Του Φώτη Τερζάκη

 

Στην εγχώρια πάλη των τάξεων οι ιδεολογίες υφίστανται μερικές φορές παράξενες μεταμορφώσεις. Άλλοτε επινοούνται έννοιες με ακαθόριστο σημασιακό περιεχόμενο επειδή στοχεύουν κυρίως στην υποκίνηση θολών συγκινησιακών ανακλαστικών, άλλοτε έννοιες με μακριά διαδρομή και σεσημασμένο περιεχόμενο στρεβλώνονται ώστε να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς αντίθετους προς την πρόθεση που τις γέννησε. Παράδειγμα του πρώτου είναι το εκκεντρικό επινόημα «εθνομηδενισμός», έμπνευση όσων πιστεύουν ότι μπορούν να αντιτάξουν το φετίχ έθνος (μαζί με τις αυταρχικές συνδηλώσεις των παραδοσιακών του χρήσεων) στο φετίχ χρήμα/εμπόρευμα· παράδειγμα του δεύτερου, η κατάχρηση του όρου «λαϊκισμός» σε μια πολεμική που φιλοδοξεί να συστήσει ρητορικά κάτι σαν κυρίαρχη ιδεολογία των ηγεμονικών ελίτ στη σημερινή Ελλάδα: εκείνων που συνασπίζονται γύρω από τα ιδεώδη του νεοφιλελεύθερου «εκσυγχρονισμού», δηλαδή, τον «ευρωπαϊσμό» του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και τον «δυτικισμό» της Ατλαντικής γεωπολιτικής.

Ένα τόξο έχει σχηματιστεί προ πολλού, το οποίο στις συνθήκες κατοχής που έχει περιέλθει η χώρα γίνεται όλο και πιο επιθετικό, αποθρασυνόμενο από τον ρόλο που του έχει ανατεθεί ως εντόπιου διαχειριστή πολυεθνικών συμφερόντων: από το «εκσυγχρονιστικό» think tank τού Σημίτη και τα ακαδημαϊκά/εκδοτικά του αντηχεία μέχρι την Καθημερινή και τους δημοσιογραφικούς προμαχώνες τού νεοφιλελευθερισμού (τύπου The Athens Review of Books και The Books Journal), και από τη μιντιακή γελοιογράφηση της πολιτικής υπό την επωνυμία Ποτάμι, μέχρι το παροιμιώδες πνεύμα ΔΗΜΑΡ (το νοσώδες τού οποίου έχει μολύνει θανάσιμα το σώμα ΣΥΡΙΖΑ), η χρήση του όρου «λαϊκισμός» για την απαξίωση κάθε ανθιστάμενης φωνής διατρέχει σαν κόκκινο νήμα τους παραγόμενους λόγους συρράπτοντάς τους σε μία αναγνωρίσιμη ιδεολογική αλυσίδα. Η επιλογή τού συγκεκριμένου νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας έρχεται –προβλέψιμα- να ενισχύσει τις τάξεις του.

Δεν χρειάζεται να ξαναπώ εδώ ότι όλο το παιχνίδι βασίζεται σε εσκεμμένη διαστρέβλωση των ιστορικών σημασιών του «λαϊκισμού»: το ότι, από εννοιοποίηση τυπικών περιπτώσεων λαϊκής χειραγώγησης με φιλολαϊκό προκάλυμμα, ενός ιδιάζοντος τύπου αυταρχικής πολιτικής δηλαδή (καθαρότερη έκφραση του οποίου στην Ελλάδα υπήρξαν μία σειρά από μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Δεξιάς, και προσφάτως το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου), καταλήγει να μεταφράζεται σε οιαδήποτε μορφή λόγου των υποτελών τάξεων που αμφισβητεί την τεχνοκρατική «ειδημοσύνη» και την εν λευκώ εξουσιοδότηση των αυτοδιορισμένων «εκπροσώπων». Αυτή η διαστρέβλωση, όμως, φωτίζει την καρδιά του στρατηγήματος: αν οι κυρίαρχες τάξεις σήμερα πάσχουν από βαθύτατη αδυναμία να συγκροτήσουν θετικά νομιμοποιητικούς λόγους για την πολιτική τους, το επιχειρούν αρνητικά, πλήττοντας δυνητικούς συγκροτητικούς όρους και αξίες των αντιπάλων τους. Οι πολεμικές χρήσεις τού όρου «λαϊκισμός» από την ελληνική ολιγαρχία στοχεύουν απευθείας την έννοια λαός – την πιθανότητα ανάδειξης οιουδήποτε συλλογικού υποκειμένου με αξίωση αυτοκαθορισμού, που πρέπει να αποκλειστεί εκ της προδικασίας, όπως λέμε, ως «μύθος» (και αφήνω στον αναγνώστη να κρίνει σε ποιον βαθμό οι πιο υποψιασμένες από τις παραπάνω ελίτ βρήκαν ανέλπιστη αρωγή στον «αντισυστημικό» αποδομητισμό -ελέω Deleuze- του Negri και των συνοδοιπόρων του).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!