Για την ταινία Τρελή αγάπη της Τζέσικα Χάουσνερ
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Σε ρομαντικό καμβά μέσα από σύγχρονο πρίσμα κεντάει με σκηνοθετική μαεστρία η Τζέσικα Χάουσνερ, στην ταινία εποχής Τρελή αγάπη.
Στο προτεσταντικό Βερολίνο των αρχών του 19ου αιώνα, ένας νεαρός ποιητής, ο Χάινριχ φον Κλάιστ, βιώνει με τραγικό τρόπο την ερωτική απόρριψη από το γυναικείο φύλο. Μελαγχολικός, παρορμητικός και ευαίσθητος, έλκεται από την ιδέα αναζήτησης του ιδανικού έρωτα όχι πλέον στη ζωή, αλλά στο θάνατο.
Σε μια μουσική βραδιά με λίντερ, στα σαλόνια ενός αρχοντικού, υπό το φως των κεριών, ο Χάινριχ γνωρίζει και πολιορκεί την Ενριέτα, συνδέοντας εμμονικά το ερωτικό πάθος με την πράξη της αυτοχειρίας, ως υπέρτατης λύτρωσης. Οι αρχικές αντιστάσεις της Ενριέτα υποχωρούν γρήγορα, κάτω από τον ιδεαλιστικό ρομαντισμό και το πάθος των ποιημάτων του Χάινριχ, που δίνουν νόημα στην κοινότυπη καθημερινότητά της. Η έως τότε άχαρη και ασεξουαλική της υπόσταση, που την καθήλωνε σε αχνή μητρική φιγούρα στο φόντο του συζυγικού βίου, κλονίζεται ανεπανόρθωτα. Βαθμιαία, καταλαμβάνεται και αυτή από μια μακάβρια όσμωση θανάτου, αντίδραση του καταπιεσμένου ερωτικού σκιρτήματος. Η δυσκολία διαχείρισης αυτής της σταδιακής μετάλλαξης την βυθίζει στην κατάθλιψη. Με την επιστήμη της Ψυχολογίας στα σπάργανα, η άγνοια της ψυχοσωματικής φύσης μιας σωματοποιημένης καταπίεσης οδηγεί εσφαλμένα στη διάγνωση μιας σαρκικής κακοήθειας, στα όρια του θανάτου. Η πολυπόθητη ερωτική αποδοχή που επενδύει ο Χάινριχ στην Ενριέτα σκαλώνει στα δεσμά του γάμου της. Η αδιέξοδη σχέση τους κάμπτεται και φεύγουν τελικά μαζί στην εξοχή, αφήνοντας άφωνους όχι μόνο τον υπομονετικό σύζυγο, αλλά και όλο τον περίγυρο.
Βασισμένη σε μια αληθινή περίεργη ιστορία αυτοκτονίας, αυτή η ιδιαίτερη ερωτική εκπλήρωση, μέσα από τον θάνατο, είναι απότοκος μιας εποχής που ενοχοποιούσε τη σαρκική επαφή. Η Χάουσνερ προσπαθεί να την αποδώσει σεναριακά, καταφέρνοντας να διερευνήσει μέσα από σκηνοθετικούς πρωτίστως χειρισμούς τις επιπτώσεις της επιβεβλημένης ερωτικής αυτοσυγκράτησης. Η λιτότητα στα σκηνικά και στους φωτισμούς αποδίδει στο έπακρο το αποστειρωμένο αριστοκρατικό περιβάλλον του πουριτανισμού της εποχής, σχολιάζοντας την προτεσταντική αυστηρότητα, στα χνάρια του Μίκαελ Χάνεκε. Το σταθερό πλάνο-σεκάνς στους κλειστούς εσωτερικούς χώρους μιας συμμετρικής αισθητικής, που απορρέει από το επιτηδευμένο θεατρικό στήσιμο μετωπικής οπτικής, αποδίδει αυτήν ακριβώς τη δισδιάστατη σχέση που δημιουργείται όταν το βάθος προβάλλεται στο πρώτο πλάνο, φέρνοντας στο νου τη διευθέτηση του χώρου στους βορειοευρωπαϊκής αισθητικής ζωγραφικούς πίνακες. Συχνά το στήσιμο γύρω από ένα τραπέζι συμπληρώνεται με την παρουσία ενός σκύλου σε προφίλ, σχεδόν ακίνητου, όπως στους πίνακες της ρομαντικής περιόδου. Αυτή η αποστασιοποίηση και κυρίως η τελετουργική ηρεμία των ανεπαίσθητων κινήσεων των χαρακτήρων, σαν στιβαρά απόκοσμα ειδώλια, που απαγγέλλουν αργά και με στόμφο τις ατάκες τους, θυμίζει πολύ έντονα την κινηματογράφηση του μεγάλου Δανού σκηνοθέτη Καρλ Ντράγιερ, κυρίως όταν η γυναικεία φιγούρα πλαισιώνεται ή φαίνεται μέσα από μεγάλους καθρέφτες, στο αυστηρό, σχεδόν μοναστικής αισθητικής εσωτερικό σκηνικό. Η έντονη επιρροή του Ντράγιερ είναι εμφανής και στην ανάδειξη της καταπίεσης της γυναικείας υπόστασης. Πολύ σημαντικοί είναι και οι φυσικοί φωτισμοί, που θυμίζουν την ολλανδική μπαρόκ ζωγραφική του Βερνέερ, ενώ στα ελάχιστα εξωτερικά πλάνα, την τιμητική τους έχουν οι φυσικοί θόρυβοι, σε μια ταινία δίχως μουσική υπόκρουση.
Στη μουσική ανατίθεται καθαρά αφηγηματικός ρόλος, σε σκηνές ιδιωτικών ρεσιτάλ, με την πρωταγωνίστρια να τραγουδάει λίντερ συνοδεία πιάνου και στις χοροεσπερίδες των αριστοκρατών, σε ρυθμούς βαλς, από μικρό σύνολο εγχόρδων.
Τα εξαιρετικά χρώματα στα ενδύματα της πρωταγωνίστριας μεταβάλλονται σταδιακά, με ιδιαίτερη σημασία. Λευκωπά αρχικά, συμβολίζοντας την αγνότητα, αλλάζουν σε κόκκινα, έντονα φούξια και αντιθετικά μεταξύ τους τολμηρά χρώματα, σε λουλουδάτα υφάσματα, όσο βαραίνει η ψυχική της διάθεση, με την αίσθηση θανάτου που τροφοδοτεί η ερωτική στέρηση. Στην απόδοση της εποχής συμβάλλουν και μερικές στυλιζαρισμένες συζητήσεις πολιτικού περιεχομένου, για τον πόλεμο με την Πρωσία ή για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στους φόρους που επιμερίζονται και στους ευγενείς. Αυτά τα αποσπασματικά στιγμιότυπα εντάσσουν τον ρομαντισμό στο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο μιας μεταβατικής περιόδου, στο τέλος της αριστοκρατίας, με την άνοδο της αστικής τάξης και την παράλληλη ανάπτυξη της Ψυχολογίας, στο μεταίχμιο της νεωτερικότητας, πριν από τη βιομηχανική επανάσταση.
Η αποδέσμευση του ρομαντισμού από τα στενά όρια της σχέσης έρωτα/θάνατου, όπως αποτυπώνεται στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι και η τοποθέτησή του σε πολιτικό πλαίσιο, αποδίδεται κινηματογραφικά μέσα από ένα σύγχρονο, ψυχρό και αποστασιοποιημένο ρεαλισμό, που συνδέει συνειρμικά μια ταινία εποχής με το σήμερα.
(Ο τίτλος είναι από τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι)
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι Θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου ([email protected])