Δεν θα μπορούσε η Αργολίδα να έχει διαφορετική μοίρα από τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Ένας κατ’εξοχήν αγροτικός νομός τείνει να γίνει νεκροταφείο δέντρων και τα χωριά του φαντάσματα
Ο νομός Αργολίδας οδηγείται στην εγκατάλειψη του πρωτογενή τομέα, μια διαδικασία που περνά μέσα από την εξόντωση της πλειονότητας των αγροτών και την εγκατάλειψη καλλιεργειών και ολόκληρων (κυρίως ορεινών και ημιορεινών) περιοχών.
Τα καπνά σταμάτησαν να καλλιεργούνται σε ορεινά χωριά όπου μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν αυτά που τόνωναν την τοπική τους οικονομία και κρατούσαν τους ανθρώπους εκεί. Η Προσύμνη, οι Λίμνες, το Αραχναίο είχαν να αντιμετωπίσουν, πέρα από όλες τις δυσκολίες που έχει η ζωή σε ένα χωριό απομακρυσμένο κατά 20 και 25 χλμ. αντίστοιχα από τα αστικά κέντρα του νομού (Άργος- Ναύπλιο), και την κατάρρευση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Με τα καπνά ζούσαν πολλές οικογένειες», μας περιγράφει ένας κάτοικος από την Προσύμνη, ενώ στο καφενείο όλοι είναι αγανακτισμένοι για τις τιμές που έχει το λάδι. 2,20 ευρώ είναι τα κοφτικά (έξοδα συγκομιδής) και μέρος από τα έξοδα καλλιέργειας. Μεροκάματο δικό μου δεν βγαίνει. Δουλεύω τζάμπα», λέει ένας μεσήλικας ελαιοπαραγωγός και ένας άλλος, γύρω στα 60, συμπληρώνει ότι αν συνεχίσουν έτσι οι τιμές, οι ελιές θα μένουν πάνω στα δέντρα και θα μαζεύουμε μόνο όσο χρειαζόμαστε για το σπίτι».
Κατεβαίνοντας από τα ορεινά χωριά συναντά κανείς τον εύφορο αργολικό κάμπο, η αγωνία των παραγωγών όμως παραμένει η ίδια. Μεγάλο μέρος των πορτοκαλιών φεύγει για εξαγωγή σε τιμές που φέτος ήταν για τους περισσότερους παραγωγούς 11 λεπτά το κιλό (καθαρά). Άλλοι, που τα κρατάνε για αργά (με το ρίσκο ενός παγετού που θα κάψει την παραγωγή και με φθορές), περιμένουν να πάει η τιμή τουλάχιστον στα 25-26 λεπτά το κιλό (15-16 καθαρά). «Αν δεν φτάσουν μια τιμή αξιοπρεπή, δεν θα τα δώσω πουθενά. Θα τα αφήσω να πέσουν και θα φρεζάρω», μας αναφέρει ένας αγρότης από το χωριό Μάνεσι, και συνεχίζει: «Μπορεί να χάσω τη φετινή χρονιά και μαζί και κάποια χρήματα, αλλά εγώ τα πορτοκάλια μου τζάμπα δεν τα δίνω. Παράγουμε ένα προϊόν για διατροφή και δεν δέχομαι αυτό τον εξευτελισμό».
Και φυσικά υπάρχει το χρόνιο πρόβλημα της πληρωμής από τους εμπόρους. Τα «κανόνια» είναι πολλά. Πέρσι έκλεισε ένα εργοστάσιο, ακούγεται δε ότι ο ιδιοκτήτης άνοιξε νέο σε γειτονική βαλκανική χώρα. Οι παραγωγοί έχασαν τα λεφτά τους και οι εργαζόμενοι εκεί κάποιους μισθούς και τη δουλειά τους. Άλλοι έφτασε η φετινή περίοδος συγκομιδής και ακόμα δεν έχουν πληρωθεί για την περσινή παραγωγή, ενώ αρκετοί είναι και αυτοί που έχασαν οριστικά τα λεφτά τους, αφού οι “αεριτζήδες” ανθούν στον χώρο της εμπορίας, αφήνοντας τους αγρότες με χρέη στις τράπεζες και στους γεωπόνους.
Ακόμα και αυτοί που εμπορεύονται στις λαϊκές της Αθήνας, οι οποίες μέχρι πριν κάποια χρόνια έδιναν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, κοπιάζουν αλλά δεν κερδίζουν τίποτα. Τελείωσαν οι εποχές που χρησιμοποιούσαμε μεγάλες τσάντες και γεμίζαμε πορτοκάλια. Πια, σου ζητάνε 2-3 κιλά. Τα δίνουμε με 30 λεπτά το κιλό και δεν τα παίρνουν», μας λέει ένας παραγωγός.
Το 1/3 από τους 300.000 τόνους πορτοκαλιών που παράγει η Αργολίδα οδηγείται σε εργοστάσια για χυμοποίηση. Εκεί οι βιομήχανοι τα αγοράζουν με 4 λεπτά το κιλό. Συγκρίνετε αυτή την τιμή με την τιμή που αγοράζουμε φρέσκους χυμούς στα ράφια των σούπερ μάρκετ… Ειδικά από φέτος που ξεκίνησε να ισχύει η αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή (βάσει της νέας ΚΑΠ) καταργείται και το τελευταίο κίνητρο του παραγωγού να στείλει τα πορτοκάλια για χυμοποίηση. Πολλοί τόνοι πορτοκαλιών παραμένουν χωρίς διέξοδο, συμπιέζοντας (λόγω υπερπροσφοράς στους τομείς των εξαγωγών και της εγχώριας διάθεσης) όλη την αγορά προς τα κάτω. Εμφανίζεται το παράδοξο να υπάρχει άφθονη πρώτη ύλη (πορτοκάλια) και να περιορίζεται η παραγωγή ελληνικού φρέσκου χυμού.
Φυσικά εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί μαζί με τους παραγωγούς που αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της αποσύνδεσης της επιδότησης “στενοχωριούνται” και κάποιοι άλλοι που με ψευδή στοιχεία κατάφερναν τόσα χρόνια (με την ανοχή του κράτους) να ιδιοποιούνται μεγάλα ποσά της επιδότησης.
Οι συνεταιρισμοί, ενώ θα μπορούσαν να παίξουν έναν υποστηρικτικό ρόλο στον μικρομεσαίο αγρότη έχουν μετατραπεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε αδρανείς γραφειοκρατίες και στη χειρότερη σε εκτροφεία διεφθαρμένων αγρο-παραγόντων απωθώντας τους παραγωγούς.
Επειδή η Αργολίδα καλλιεργείται με δενδρώδεις καλλιέργειες, η εγκατάλειψη δεν φαίνεται από έναν βιαστικό παρατηρητή, αφού τα χωράφια δεν είναι χέρσα αλλά έχουν δέντρα που κάθε άνοιξη ανθίζουν και κάθε φθινόπωρο γεμίζουν με καρπούς και τα οποία ως γνωστόν πεθαίνουν όρθια…
Ο ξαφνικός τους θάνατος έρχεται όταν η κερδοσκοπία στη γη οδηγεί πολλές περιοχές σε οικοπεδοποίηση προσφέροντας εισοδήματα στους πρώην κατόχους των χωραφιών που φυσικά δεν θα μπορούσαν να πάρουν αν καλλιεργούσαν τη γη τους υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Ανθρωπος και γη
Η αγροτική γη στην Αργολίδα φτάνει τα 700.000 στρέμματα και είναι κατά 18,75% πεδινή, 23,76% ημιορεινή και κατά 57,49% ορεινή. Η έκταση της γης που καλλιεργείται με πορτοκάλια είναι 105.000 στρέμματα. Από τις 8.314 εκμεταλλεύσεις που κα λλιεργούνται με πορτοκάλια, οι 6.625, δηλαδή το 80%, είναι μικρότερες των 20 στρεμμάτων. Αυτό δείχνει από τη μια τον κατακερματισμό της γης, αλλά κυρίως τον μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων αγροτών. Το 80% των εκμεταλλεύσεων κάτω των 20 στρεμμάτων αντιστοιχεί μόνο στο 50% (52.586 στρέμματα) της συνολικά καλλιεργούμενης με πορτοκάλια έκτασης.
Για έναν παραγωγό που καλλιεργεί 20 στρέμματα με πορτοκάλια παράγοντας 100.000 τόνους και τα διαθέτει για εξαγωγή, το καθαρό εισόδημα, σύμφωνα με υπολογισμούς παραγωγών, συνήθως είναι μικρότερο των 10.000 ευρώ, αναγκάζοντας την πλειονότητα των παραγωγών να απασχολούνται και σε άλλες εργασίες εποχικές ή μόνιμες.
Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες υπολογίζονται στις 5.000-5.500 και αποτελούν μόνο το 20-25% των αγροτών. Αν προχωρήσουν οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης σχετικά με το Μητρώο Αγροτών, το πιο πιθανό είναι να βρεθούν εκτός περίπου 15.000 αγρότες ή αλλιώς το 75% των απασχολούμενων.
Η απασχόληση στον κλάδο της γεωργίας-κτηνοτροφίας έχει μειωθεί δραματικά. Ήδη υπήρξε μια αγροτική «έξοδος» τη δεκαετία του ’90 όπου οι απασχολούμενοι στον κλάδο μειώθηκαν από το 37,1 % (1991) στο 28,2% (2001).