Ο «ρεαλισμός» που σημαίνει η αποδοχή της κυριαρχίας της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς

του Αθανάσιου Μπόϊκου

 

Θεωρείται από τις συστημικές δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης σαν αυτονόητη πλέον «αλήθεια» ότι το κυρίαρχο πολιτικό δίπολο σήμερα είναι αυτό του «ρεαλισμού» απέναντι στον «λαϊκισμό». Εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως με τον όρο «ρεαλισμός» περιγράφεται η οριστική και τελεσίδικη αποδοχή της κυριαρχίας (ιδεολογικής, πολιτικής, ψυχολογικής) της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς πάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνικής αλλά και προσωπικής ζωής των «πληθυσμών», ενώ στο σάκο με την καρτέλα «λαϊκισμός» τσουβαλιάζονται όλες οι φωνές διαμαρτυρίας και αντίθεσης. Από την υποκριτική εθνικιστική υστερία της φασιστικής – νεοναζιστικής Δεξιάς μέχρι τους, έστω σκόρπιους, παροδικούς και ατελέσφορους ως τώρα, αγώνες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για την αμφισβήτηση/υπέρβαση του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη θέση, δεν υπάρχει –και δεν είναι δυνατό να υπάρξει– εναλλακτική στην κατάσταση που μας έχει επιβληθεί. Στην ευρεία αποδοχή αυτού του ισχυρισμού καίριο ρόλο έπαιξε και η γενικευμένη συνθηκολόγηση (παράδοση άνευ όρων, ακριβέστερα) της Αριστεράς που διεκδίκησε –και στη χώρα μας πήρε– τα την κυβέρνηση, ωστόσο με όρους ανάθεσης και όχι συμμετοχής του «λαού» στο κοινωνικό – πολιτικό γίγνεσθαι. Στην πραγματικότητα όχι μόνο ο «λαός» γενικά δεν μπήκε σε κίνηση, αλλά ούτε καν τα μέλη και οι κομματικές οργανώσεις της «ριζοσπαστικής» αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Και αυτό δεν ήταν κάποιο «ατύχημα» ή «αστοχία», αλλά σχεδιασμός και προμελέτη.

 

Η ιστορία επαναλαμβάνεται

Η ιδεολογική πίεση που ασκείται κατά του (συλλήβδην) αποκαλούμενου «λαϊκισμού» είναι τεράστια και ο στόχος της είναι – σε αυτή τουλάχιστον τη συγκυρία, όπου «της γης οι κολασμένοι» δεν αναγνωρίζουν στην εναπομείνασα Αριστερά μια οικεία πολιτική στέγη, προτιμώντας το βίο του ανέστιου πλάνητα – σείοντας το σκιάχτρο του νεκραναστημένου από τις ίδιες τις συστημικές πολιτικές ακροδεξιού-φασιστικού «κινδύνου», να συσπειρώσει τον «λαό» γύρω από τις πολιτικές αυτές, που τον έχουν εξαντλήσει και εξαθλιώσει. Ξέχασε, βέβαια, η κυβερνώσα αριστερά ότι σε παραπλήσιες απευθύνσεις συσπείρωσης εκ μέρους των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ κ.ά.) απέναντι στη χρυσαυγίτικη «αναγέννηση» απαντούσε ακριβώς με τον τρόπο που σήμερα καταγγέλλει σαν «λαϊκίστικο»: Ότι το φαινόμενο γιγάντωσης της νεοναζιστικής συμμορίας είναι απόρροια της εφαρμογής των πολιτικών των μνημονίων, που δε στραγγίζουν απλώς οικονομικά τη χώρα αλλά και τη μετατρέπουν σε προτεκτοράτο, καθιστώντας την ελληνική κυβέρνηση γραφείο και υπηρεσία διαχείρισης ενός ξεπουλημένου οικοπέδου.

Η τότε συγκυβέρνηση πρασινογάλαζων «ρεαλιστών» κατάγγελλε το ΣΥΡΙΖΑ σαν εκφραστή του πιο ακραίου λαϊκισμού. Και φυσικά η συνέχεια και η κατάληξη των «αριστερών» δικαίωσε απόλυτα το παλιό καθεστώς «μίζας, διαφθοράς και διαπλοκής», που (υποτίθεται πως) θα «ανέτρεπε» ο ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο απόλυτα που του έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιάζεται σήμερα, στα μάτια του κόσμου, αναβαπτισμένο και έτοιμο να ξαναγίνει κουμανταδόρος της βουλής (χωρίς να αποκλείονται ευρύτερες πολυμερείς συγκυβερνήσεις)!

Τώρα επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία, με τη διαφορά ότι το χρηματιστήριο των «ρεαλιστών» παραφούσκωσε, τόσο που χωράει και τη «ριζοσπαστική αριστερά», η οποία, βλέπετε, «συνήλθε», «φρονίμεψε», ρεαλιστικοποιήθηκε!

 

20 χρόνια τώρα…

Αν πάμε φυσικά καμιά εικοσαριά και κάτι χρόνια πίσω, θα δούμε τους τωρινούς ιεροκήρυκες του «ρεαλισμού» να σπρώχνουν το ανθρώπινο κοπάδι στα χρηματιστήρια, στον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, στη φρενίτιδα των κάθε λογής δανείων, να στήνουν τη νέα «μεγάλη ιδέα» των ολυμπιακών. Με το αζημίωτο, ασφαλώς, οικογενειών, συγγενών και «φίλων». Σείουν τώρα το βρώμικο λάβαρο του «μαζί τα φάγαμε» και έχουν από καιρό κηρύξει το τέλος του πανηγυριού και την έναρξη μιας μεγάλης πολικής νύχτας νηστείας, περισυλλογής και «ανάνηψης». Εννοείται βεβαίως ότι αφού ήμασταν όλοι συνδαιτυμόνες στο μεγάλο φαγοπότι, κανείς δεν έχει το «ηθικό πλεονέκτημα» και ανάστημα να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία. Κάτι έλεγε επ’ αυτού η «ριζοσπαστική αριστερά», αλλά ποιος τη θυμάται πια. Η άμμος στην κλεψύδρα κυλάει αδυσώπητα και σε λίγο πλεονεκτήματα και αβαντάζ θα ταφούν κάτω από ένα παχύ στρώμα συνενοχής, ομοιότητας και «ισότητας». Κι έτσι η παγκαλική ρήση θα καταγραφεί επίσημα σαν το απαύγασμα (κατακάθι) της αστικοδημοκρατικής συναίνεσης. «Με όρους αριστεράς», βεβαίως. Μη σας διαφεύγει η ποιοτική διαφορά και η διαλεκτική δυναμική των πραγμάτων! Η «αριστερά» ναι μεν κάνει ό,τι και η δεξιά, πλην όμως με πόνο ψυχής! Η «αριστερά» μπορεί να διαγράφει ανθρώπινες ζωές και όνειρα, αλλά το κάνει με στόχο τη διαγραφή ή, έστω, την «ελάφρυνση» του χρέους. Μέχρι κι ο Δραγασάκης μάς το διαβεβαίωσε! Δίχως θυσίες άλλωστε, κανένας αγώνας δεν ευοδώνεται.

Κάτι τέτοιοι τύποι είναι, σύντροφοι και συντρόφισσες, συμπολίτες και συμπολίτισσες, που μας αποκαλούν «λαϊκιστές». Μόνο και μόνο επειδή επιμένουμε, τώρα περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, γλείφοντας τις πληγές μας, ψηλαφώντας στο σκοτάδι, σκοντάφτοντας και πέφτοντας, βρίζοντας και απειλώντας θεούς και δαίμονες, να σπάσουμε δεσμά κι αλυσίδες.

Ε, ναι, λοιπόν. Είμαστε «λαϊκιστές» και το δηλώνουμε·οριστικά, ανενδοίαστα και τέλεια. Τελεία και παύλα.

 

Έμαθα να φοβάμαι τον τσοπάνο περισσότερο παρά το λύκο.
Αυτά είπε το σοφό πρόβατο στη συνέλευση των σφαγέων.
(Στην πρωτομιλία του, γιατί μετά το πρόβατο «αποσύρθηκε»)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!