Της Μαρίας Καβάλα.
Οι πρώιμες κινήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη
Το αντάρτικο στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αντιπροσώπευε έναν νέο τύπο πολέμου, διαφορετικό από εκείνον των τακτικών στρατών των προηγούμενων πολέμων. Οι πρώτες ομάδες ανταρτών εμφανίστηκαν αρκετά νωρίς στη Βόρεια Ελλάδα. Πρωτοστάτησε στην οργάνωσή τους το Μακεδονικό Γραφείο, η οργάνωση του Κ.Κ.Ε. της Βόρειας Ελλάδας, χώρος κομματικός, αλλά αποστασιοποιημένος από το κέντρο κυρίως λόγω των συνθηκών συνωμοτικότητας της περιόδου 1936-1940 αλλά και εκείνων που διαμορφώθηκαν με την είσοδο των Γερμανών, οπότε παρά τη διαφορετική γνώμη του γραφείου της Αθήνας δημιούργησαν την εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση «Ελευθερία», μαζί με δημοκρατικούς αξιωματικούς και στελέχη του Σ.Κ.Ε. και του Α.Κ.Ε. από το Μάιο του 1941. Αφετηρίες τους η αυτοπεποίθηση ίσως που είχε κληροδοτήσει απέναντι στον εχθρό ο πόλεμος στην Αλβανία, οι πιέσεις που ασκούσαν οι γερμανικές αλλά και οι βουλγαρικές αρχές, αλλά και ο βουλγαρικός κίνδυνος που απασχολούσε πολιτεία και κοινωνία στα χρόνια του Μεσοπολέμου και είχε γίνει μία απτή πραγματικότητα. Σε συνεργασία με την «Ελευθερία» και υπό την επίδραση των εκκλήσεων της Μόσχας για εξέγερση μετά τη γερμανική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, προς τα κομμουνιστικά κόμματα των άλλων κρατών, τον Ιούλιο του 1941 ξεκίνησαν τη δράση τους οι ένοπλες ομάδες «Οδυσσέας Ανδρούτσος» στη Νιγρίτα και «Αθανάσιος Διάκος» στο Κιλκίς, όπου είχαν προετοιμάσει το έδαφος οι τοπικές οργανώσεις του Κ.Κ.Ε. Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν πυρήνες της «Ελευθερίας» στη Δυτ. Μακεδονία αλλά και στην περιοχή της Κατερίνης με πρωτοβουλία στελεχών του Λιτοχώρου.
Στις ομάδες αυτές έσπευσαν να καταταγούν μέλη και στελέχη του Κ.Κ.Ε., αλλά και οι κάτοικοι των γύρω χωριών που ήδη ανησυχούσαν κυρίως για την καθημερινή επιβίωση και την παρακράτηση της σοδειάς τους από μια εξουσία που στερούνταν ηθικής νομιμοποίησης, φαινόμενο που θα εντείνονταν από το καλοκαίρι του 1942. Η υπεράσπιση της πατρίδας γι’ αυτούς ταυτιζόταν με την υπεράσπιση της γης και των καρπών της. Τα βασικά σημεία επίθεσης των ανταρτών ήταν οι αποθήκες, οι φρουρές, οι κατά τόπους σταθμοί χωροφυλακής. Οι ομάδες αναπτύχθηκαν σημαντικά, έφτασαν να έχουν συχνά περισσότερους από 100 μαχητές.
Εκτός από τα σαμποτάζ που είχαν προηγηθεί κάτι που αυτό το διάστημα εφαρμοζόταν μόνο στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή, το Σεπτέμβριο του 1941 σημειώθηκε η πρώτη ένοπλη ενέδρα στην περιοχή του Κιλκίς που κόστισε τη ζωή δύο αντρών του γερμανικού στρατού ενώ στα μέσα Οκτωβρίου 1941 έγινε επίθεση σε στρατιωτικό γερμανικό αυτοκίνητο στο Καλόκαστρο της Νιγρίτας.
Η ταυτόχρονη έντονη κινητικότητα στα κατεχόμενα από το βουλγαρικό στρατό εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο έκαναν τη στρατιωτική ηγεσία στη Θεσσαλονίκη να θεωρήσει ότι είχε τεθεί σε εφαρμογή ένα σχέδιο αντίστασης που κάλυπτε όλα τα Βαλκάνια και είχε υποκινηθεί από τη Μόσχα, και να πάρει δραστικά μέτρα που θα κατέπνιγαν άμεσα την υποκινούμενη αντίσταση.
Πολλά χωριά της περιοχής καταστράφηκαν, περίπου 420 άντρες 16 έως 60 χρόνων εκτελέστηκαν ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν από την περιοχή. Ύστερα από αυτήν την εξέλιξη οι ανταρτοομάδες ουσιαστικά διαλύθηκαν και μόνο μερικοί ένοπλοι συνέχισαν να κρύβονται χωρίς να αναλαμβάνουν συγκεκριμένη δράση, ωστόσο είχε διαφανεί πόσο ισχυρό κίνητρο για τους αγροτικούς πληθυσμούς ήταν η αλλαγή των συνθηκών στην ύπαιθρο.
Τα γεγονότα του Δοξάτου Δράμας
Αντίστοιχες ομάδες είχαν συγκροτηθεί και στην περιοχή της Δράμας χωρίς να είναι εξακριβωμένο σε ποιο βαθμό η απόφαση ανήκε στο Μ.Γ. του Κ.Κ.Ε. ή στην τοπική καθοδήγηση των κομμουνιστικών οργανώσεων της Δράμας. Η απήχηση ήταν μεγάλη στα καπνοπαραγωγικά χωριά της περιοχής, τόσο λόγω της επιρροής του Κ.Κ.Ε. αλλά και γενικότερα λόγω των πιέσεων που ασκούσε ο βουλγαρικός στρατός κατοχής.
Στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου με επίθεση εναντίον των εκπροσώπων της βουλγαρικής εξουσίας σε όλη την περιοχή κατάφεραν να την καταργήσουν στην περιοχή της Δράμας και των χωριών του Παγγαίου.
Οι δραματικές επιπτώσεις στον πληθυσμό από την ιδιαίτερα βίαιη καταστολή τροφοδότησαν από εκείνη την εποχή ακόμη, την υποψία ότι όλη η κίνηση ήταν βουλγαρική «προβοκάτσια». Ωστόσο, φαίνεται ότι οι βουλγαρικές αρχές αιφνιδιάστηκαν επίσης από την έκταση της εξέγερσης, η οποία στη φάση αυτή ήταν περισσότερο ένα φαινόμενο «αυτοάμυνας» απέναντι στην τρομοκρατία των βουλγαρικών αρχών, τους διωγμούς και την υποχρεωτική στράτευση στα τάγματα εργασίας. Εκτός από τα θύματα και τις καταστροφές, οι πολιτικές επιπτώσεις υπήρξαν μακρόχρονες. Ένα κύμα προσφύγων έφυγε για τις ζώνες της γερμανικής κατοχής, συμπαρασύροντας μαζί του τα πλέον εκτεθειμένα στοιχεία – τους εγγράμματους, τους «νοικοκυραίους» και ό,τι είχε απομείνει από διοικητικούς, πνευματικούς, πολιτικούς ή θρησκευτικούς παράγοντες. Άλλοι κατέφυγαν στα βουνά όπου εξοντώθηκαν από την καταδίωξη, την πείνα και τις στερήσεις. Η ιδέα της αντίστασης στον κατακτητή θα έκανε πολύ καιρό να εμφανιστεί και πάλι στην περιοχή, όχι νωρίτερα από το φθινόπωρο του 1943.
Η Υ.Β.Ε. και η Π.Α.Ο.
Τον Ιούλιο του 1941, σχεδόν ταυτόχρονα, με τις μαχητικές πρωτοβουλίες του Μακεδονικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε. συγκροτήθηκε η Υ.Β.Ε. (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος), από μια ομάδα αξιωματικών (Ιωάννης Παπαθανασίου, Ευάγγελος Δόρτας, Θωμάς Μπάρμπας, Αναστάσιος Σακελλαρίδης) ενώ προσχώρησαν σε αυτήν και κάποιες σοσιαλίζουσες μικροομάδες που αντιπαθούσαν το Κ.Κ.Ε..
Στόχος της οργάνωσης ήταν η αντιμετώπιση του βουλγαρικού κινδύνου, που είχε κάνει την εμφάνισή του και μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης πέρα από τη γειτονική βουλγαρική κατοχή και το κύμα των προσφύγων, με την ίδρυση της Βουλγαρικής Λέσχης από το Μάιο του 1941. Επίσης στόχος ήταν και τα μέτρα υπέρ των «βουλγαριζόντων», όπως αναφέρονταν οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πρακτική της απέβλεπε στη διατήρηση του εθνικού φρονήματος και στην εξουδετέρωση κάθε ξένης προπαγάνδας, που στόχευε στην απόσπαση βορείων επαρχιών (Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης), καθώς και στην «προσπάθεια επεκτάσεως των ορίων προς τας ιστορικάς κατευθύνσεις». Σε αυτό το σημείο συναντούσε την επίσημη πολιτική των ελληνικών αρχών της πόλης της Θεσσαλονίκης και του γενικού επιθεωρητή Νομαρχίας Μακεδονίας, Αθανάσιου Χρυσοχόου, ο οποίος τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ακριβώς για να προασπίσει τα «εθνικά συμφέροντα». Άλλωστε τα σύνορα στην περιοχή είχαν χαραχτεί μόλις 20 χρόνια πριν.
Η Υ.Β.Ε. ήταν η μόνη ανάμεσα στις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν στην Κατοχή, η οποία πρόβαλε εδαφικές επεκτατικές απόψεις και στόχους. Η λειτουργικότητα της ιδεολογίας αυτής δεν βρισκόταν τόσο στη ρεαλιστική πολιτική της βάση όσο στο ότι απέβλεπε στον προσεταιρισμό μερίδας των προσφύγων αλλά και όσων είχαν μόλις πληγεί από τη βουλγαρική Κατοχή ενώ προκαλώντας την αντίδραση του Ε.Α.Μ. και του Κ.Κ.Ε. – ειδικά όταν στο όνομα της «εθνικής δικαίωσης» πολλοί έβρισκαν άλλοθι για τις σχέσεις τους με τους Γερμανούς – τροφοδοτούσε την επιχειρηματολογία για «προδοτική » και πάλι στάση του Κ.Κ.Ε. και περιόριζε την επίδρασή του σε μαχητικά στοιχεία εκτός του αριστερού χώρου.
Η Υ.Β.Ε. το Μάιο ή Ιούνιο του 1943 λίγο πριν από την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής και την έξοδο σωμάτων της οργάνωσης στο βουνό μετονομάστηκε σε Π.Α.Ο. (Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις) ενδεχομένως για να τονίσει τη διεύρυνση αλλά κυρίως για να ξεφύγει από την προηγούμενη σύνδεση του ονόματός της με συνεργασία με δωσιλογικές αρχές, ιδιαίτερα τον Αθανάσιο Χρυσοχόου.
Από βρετανικά και γερμανικά αρχεία δεν φαίνεται να υπήρξε αντάρτικη δράση ή συγκρότηση ένοπλων πυρήνων από τις ομάδες της Υ.Β.Ε., από τις αρχές του φθινοπώρου 1941, όπως σημείωναν οι προσκείμενες προς αυτήν πηγές. Η πρώτη στρατιωτική ομάδα της Υ.Β.Ε./Π.Α.Ο. πρέπει να συγκροτήθηκε το Φεβρουάριο του 1943.
Οι ιδιαίτερες πρακτικές της Αντίστασης στη Θεσσαλονίκη και στη ευρύτερη περιοχή συνεχίστηκαν για λίγο και μετά το Σεπτέμβριο του 1941 με σαμποτάζ και ανατινάξεις. Ωστόσο, τα αντίποινα και οι εκτελέσεις ανάγκασαν τους σαμποτέρ να σταματήσουν. Η «Ελευθερία» μετατράπηκε στο Ε.Α.Μ. Θεσσαλονίκης μόνο τον Απρίλιο του 1942.
* Η Μαρία Καβάλα είναι ιστορικός
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Βόγλης Πολυμέρης, Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941 -1944, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.
Δάγκας Αλέξανδρος, «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, ελληνικό τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς», Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. 1922 – 1940. Ο Μεσοπόλεμος, τ. β2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 155 – 201.
Δορδανάς Στράτος, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941 -1944, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007.
Μαργαρίτης Γιώργος, Από την ήττα στην εξέγερση, Εκδόσεις Ο Πολίτης, Αθήνα 1993.
Παπαθανασίου Ιωάννα, «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στην πρόκληση της ιστορίας 1940 – 1945», Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αι., Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940 – 1945. Κατοχή – Αντίσταση, τ. γ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 79-151.
Φλάισερ Χάγκεν, Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941 -1944, τ. 2 Αθήνα 1995.
Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και καπετάνιοι. Η Εθνική Αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 1942 – 1944, Αδελφοί Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 2003.