Ξεκίνησε χθες (Παρασκευή 28/6) και ολοκληρώνεται σήμερα η 14η Σύνοδος Κορυφής του G20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας, υπό την προστασία… 32.000 αστυνομικών. Ακόμη δεν είναι γνωστή η επίσημη κατάληξη, αν δηλαδή θα υπάρξει ένα κοινό ανακοινωθέν που θα εμφανίζει μια επίφαση έστω συμφωνίας στα βασικά θέματα που συζητήθηκαν. Όλοι όμως κατανοούν ότι σήμερα η λειτουργία της Ομάδας των 20 θυμίζει ελάχιστα τις πρώτες συναντήσεις της, όταν ακόμη οι διεθνείς σχέσεις διατηρούσαν μια στοιχειώδη ισορροπία και η κρίση δεν είχε χτυπήσει με όλη τη σφοδρότητά της το δυτικό, ιδίως, στρατόπεδο. Έκτοτε άλλαξαν πολλά, κι αυτό δεν μπορούσε παρά να αντανακλαστεί και στις τελευταίες Συνόδους Κορυφής των Είκοσι. Ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα και άλλες χώρες, οι αποτυχημένες γεωπολιτικές «παρεμβάσεις» της Ουάσιγκτον που δημιούργησαν κενά τα οποία καλύφθηκαν από αντιπάλους των ΗΠΑ, η υποβάθμιση της Ε.Ε. και η ενδόρρηξη του δυτικού στρατοπέδου, η πολιτική αστάθεια που προστέθηκε στην οικονομική κρίση στην Ευρώπη και όχι μόνο, είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που σκοτεινιάζουν το φόντο μιας παγκοσμιοποιητικής πρωτοβουλίας η οποία ξεκίνησε φιλόδοξα, αλλά πλέον έχει στομώσει.
Έτσι μικρή σημασία δίνεται πια στις όποιες καταλήξεις, που ούτως ή άλλως δεν είναι δεσμευτικές, και μεγαλύτερη στις διμερείς συναντήσεις μεταξύ των σημαντικότερων ηγετών – με κορυφαία τη σημερινή μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ. Οπωσδήποτε κανείς δεν περιμένει από αυτές μια θεαματική ανατροπή της ολοένα και πιο έντονης διεθνούς αταξίας. Ένας από τους βασικούς λόγους γι’ αυτό είναι η εμφανής αδυναμία του βορειοαμερικανικού κατεστημένου να χαράξει μια συνεκτική στρατηγική με στόχο να ανακόψει το διαρκές αδυνάτισμά του στη διεθνή σκακιέρα, και άρα η συνέχιση της αβεβαιότητας. Οι αλλοπρόσαλλες δηλώσεις του Τραμπ (ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο ενός ιδιότυπου ενδοαμερικανικού εμφυλίου) για όλα τα αγκάθια που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ αποτυπώνουν πιστά αυτό το διόλου δημιουργικό, τελικά, χάος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πριν φτάσει στην Οσάκα, ο Τραμπ εξαπέλυσε ομοβροντία δηλώσεων και μηνυμάτων που απειλούσαν εχθρούς και «φίλους» για την… αχαριστία τους, ενώ στις διμερείς συναντήσεις που ακολούθησαν αναλώθηκε κυρίως σε χαριεντισμούς και θερμά λόγια για τους συνομιλητές του.
Ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα και άλλες χώρες, οι αποτυχημένες γεωπολιτικές «παρεμβάσεις» της Ουάσιγκτον που δημιούργησαν κενά τα οποία καλύφθηκαν από αντιπάλους των ΗΠΑ, η υποβάθμιση της Ε.Ε. και η ενδόρρηξη του δυτικού στρατοπέδου, η πολιτική αστάθεια που προστέθηκε στην οικονομική κρίση στην Ευρώπη και όχι μόνο, είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που σκοτεινιάζουν το φόντο μιας παγκοσμιοποιητικής πρωτοβουλίας η οποία ξεκίνησε φιλόδοξα, αλλά πλέον έχει στομώσει
Όλοι «φίλοι», αλλά δεν τα βρίσκουν
Σπουδαία φίλη χαρακτήρισε την Μέρκελ, πολύ-πολύ καλή τη σχέση του με τον Πούτιν, καταπληκτική τη συνεργασία του με τον οικοδεσπότη, τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Σίνζο Άμπε, «έχεις κάνει σπουδαία δουλειά και άξιζες τη νίκη μεγάλε φίλε μου» είπε στον πρόσφατα επανεκλεγέντα Ινδό πρόεδρο Μόντι, ενώ δεν έκρυψε και την αισιοδοξία του για τη σημερινή συνάντηση του με τον Σι Τζινπίνγκ. Την προηγούμενη μόλις ημέρα όμως τα είχε βάλει σχεδόν με όλους. Πρώτα κατηγόρησε τους Ιάπωνες ότι στηρίζονται στην αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα προστασίας αλλά θα κάθονται στον καναπέ τους και θα βλέπουν τηλεόραση (και μάλιστα… ιαπωνικής κατασκευής, τόνισε) αν κάποιος επιτεθεί στις ΗΠΑ! Έπειτα επιτέθηκε στους Ινδούς διότι βάζουν δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων, «ξεχνώντας» ότι πρώτες οι ΗΠΑ κατάργησαν το ευνοϊκό καθεστώς εισαγωγής ινδικών προϊόντων όταν η κυβέρνηση Μόντι αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σχέδιο αγοράς του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400. Μετά τα έσυρε και στους Γερμανούς, που «τα περιμένουν όλα από εμάς και δεν ξοδεύουν όσα θα έπρεπε σε αμυντικές δαπάνες», κ.ο.κ.
Όσο για το πόσο βάσιμη είναι η αισιοδοξία του ότι θα τα βρει με την Κίνα, αρκεί να σημειωθεί ότι είναι έτοιμα τα νέα προεδρικά διατάγματα για δασμό 25% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων αξίας 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως – επιπλέον των δασμών που έχουν ήδη επιβληθεί σε εισαγωγές 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Τελικά, το αν θα κλιμακωθεί περαιτέρω ο εμπορικός πόλεμος με το Πεκίνο λίγο θα εξαρτηθεί από τη σημερινή συνάντηση Τραμπ-Σι: εφόσον έχει αίσια κατάληξη, το πολύ-πολύ να επιβραδύνει ήδη ειλημμένες αποφάσεις. Κατά τα άλλα, η «συγκρατημένη αισιοδοξία» που εκφράζουν και διεθνείς αναλυτές –λένε ότι αυτή τη φορά υπάρχει καλύτερη προετοιμασία για συμβιβαστική λύση– αποτελεί αντιγραφή όσων έλεγαν και πέρυσι στο Μπουένος Άιρες, για να διαψευστούν οικτρά…
Σχετική χαλαρότητα επέδειξε ο Αμερικανός πρόεδρος μόνο έναντι του Ρώσου ομολόγου του, παρόλο που στην πράξη συνεχίζεται η προσπάθεια των ΗΠΑ για περικύκλωση της Ρωσίας. Όταν ρωτήθηκε λοιπόν από δημοσιογράφο αν θα πει στον Πούτιν να σταματήσει να επεμβαίνει σε αμερικανικές εκλογές, ο Τραμπ στράφηκε στον Ρώσο πρόεδρο και του είπε σε μάλλον αστείο ύφος: «Να μην το ξανακάνεις, εντάξει;». Ήταν ίσως ο τρόπος του να δείξει σε όσους τον κατηγορούν ότι εκλέχθηκε με… ρωσική βοήθεια (πρωτοφανής κατηγορία, που ποτέ πριν δεν έχει απευθυνθεί σε εκλεγμένο Αμερικανό πρόεδρο, και μάλιστα από ισχυρά τμήματα του βορειοαμερικανικού κατεστημένου) πόσο τους υπολογίζει.
Επικοινωνιακά παιχνίδια
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν όμως και δεύτερης τάξης αψιμαχίες στο εσωτερικό του G20, αφού υπογραμμίζουν ότι αυτό που κυριαρχεί σήμερα, ιδίως εντός του δυτικού στρατοπέδου, είναι το «όλοι εναντίον όλων και ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Σε αυτές μπλέχτηκε ο Ιάπωνας οικοδεσπότης της Συνόδου Κορυφής, ο οποίος δύσκολα έκρυβε την ψυχρότητά του απέναντι στον Νοτιοκορεάτη ομόλογό του Κιμ Ντάε-γιουνγκ, παρόλο που υποτίθεται ότι είναι σύμμαχοι: αιτία η προσέγγιση Βόρειας και Νότιας Κορέας, αλλά και οι ανανεωμένες απαιτήσεις των Κορεατών να αναγνωρίσει η Ιαπωνία την ενοχή της για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής της Κορέας και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Άμπε αντιμετώπισε όμως κι άλλον πονοκέφαλο: δέχτηκε μεγάλες πιέσεις για την επανέναρξη σε μεγάλη κλίμακα του βάρβαρου κυνηγιού φαλαινών. Και «απάντησε» θέτοντας εμφατικά το ζήτημα της τεράστιας ρύπανσης των θαλάσσιων υδάτων από πλαστικά απορρίμματα…
Το περιβαλλοντικό πρόβλημα και η κλιματική αλλαγή γίνονται έτσι ένα επιπλέον αντικείμενο επικοινωνιακών παιχνιδιών μεταξύ των «μεγάλων», που ρίχνουν ο ένας στον άλλον το μπαλάκι της ευθύνης προσπαθώντας να κερδίσουν τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Μέγας παίκτης σε αυτή τη διελκυστίνδα υποκρισίας είναι και ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, που επιχειρεί να εμφανιστεί ως σωτήρας του πλανήτη και απειλεί με βέτο αν δεν υπάρξουν «σαφείς δεσμεύσεις» του G20 για το περιβάλλον και το κλίμα. Απειλές για… ευρωπαϊκή κατανάλωση, αφού πρώτοι-πρώτοι οι Τραμπ, Σι Τζινπίνγκ και Πούτιν χαμογελούν συγκαταβατικά όταν τις εκτοξεύει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τους διεθνείς ηγέτες είναι η λήψη πραγματικών και δραστικών μέτρων για την ανακοπή της δηλητηρίασης του πλανήτη, αφού στην «καλύτερη» περίπτωση καταλήγουν στην υιοθέτηση μη δεσμευτικών διακηρύξεων. Από αυτήν την άποψη, ακόμη και η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα (από την οποία αποχώρησαν μονομερώς οι ΗΠΑ) μοιάζει με ασπιρίνη για τον καρκίνο.
Συμπέρασμα
Κατά ένα περίεργο τρόπο, η Σύνοδος Κορυφής του G20 και τα όσα διαμείβονται εκεί αποτυπώνουν αρκετά καλά τους διεθνείς συσχετισμούς. Οι ΗΠΑ στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν διαλυόταν το «αντίπαλο δέος», βαυκαλίζονταν ότι ο 21ος θα είναι ο αιώνας της αδιαμφισβήτητης παντοκρατορίας τους. Τώρα έχουν εμπλακεί σε μια σειρά διενέξεις με αμφίβολη κατάληξη, έχουν υποστεί ήττες σε περιφερειακές συγκρούσεις, και αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερους αντιρρησίες – ακόμη και μεταξύ των «συμμάχων» τους. Εκεί που νόμιζαν ότι μετέτρεψαν τη Ρωσία σε υποτελή δύναμη, αυτή αναστήθηκε ως βιώσιμη καπιταλιστική οικονομία και ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Η Κίνα, που προσδοκούσαν ότι θα εξαγοραστεί από τις επενδύσεις τους, τις χρησιμοποίησε για να γίνει κι αυτή μια δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας, να αποκτήσει κρίσιμες υποδομές, και να έχει μια ολοένα πιο σημαντική παρουσία σε προηγμένους τομείς. Ακόμη και πρώην «περιφερειακές» δυνάμεις ακολουθούν πλέον μια πορεία αυτονόμησης και αυθαδιάζουν απέναντι στην Ουάσιγκτον. Η απάντηση της κυβέρνησης Τραμπ, που σε ορισμένα πεδία συνεχίζει την πολιτική των προκατόχων και σε άλλα όχι, είναι να παραπονιέται ότι την έχουν ρίξει οι σύμμαχοί της, να επιβάλλει κυρώσεις, να απειλεί ακόμη και με πυρηνικό ολοκαύτωμα τους απείθαρχους – δίχως αποτέλεσμα. Μοναδική ίσως παρηγοριά των ΗΠΑ είναι η αποτυχία της Ε.Ε. να αναδειχθεί σε έναν ακόμη ανεξάρτητο πόλο, και η τελική υποταγή της στο δόγμα του ευρωατλαντισμού. Όλα αυτά «φωτογραφήθηκαν» για άλλη μια φορά στην Οσάκα…
Η ταυτότητα του G20
Η Ομάδα των Είκοσι ξεκίνησε το 1999 ως συνάντηση υπουργών Οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών με στόχο τη διαφύλαξη της «διεθνούς χρηματοπιστωτικής σταθερότητας». Από το 2008, στις απαρχές του τελευταίου επεισοδίου της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναβαθμίστηκε σε Συνάντηση Κορυφής αρχηγών κρατών με διευρυμένη ατζέντα. Οι όποιες αποφάσεις της λαμβάνονται συναινετικά και δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Στην προηγούμενη, 13η Σύνοδο Κορυφής (τέλη 2018, Μπουένος Άιρες) για πρώτη φορά υπήρξαν δηλώσεις διαφοροποίησης από τις ΗΠΑ σε θέματα όπου είχαν θεωρητικά συμφωνήσει όλοι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες.
Στο G20 συμμετέχουν 19 κράτη και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία και η Ιαπωνία. Σε δεύτερο βαθμό, οι υπόλοιπες τρεις χώρες των BRICS (Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική) και οι σημαντικότερες δυτικές δυνάμεις: ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία και η Αυστραλία. Η εικοσάδα συμπληρώνεται από την Ιταλία, την Τουρκία, το Μεξικό, την Αργεντινή, την Ινδονησία, τη Νότια Κορέα και τη Σαουδική Αραβία. Οι οικονομίες των μελών του G20 αντιστοιχούν στο 85% περίπου του παγκόσμιου ΑΕΠ. Οι Είκοσι αντιπροσωπεύουν το 80% του παγκόσμιου εμπορίου και το 65% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Στη φετινή Σύνοδο Κορυφής η επίσημη ατζέντα περιλάμβανε οκτώ θέματα: 1) τους κινδύνους που απειλούν την παγκόσμια οικονομία, 2) τις εμπορικές διενέξεις, 3) την επιδίωξη της αύξησης των θέσεων εργασίας και των επενδύσεων, 4) την καινοτομία, 5) την τεχνητή νοημοσύνη, 6) το περιβάλλον και την ενέργεια, 7) την υγεία και 8) τη βελτίωση της θέσης των γυναικών. Τα περισσότερα από αυτά δεν απασχόλησαν κανέναν: ήταν ο… politically correct μαϊντανός μιας συνάντησης που στην πραγματικότητα ήταν ευκαιρία για διμερείς συναντήσεις μεταξύ παγκόσμιων ηγετών και για παζάρια σχετικά με «εκτός θέματος» ζητήματα, όπως το ιρανικό.
Η επόμενη, 15η Σύνοδος Κορυφής έχει προγραμματιστεί να γίνει το 2020 σε ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα μέλη του G20: τη Σαουδική Αραβία, στενό σύμμαχο της Δύσης και του Ισραήλ, που διοικείται από ένα ακραία απολυταρχικό και μεσαιωνικό καθεστώς. Το καθεστώς αυτό εμπλέκεται άμεσα σε ενίσχυση τζιχαντιστικών οργανώσεων, σε βάρβαρες δολοφονίες αντιπάλων του, σε εγκλήματα πολέμου στην Υεμένη και σε ραδιουργίες για γενίκευση της σύρραξης στη Μέση Ανατολή, περιλαμβανομένης επίθεσης στο Ιράν. Το μόνο «θετικό» της σαουδαραβικής διοργάνωσης είναι ότι, σε αντίθεση με προηγούμενες Συνόδους Κορυφής που σημαδεύτηκαν από μαζικές και ριζοσπαστικές διαδηλώσεις, εγγυάται ότι δεν θα πετάει ούτε μύγα πέριξ του συνεδριακού κέντρου…
Δύο αγκάθια στην Οσάκα
Παρόλο που δεν περιλαμβανόταν στην επίσημη ημερήσια διάταξη της Συνόδου Κορυφής και δεν συμμετέχουν σε αυτήν εκπρόσωποι του Ιράν, στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκε και το ιρανικό ζήτημα. Αιτία είναι η κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή, με τις ΗΠΑ και τους… φιλελεύθερους συμμάχους τους (το μεσαιωνικό σαουδαραβικό καθεστώς και το ρατσιστικό-κατοχικό ισραηλινό κράτος) να απειλούν την Τεχεράνη. Περισσότερο γαβγίζει παρά δαγκώνει βέβαια μέχρι στιγμής ο Τραμπ, αφού κάτι έμαθαν οι Αμερικανοί ιθύνοντες από τα παθήματά τους σε Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν κ.λπ., πόσο μάλλον που το Ιράν μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο δυσκολοχώνευτο. Εν πάση περιπτώσει, καθώς η Τεχεράνη δεν δείχνει διάθεση υποταγής, οι Ευρωπαίοι έχουν καταλήξει απλά να παρακαλούν τον Τραμπ να αναθεωρήσει τη στάση του. Είναι δηλαδή εμφανής η αδυναμία τους να διαφοροποιηθούν έμπρακτα και να αγνοήσουν τις αμερικανικές απειλές προς όποιον συνεχίσει να συναλλάσσεται με το Ιράν – σε αντίθεση με την Κίνα, τη Ρωσία ή ακόμη και «συμμάχους» των ΗΠΑ (Ιαπωνία, Ινδία κ.ά.). Έτσι ο Μακρόν δήλωσε ότι θα επιχειρήσει να πείσει τον Τραμπ ότι είναι προς το συμφέρον της Ουάσιγκτον να απαλύνει τις κυρώσεις, η Μέρκελ ζήτησε «να βρεθεί μια ειρηνική λύση», και ο Τουσκ είπε ότι… ελπίζει να βρεθεί. Αυτή η στάση επιβεβαιώνει ότι αδυνατούν να χαράξουν μια στοιχειωδώς ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου σε μη δημόσιες συζητήσεις οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. ψιθυρίζουν, παραιτημένοι, ότι «είναι δύσκολο να επιβιώσει η διεθνής συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν χωρίς τις ΗΠΑ»…
Η ψοφοδεής στάση των Ευρωπαίων γίνεται ακόμη πιο εμφανής αν συγκριθεί με αυτήν της Τουρκίας, που «φυσικά» συμμετέχει στο G20: ανεξάρτητα από την κατάληξη της σημερινής συνάντησης του Τραμπ με τον Ερντογάν, είναι σαφές ότι η Άγκυρα παζαρεύει σκληρά και διεκδικεί αναβαθμισμένο περιφερειακό και διεθνή ρόλο. Η επιμονή του Τούρκου προέδρου ότι η αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 θα ολοκληρωθεί διότι «το χρειαζόμαστε για την άμυνά μας(…) και έχει την καλύτερη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας» συνοδεύθηκε χθες, παραμονή της συνάντησής του με τον Αμερικανό ομόλογό του, από την προειδοποίηση ότι «αν οι ΗΠΑ δεν μας δώσουν τα αεροσκάφη F-35 που έχουμε παραγγείλει, θα τις κυνηγήσουμε στα διεθνή διαιτητικά δικαστήρια για παραβίαση των συμβατικών τους υποχρεώσεων»! Πρόσθεσε μάλιστα, τη στιγμή που τουρκικά στρατεύματα έχουν εισβάλει και σε ιρακινό έδαφος εν μέσω διεθνούς σιωπής και συνεχίζεται η τουρκική κατοχή στο συριακό Αφρίν, ότι αναμένει από τον Τραμπ «να υλοποιήσει επιτέλους τη συμφωνία μας για εκδίωξη των Κούρδων τρομοκρατών από τα εδάφη που ελέγχουν στη Συρία»… Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεργκ είπε από την πλευρά του ότι ευελπιστεί πως η διμερής συνάντηση κορυφής ΗΠΑ-Τουρκίας «θα φέρει πρόοδο και θα άρει το σημερινό αδιέξοδο». Πράγματι, αυτό θα γίνει… αρκεί ο Τραμπ να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί με τον Ερντογάν.