να μιλήσει κανείς με αδρό τρόπο, θα έλεγε ότι η εργασία σας είναι τοποθετημένη πάνω στη διασταύρωση της μαγείας με τον θετικισμό. Αυτό το σημείο είναι μαγεμένο. Μόνο η θεωρία μπορεί να λύσει τα μάγια».
Έτσι διατυπωμένη η ένσταση, περιέχει μια πρόταση δυσπιστίας που, αν οδηγηθεί στα όριά της, ανατινάζει τα θεμέλια: Προϋποθέτει ή όχι ότι τα «απλά δεδομένα» είναι καταρχάς καταδείξιμα, ορατά; Η λογική διάταξη επιχειρημάτων, που ωριμάζοντας έλαβε τη μορφή επιστήμης και υπήρξε το θεμέλιο της πολιτικής ανάλυσης, προϋπέθετε ανέκαθεν την απαίτηση να «σώζουμε τα φαινόμενα», να μην παραβιάζουμε τα δεδομένα της παρατήρησης κι εντέλει την ίδια την έννοια (και την ουσία) του προφανούς… Όμως το προφανές απωθείται τώρα συντεταγμένα προς όφελος του επιφανειακού -που δεν είναι κατά κανένα τρόπο συνώνυμό του. Ένα πέπλο υφασμένο με ευσεβείς πόθους και με τα νήματα εκείνα ψευδούς συνείδησης τα οποία εκτυλίσσουν (με το αζημίωτο, εννοείται) σαν «αναλύσεις» οι opinion makers απλώνεται πάνω στη συγκεχυμένη πραγματικότητα- κι εμείς χαζεύουμε την κεντημένη στο πέπλο εικόνα, πεπεισμένοι ότι βλέπουμε την αλήθεια γυμνή…
Οπότε; Μπορούμε να επεξεργαστούμε κάτι που δεν βλέπουμε καν; Το ερώτημα δεν αφορά ακαδημαϊκές έριδες:
Στην Ιστορία του Θουκυδίδη, το επεισόδιο των Ερμοκοπιδών και οι προετοιμασίες για τη σικελική εκστρατεία, που υπήρξε και η αρχή του τέλους για την αθηναϊκή υπερδύναμη, συγκροτούν ένα χρονικό της απόλυτης τύφλωσης – που ο Θουκυδίδης το εκτυλίσσει εύστοχα και ειρωνικά, μέσω εικόνων, ακριβώς: κοιτάει με τα μάτια των Αθηναίων και «βλέπει» («βλέπουμε» λοιπόν μαζί του κι εμείς) τι έβλεπαν, δηλαδή τι σκέπτονταν και τι δεν μπορούσαν να δουν ώς το τέλος… Αυτή η σύγχυση στο πεδίο του ορατού έχει μια και μόνη κατάληξη: το γενικό μούδιασμα, καθώς η αλήθεια που νομίζουμε ότι βλέπουμε γυμνή εξαερώνεται ξαφνικά μπρος στα μάτια μας.
Απ’ αυτήν την άποψη, οι σελίδες του Θουκυδίδη, όπου περιγράφεται η προσωρινή κατάλυση της δημοκρατίας, το ολιγαρχικό πραξικόπημα μετά την καταστροφή, μοιάζει να αφηγούνται την αναπόφευκτη έκβαση της γενικευμένης τύφλωσης – τη στιγμή της εξαέρωσης ακριβώς: «Η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή εξακολουθούσαν κανονικά να συνέρχονται, αλλά έπαιρναν μόνο τις αποφάσεις που ήσαν αρεστές στους συνωμότες, και οι μοναδικοί που έπαιρναν τον λόγο ήσαν εκείνοι ή τελοσπάντων από εκείνους ερχόταν η εκ των προτέρων συγκατάθεση προς την όποια τοποθέτηση. Υπό το κράτος του τρόμου, κανείς από τους άλλους δεν τολμούσε να εκφράσει διαφωνία, βλέποντας ότι οι συνωμότες ήσαν πολλοί».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!