του Δημήτριου Δούκα Σουφλέρη
Οι εκλογές είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για να υπάρχει δημοκρατία, ιδίως αντιπροσωπευτική και κοινοβουλευτική (1). Συνεπώς μοιάζει περιττό το ερώτημα περί της χρησιμότητάς τους. Είναι όμως πράγματι έτσι; ή μήπως οι εκλογές έχουν μετατραπεί σε μία απλή δικαιολόγηση του συστήματος μέσα από μια διαδικασία (2), ενώ η αληθινή αξία τους βαίνει μειούμενη;
Οι πρόσφατες «διπλές» εκλογές, κρίσιμες κατά την συνήθη φρασεολογία (ασχέτως της προφανούς ελλείψεως ανάλογης σοβαρότητος κατά την προεκλογική περίοδο) μετά την ολοκλήρωσή τους μπορούν να μας οδηγήσουν σε κάποια ερωτήματα και κάποιες απαντήσεις. Μήπως και κάτι ωφεληθούμε στις μέρες που έρχονται –όπου πολλά θα κριθούν– και στο μεσοδιάστημα μέχρι τις επόμενες εκλογές. Μέχρι τότε θα υπάρξουν αλλαγές, ευκαιρίες, δυσκολίες και προβλήματα, αλλά σίγουρα και σημαντικοί κίνδυνοι τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και κοινωνικό και βιοτικό για τον μέσο πολίτη ή τον απλό εργαζόμενο.
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται κατά την αντίληψή μας είναι το εξής: Τελικά αυτές οι εκλογές είχαν κάποια επίδραση στην εξέλιξη του πολιτικού βίου στην Ελλάδα;
Η απάντηση που δίνουμε είναι εν γένει αρνητική. Και αυτό γιατί επί της ουσίας τίποτε δεν άλλαξε. Παρέμεινε το ίδιο κόμμα στην διακυβέρνηση της χώρας, με τον ίδιο Πρωθυπουργό και όπως αποκαλύφθηκε μετά την ανακοίνωση την νέας Κυβερνήσεως με τα ίδια βασικά πρόσωπα εντός του κυβερνητικού σχήματος, μετά από ένα κάποιο ρολάρισμα, κάποιες προσθήκες και μία συνήθη ακόμη μεγαλύτερη μεγέθυνση ενός ούτως ή άλλως παχύσαρκου και κατά βάσιν αναποτελεσματικού Υπουργικού Συμβουλίου, ενός από τα μεγαλύτερα για χώρες του Ο.Ο.Σ.Α., ιδίως όταν αναλογισθούμε τον μικρό πληθυσμό της Ελλάδας.
Εκτός του γεγονότος ότι δεν υπήρξε αλλαγή στον κύριο φορέα άσκησης της πολιτικής, (πρωθυπουργού – κυβερνητικού σχήματος – κόμματος) είχαμε παράλληλα τρία φαινόμενα τα οποία μας βάζουν πρώτα και κύρια σε ανησυχίες και λιγότερο σε αισιοδοξία.
Το πρώτο φαινόμενο είναι η καταβαράθρωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Ασχέτως της όποιας προσωπικής και ιδεολογικής συμφωνίας ή διαφωνίας με το κόμμα αυτό, όμως η ύπαρξη μίας σοβαρής και ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι σημαντικότατη για την καλή λειτουργία του πολιτεύματος. Δυστυχώς από τις εκλογές μας προέκυψε μία αντιπολίτευση στα πρόθυρα της νοσηλείας.
Το δεύτερο φαινόμενο είναι η ισχυροποίηση του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που διαμόρφωσε βαθύτερα από οποιοδήποτε άλλο τα ελληνικά ήθη κατά τα τελευταία 40 έτη. Είναι δύσκολο να το δούμε στα πλαίσια της ιστορικότητας των κομμάτων του λεγόμενου δικομματισμού, συνήθους καταστάσεως σε αγγλοσαξωνικές χώρες. Ας αναλογισθούμε μάλιστα ότι για να κατορθώσει αυτή την ενίσχυσή του, μετά από διάφορα πειράματα με το όνομά του, ανέτρεξε στη σιγουριά του ιστορικού ονόματος και συμβόλων (πράσινος ήλιος κ.λπ.). Το ΠΑΣΟΚ μπορεί πάντοτε να ευαγγελίζεται την αλλαγή. Πόσο ειλικρινά όμως το έχει πράξει αυτό ή μπορεί να το υπόσχεται για το μέλλον;
Το τρίτο φαινόμενο είναι η είσοδος πολλών μικρών κομμάτων στο κοινοβούλιο. Εδώ αρχικά θα πρέπει να δηλώσουμε μία αισιοδοξία, είναι ευχάριστο το γεγονός ότι μέσα στο κοινοβούλιο βρίσκονται πολλά κόμματα, γιατί είναι συναφές με την λειτουργία της δημοκρατίας. Το ανησυχητικό στοιχείο βρίσκεται στο γεγονός ότι πολλά από αυτά τα κόμματα, τα τρία για την ακρίβεια, βρίσκονται σε μία όντως ιδιαιτέρως δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος: Ελληνική Λύση, Σπαρτιάτες και Νίκη. Και από τον χώρο της αριστεράς (τυπικά τουλάχιστον) έχουμε το απόλυτα προσωποπαγές (και ολίγον προσωπολατρικό) κόμμα της κυρίας Κωνσταντοπούλου.
Το δεύτερο ερώτημα που τίθεται για τις πρόσφατες εκλογές, είναι το εάν η κοινωνία μας μετά από τη διαδικασία αυτή βρίσκεται καλύτερα εξοπλισμένη και εφοδιασμένη για το μέλλον.
Η απάντηση εδώ έρχεται μέσα από μία ερώτηση: πώς μπορεί να προχωρήσει η κοινωνία όταν οι επιλογές της διακρίθηκαν από τα εξής κύρια χαρακτηριστικά: αφενός έναν ακραίο συντηρητισμό και αφετέρου μία αποχή από τα πολιτικά πράγματα που ίσως φτάνει μερικές φορές μέχρι του σημείου της απόλυτης αδιαφορίας.
Είναι εύκολο να εξηγήσουμε το πρώτο, το συντηρητισμό, αφού σύμφωνα με αυτά που έχουμε ήδη αντιληφθεί ψήφισαν κυρίως οι μεγαλύτερες ηλικίες με κριτήρια καθαρά συμφεροντολογικά, όπως επί παραδείγματι η αύξηση της σύνταξης (για την ακρίβεια πρόκειται για επιστροφή σε αυτό που υπήρχε πριν τις μειώσεις της «πρώτης φοράς αριστερά»). Άλλες ανάλογες επιλογές σιγουριάς ήταν… η προστασία μέσα από τις μάσκες, η αποδοχή της σωτηρίας μέσα από τα εμβόλια, ο εθισμός στα επιδόματα (για το ρεύμα, το πετρέλαιο, το γάλα και τα καλούδια στο σούπερ μάρκετ, την βενζίνη κ.λπ.). Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη των ακραίων φοβικών συνδρόμων (έως και της ανοχής κατά της ανθρώπινης ζωής) για τους μετανάστες!
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ο ένας στους δύο Έλληνες απλά έμεινε εκτός της εκλογικής διαδικασίας (47,17 το ποσοστό αποχής στις 25 Ιουνίου [3]). Και ενώ οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν μας φοβίζει η ιδέα της εκλογικής αποχής, ιδίως όταν αυτή οφείλεται σε συγκροτημένη πολιτική θέση και ο πολίτης προσπαθεί πολιτικά μέσα στην καθημερινότητα, όμως είναι ιδιαίτερα δύσκολο να πιστέψουμε ότι το 50% των Ελλήνων απείχε γιατί ασπάζεται τις ιδέες του αναρχισμού (4) είτε γιατί είναι υπερδραστήριο στην πολιτική του καθημερινότητα. Βέβαια ένα αξιόλογο κομμάτι του εκλογικού σώματος εξαναγκάσθηκε σε αυτή την αποχή: λόγω οικονομικής στενότητος για μετακινήσεις, εργασίας (ιδίως στον τουριστικό κλάδο) ή εξετάσεων οι φοιτητές. Είχαν όμως και οι θάλασσες τον κόσμο τους…
Το κοινωνικό σώμα όμως που συντηρητικοποιείται ή δυσπραγεί και δεν μπορεί να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα ή αδιαφορεί απαξιωτικά για τις εκλογές είναι προφανές ότι έχει μειωμένα προσόντα για το μέλλον του και μικρή δυνατότητα και επιθυμία για προοδευτική εξέλιξή.
Και το τρίτο ερώτημα: Η Ελλάδα μετά τις εκλογές βρίσκεται κάποια βήματα μπροστά στα μεγάλα ζητήματα της εθνικής και εξωτερικής πολιτικής;
Εδώ δυστυχώς η απάντηση δεν είναι απλώς όχι, αλλά πολύ περισσότερο είναι τραγικά θλιβερή. Στην προεκλογική περίοδο αποφεύχθηκε με απίστευτο επαγγελματισμό από το κρατούν πολιτικό σύστημα όχι μόνο η ενασχόληση με τα εθνικά θέματα, αλλά ακόμη και η εκ πλαγίου αναφορά σε αυτά. Προεξάρχον στην εγκατάλειψη ήταν το Κυπριακό. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι στο debate (10/5) των πολιτικών αρχηγών η λέξη Κύπρος δεν ακούστηκε. Έτσι καθόλου περίεργο δεν μας φαίνεται που τώρα τα ζητήματα της Κύπρου πηγαίνουν πάλι προς τα πίσω, δυσχεραίνονται και το μόνο που τα χαρακτηρίζει είναι ένας ελαφρύς βερμπαλισμός.
Το άλλο ζήτημα που αποφεύχθηκε ήταν το Αιγαίο και η εις βάθος τοποθέτηση των κομμάτων επ’ αυτού. Λες και η Ελλάδα συνορεύει με την Δανία ή το Βέλγιο και κανένα πρόβλημα δεν αντιμετωπίζει. Ομοίως υποβαθμίσθηκε το ζήτημα της Θράκης και μόνο που έγινε αντικείμενο μίας κούφιας κομματικής αντιπαράθεσης μεταξύ Μητσοτακικής βαρωνίας και Συριζαίικης αφασίας. Ζητήματα όπως η ΑΟΖ, οι σχέσεις Τουρκίας-Λιβύης, ο αφοπλισμός εν τοις πράγμασι των νησιών του Αιγαίου, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η μονομερής σχεδόν καθολικά διακομματική πρακτική του να βάζουμε όλα τα αυγά στο νατοϊκό και ευρωενωσιακό καλάθι είναι οι παρακαταθήκες των εκλογών.
Στα προηγούμενα ας προστεθεί η σχεδόν εγκληματική (τουλάχιστον σε επίπεδο ηθικής) διαχείριση του μεταναστευτικού – ακόμη και με τον πνιγμό εκατοντάδων ανθρώπων να αφήνει ανεπηρέαστο το εκλογικό σώμα!
Τέλος αυτό που είχε μεγάλη σημειωτική αξία και δείχνει πόσο ομφαλοσκοπική, μικρονοϊκή και μικρόψυχη είναι η Ελλάδα των κομμάτων και των κούφιων εκλογικών αναμετρήσεων, ήταν το απίστευτης θρασύτητας περιστατικό με τον Δήμαρχο Χειμάρρας Μπελέρη, που το αλβανικό κράτος διώκει προφανέστατα παράνομα και η ελληνική πολιτεία αποφεύγει προεκλογικά και μετεκλογικά να ασχοληθεί και υπερασπιστεί. Συνεπώς όπου μειονοτικός ελληνισμός και εγκατάλειψη από το ελλαδικό κράτος (5).
Εκλογές λοιπόν, διπλές, με διπλή ευκαιρία τόσο για το επαγγελματικό πολιτικό προσωπικό να ασχοληθεί με τα μεγάλα θέματα αλλά και για τον λαό να κάνει βήματα μπροστά, να εξελίξει λίγο την πολιτική πορεία της χώρας. Δυστυχώς και οι δύο πλευρές απέτυχαν οικτρά.
Τελικά αυτές οι εκλογές είχαν από πολύ μικρή έως και ανύπαρκτη χρησιμότητα για τον Τόπο μας. Μένει να ευχηθούμε, να εκμεταλλευθούμε καλύτερα τις αυτοδιοικητικές που έρχονται το Φθινόπωρο. Για να μπορούμε να έχουμε κάποια δημοκρατική και πολιτική ελπίδα!
Παραπομπές
1) Στο Σύνταγμα βλ. τα άρθρα 1 και 51 κε.
2) Βλ. ενδιαφέρον άρθρο του Κ. Δεμερτζή, Νομιμοποίηση μέσω της εκλογικής διαδικασίας, με αναφορά στο έργο του Γερμανού νομικού Νίκλας Λούμαν, στην ΝΕΑ Προοδευτική ΕΥΒΟΙΑ, φ. 994, 12/5/2023
3) Εκλογές 2023: Η αποχή σκαρφάλωσε στο 47,17%, σπάζοντας κάθε ιστορικό ρεκόρ, στην Καθημερινή 27/6/23
4) Όπου αναφέρεται και ως εκλογική απεργία
5) Άλλωστε το ξαναείδαμε και στην Μαριούπολη.