του Νίκου Σταθόπουλου
Ολοένα και περισσότερο γίνεται σαφές ότι αποκαθίσταται μια κλασική κανονικότητα, δηλαδή η συνήθης πολιτική ρουτίνα που ορίζεται από τη «δημοκρατία της εναλλαγής» και την «κουλτούρα της διαχείρισης». Κι αυτό είναι κάτι που διαπιστώνεται παγκόσμια, σαν τεκμήριο των βαθιών μεταλλαγών που έχουν συντελεστεί στο επίπεδο της συνείδησης. Ο σύγχρονος μετακαπιταλισμός τείνει να ταυτιστεί, στο βασικό συλλογικό φαντασιακό, με τη «ζωή», με την «τάξη της προόδου» και να χάσει την «ένσταση της προσωρινότητας» που προϋποτίθεται σε κάθε επαναστατικό πρόταγμα. Στην Ελλάδα αυτό ισχύει με την εμπέδωση του «ευρωπαϊκού προσανατολισμού» και γενικότερα μιας λειτουργικής «διεθνικότητας» στις βασικές προσλαμβάνουσες. Εμπέδωση που τη δυναμώνει καθοριστικά η κατακαθισμένη απογοήτευση από τις όποιες «μάχες» ενάντια στη μνημονιακή αναδιάρθρωση.
***
Μιλώντας από την παραδοσιακή αριστερή οπτική, θα το περιγράφαμε ως «αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαί σου, διάβαζε πολύ», υπό την έννοια μιας ανομολόγητης αλλά αισθητής πεποίθησης ότι τίποτα δε μπορεί να αλλάξει και προέχει «στη συγκυρία αυτή» να διατηρήσουμε τις δυνάμεις μας για «τις μελλοντικές μάχες». Εργάκι μέτριο έως φρικτό, που είναι χιλιοπαιγμένο και κάθε φορά, για όσους δεν αρνήθηκαν το σκέπτεσθαι εν ονόματι του γραφειοκρατικού πράττειν, ενδυναμώνει τη βεβαιότητα ότι οι κατεξοχήν αναρμόδιοι για ανατρεπτικές ουτοπίες είναι οι «σχεδιαστές της ιστορίας». Εδώ λανθάνει παραλυτικά η λογική της ανάθεσης που πάντα ακυρώνει εξαρχής το διάχυτο απελευθερωτικό πάθος. Η Φιλική Εταιρεία πέτυχε, ακριβώς γιατί υποκίνησε σε συντονισμένη αυτενέργεια και δεν εγκλώβισε το εξεγερτικό φρόνημα σε «προγραμματική διαχείριση του χρόνου», ανέδειξε σε πολιτικό πρόταγμα το «μέλλον» που θέρμαινε τη συλλογική προσδοκία ως προβολή του πονεμένου αλλά τροφοδοτικού παρελθόντος στην επείγουσα ανάγκη και διάθεση των ανθρώπων με ελληνική νοηματοδότηση.
Διότι, βέβαια, αυτό που καθορίζει το τραγικό κενό δεν είναι τα πεπραγμένα των ελίτ και των διεθνών ταγών τους, αλλά το ριζικό «έλλειμμα προφητικής ελπίδας». Το λένε και «όραμα» αλλά είναι αυτή μια πολυφορεμένη έννοια που πλέον την υιοθετούν και τα ποικίλα think-tank του συστήματος καθώς δεν αντίκειται καθόλου στην «ορθολογική» μεταφυσική της «επιστήμης των Αγορών». Κάθε «αυτοδημιούργητος» νυν μεγιστάνας «ορμήθηκε από το όραμα μιας δημιουργίας»! Το «όραμα» είναι ένα project που το καταστρώνουν και το «αναπτύσσουν» ειδικοί «αξιοποιώντας», λιγότερο ή περισσότερο προσφυώς, «ανθρώπινους πόρους» (από «προσωπικό» μέχρι «επαναστατικά υποκείμενα»).
***
Ενώ η «προφητική ελπίδα» αρμόζει τέλεια στις δυναμικές της παρούσας «συντέλειας», καθώς υποδηλώνει την ψυχική και πνευματική ενότητα επί αρχών και αξιών που συνέχουν το πολιτισμένο ανθρώπινο και δεν υπάγονται στις τεχνοκρατίες των «δομών» και των εξειδικευμένων «πακέτων πληροφοριών». Είναι δηλαδή μια βαθιά αντιιδεολογική πολιτική ενέργεια αφού ανάγεται στα ριζικά των θεμελιώσεων του συλλογικού και καθόλου στις «διαδικασίες» και τις «δέσμες ιεραρχήσεων» που χαρακτηρίζουν δομικά τις γραφειοκρατικές «θεωρίες χειραφέτησης».
Άλλωστε, το «επαναστατικό πρόβλημα» ουδέποτε τέθηκε σαν κάποιου τύπου marketing, αλλά ανέκαθεν αποκτούσε κοινωνική σημασιοδότηση ως διάχυτη συνείδηση που απλώς κάποια στιγμή αναζητούσε πιεστικά και εστιασμένα τη γλωσσική της κωδικοποίηση. Ναι, ακριβώς όπως η ποιητική έμπνευση. Αυτό είναι που λησμονήθηκε, μετά την πανκυριαρχία του γραφειοκρατισμού, και έτσι, η έσχατη ανάφλεξη του επαναστατικού ρομαντισμού, ο Μάης, παγιδεύτηκε σε ό,τι μεν βαθιά ένιωθε αλλά μόνο ακαδημαϊκά μπορούσε να το αρθρώσει. Η θάλασσα δεν ήταν κάτω από το οδόστρωμα αλλά κάπου μέσα στο εμφιαλωμένο νερό, και η φαντασία δεν χρειαζότανε εξουσία αλλά χορωδίες από γκιλοτίνες.
Το «επαναστατικό πρόβλημα» ουδέποτε τέθηκε σαν κάποιου τύπου marketing, αλλά ανέκαθεν αποκτούσε κοινωνική σημασιοδότηση ως διάχυτη συνείδηση που απλώς κάποια στιγμή αναζητούσε πιεστικά και εστιασμένα τη γλωσσική της κωδικοποίηση
Το «ελληνικό ζήτημα» στην τρίτη δεκαετία του 21ου αι. είναι πλέον η ριζική αποσταθεροποίηση της πολιτισμικής τάξης που στερέωνε μια σχετικώς επαρκή αναπαραγωγή αν και σε σταθερό πλαίσιο εξάρτησης. Η παγκοσμιοποιητική δυναμική, στα καθ’ ημάς, λειτουργεί όχι σαν επίταση των δεσμών εξάρτησης, αλλά σαν μετασχηματισμός της εξάρτησης στη δυναμική της οργανικότητας: δηλαδή δεν γινόμαστε «πιο ξενόδουλοι» αλλά ακέραιοι συντελεστές μιας ξενοτροπικής ανάπτυξης. Κι αυτό μπορεί κάλλιστα να «επενδύεται» και με «αποκλίσεις» που άλλοτε θα συγκλόνιζαν το σύστημα αλλά τώρα υπάγονται φυσιολογικά σε προβλεπόμενες «διαδικαστικές αναδιευθετήσεις». Με άλλα λόγια: χωρίς πνευματικά συγκροτημένη «προφητική ελπίδα», μπορείς να οργανώνεις χίλια «μακεδονικά συλλαλητήρια» και να «περνάει» αβρόχοις ποσί η Συμφωνία των Πρεσπών!
Γιατί; Μα ακριβώς γιατί «προφητική ελπίδα» σημαίνει να αναχωνευτεί ο πανάρχαιος «καημός της Ρωμιοσύνης» στις προτεραιότητες επιβίωσης του υπαρκτού πολυαντιφατικού Ελληνισμού του παρόντος. Σε ένα τέτοιο φόντο, «προοδευτικό» και «συντηρητικό» φέρνουν την ξεθωριασμένη τους αυθεντία σε μια νέα συνθετική ματιά που δεν εκκινεί από τα τεχνοκρατικά θέσφατα του «κοινωνικού επιστημονισμού» αλλά από τις μετρήσιμες πραγματικότητες του συλλογικού βιώματος στην αυτοαναφορική και ετεροαναφορική του διάσταση. Είναι «προφητική» γιατί εναντιώνεται στον οικονομιστικό πραγματισμό της βιτρινάτης μιζέριας, αρνείται το μέλλον ως αυτοτελή αυθύπαρκτη οντότητα με εργαστηριακό προκαθορισμό, και είναι «ελπίδα» γιατί ανάγεται στην ελεύθερη βούληση και το πάθος παιδείας. Δηλαδή είναι η μόνη πολιτική στάση σε μια εποχή τηλεχειρισμού συμπεριφορών και προγραμματισμού εξάρσεων της αδράνειας.
***
«Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν είναι παράλογη. Το μέλλον δε μας φέρνει τίποτα, ούτε μας δίνει τίποτα. Για να φτιαχτεί, εμείς πρέπει να το κάνουμε, να του δώσουμε τα πάντα, να του δώσουμε τη ζωή μας την ίδια. Αλλά για να δώσουμε πρέπει να έχουμε, και δεν έχουμε άλλη ζωή, άλλη ικμάδα, εκτός από τους θησαυρούς που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν και εμπεδώθηκαν, αφομοιώθηκαν, αναδημιουργήθηκαν από εμάς. Από όλες τις ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής, δεν υπάρχει καμιά πιο ζωτική από το παρελθόν. Και η αγάπη για το παρελθόν δεν έχει καμιά σχέση με έναν αντιδραστικό πολιτικό προσανατολισμό. ‘Όπως όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, η επανάσταση αντλεί όλο της το σφρίγος από την παράδοση». Σιμόν Βέιλ, «Ανάγκη για ρίζες».
Τρομάζει η «θρησκευτική» γλώσσα της ανάλυσης ίσως! Αλλά δεν τρόμαζε, αιώνες τώρα, η βαθιά θρησκευτική-εκκλησιαστική χροιά της όλης αρχιτεκτονικής της επαναστατικής θεωρίας! Δηλαδή, είναι ώρα να ξεφορτωθούμε την προσφιλή μας δογματικότητα και να ξαναμιλήσουμε για τις ανάγκες μας με τη γλώσσα της παράδοσης και της πνευματικότητας, αφού και η γλώσσα του σκέπτεσθαι είναι μέρος και συντελεστής της φύσης αυτού του σκέπτεσθαι. «Κίνημα», «υποκείμενα», «κοινωνική διαστρωμάτωση», «ταξικά ισοζύγια», «προγραμματικός λόγος», κ.λπ., αποθεώνουν τον πολιτικό ακαδημαϊσμό όταν δεν μετουσιώνουν σε «αναγκαιότητα» το οικείο ανθρώπινο του τοπικού πολιτισμού. Και αφετηρία των όποιων αγώνων δε μπορεί παρά να είναι η παθολογία και οι συνάφειες και η συνείδηση αυτού του πολιτισμού.
Δεν είναι απλά το «συμφέρον», έστω και στην πιο πλατιά εννόησή του, αλλά είναι, στο κρίσιμο πεδίο των κινήτρων, η τροπικότητα του βιώνειν, ο ιστορικός «έρως» με την έννοια των καθοριστικών ενορμήσεων της «μάζας». Οι κάστες των «ειδικών» μοντάρουν ιδεοσχήματα «εξέλιξης, ρευστότητας, αλλαγών» ακριβώς για να προσδώσουν στη φύση του εμπορεύματος το κύρος μιας οντολογικής καθολικότητας, δηλαδή να ξορκίσουν το δαιμονικό μεγαλειώδες των ταυτοτικών σταθερών που ορίζουν τη διάρκεια και, έτσι, στερεώνουν τη ζωή!