Αν υπάρχει λόγος για να σκεφτεί κανείς σοβαρά το τι «ποιότητες χώρας» διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αυτό δεν είναι για τις ανάγκες μιας περιγραφής, μα κυρίως για τα συμπεράσματα στα οποία οδηγεί η τέτοια ή αλλιώτικη εικόνα. Κι εδώ οι προσδιορισμοί οφείλουν να πατούν στο έδαφος και να μην συσκοτίζουν, είτε αποκρύπτοντας σημαντικές πλευρές είτε αναδεικνύοντας με θόρυβο επουσιώδεις. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από το πολιτικό επίπεδο. Είναι διαφορετικό να μιλά κανείς για «καθεστωτική φάση», διαφορετικό να καταγγέλλει τον «Μητσοτάκη-απόλυτο κακό», διαφορετικό να συνδέει τα πάντα με τον «φταίχτη καπιταλισμό». Παρομοίως, όσο αφορά την πραγματική κίνηση και τις αντιδράσεις της κοινωνίας, αφού και αυτές συγκροτούν και αναστατώνουν το πολιτικό πεδίο. Άλλο πράγμα είναι η διαρκής επίκληση «στο δρόμο του αγώνα», άλλο το «κλιμάκωση τώρα», άλλο το «να βγάλει ο λαός τα συμπεράσματά του». Μα όλα σωστά δεν είναι; Όχι ακριβώς. Όχι, γιατί το καθένα ορίζει και πριμοδοτεί μια διαφορετική στάση που κι αυτή με τη σειρά της –για όσους δεν είναι αθεράπευτα αφελείς– είναι ενδεικτική για τους ρόλους που ο κάθε οργανισμός έχει συμφωνήσει να παίζει μέσα στο πολιτικό σύστημα.

Ας δούμε όμως μερικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων. Ξεκινήσαμε με την επιτροπεία του Χίλτον που μέσα από διάφορα επεισόδια αναγνωρίστηκε σαφώς ως η πραγματική κυβέρνηση της χώρας, με το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών να βάζει σε αυτό την τεράστια σφραγίδα του. Εννοείται ότι μια σειρά θεσμικές αλλαγές που προέβλεπαν τα πολυκομματικά μνημόνια ξετίναξαν πολλές από τις δημοκρατικές διαστάσεις της μέχρι τώρα Πολιτείας.

Από τότε και με μεγαλύτερη ένταση στη συνέχεια, άρχιζε να φιλοτεχνείται μια εικόνα του «λαού στους δρόμους», ως κάτι βασικά καθυστερημένο, που δεν γνωρίζει, απαράδεκτο έως επικίνδυνο όταν αυτό ξεπερνά κάποια δεδομένα πλαίσια νομιμότητας και έκφρασης. Είναι ο μεγάλος αγώνας ενάντια στον εθνολαϊκισμό, με δεξιά και αριστερά επιχειρήματα. Η «πάνω Πλατεία» του 2011 εξέθρεψε τη Χρυσή Αυγή για να καταλήγουμε το 2020 στο «τείχος της Δημοκρατίας», πρωτοσέλιδο-γραμμή της Εφημερίδας των Συντακτών.

Ενδιάμεσα βέβαια είχαμε το χτύπημα –ιδεολογικό, πολιτικό, κατασταλτικό– του κατά Τσίπρα «ετερόκλητου όχλου», όσων δηλαδή αντιδρούσαν με τεράστιες κινητοποιήσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών. «Φασίστες, δε χωρά αμφιβολία». Όπως και αυτοί στα νησιά «που δεν ήθελαν τους ξένους». Ήρθε μετά η πανδημία, όπου σύσσωμο το πολιτικό σύστημα όχι μόνο εφάρμοσε και αποδέχτηκε το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και τις πολλαπλές καταργήσεις του δημόσιου χώρου, αλλά και στιγμάτισε ως «ψεκασμένους» όσους ψέλλιζαν κάτι διαφορετικό, αφήνοντας για άλλους το «ακαταδίωκτο». Επί Μητσοτάκη το πράγμα γενικώς χοντραίνει, ένα πιο στενό σύστημα εξουσίας επιβάλλεται, δεμένο με την ανάγκη για πιο γοργά βήματα και με την αντιπολίτευση να κατεβάζει τον πήχη στα εύκολα, ανακαλύπτοντας σε αυτά –και μόνο σε αυτά– το περίφημο «δεν είμαστε όλοι ίδιοι».

Η ΝΑΤΟποίηση της χώρας, η Ελλάδα «στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ», επιβάλλονται και γίνονται καθεστώς-οδηγία για το πολιτικό σύστημα συνολικά, χωρίς μεγάλες κόντρες στη Βουλή. Τα κάθε λογής pass γίνονται νόμος και συνηθίζονται. Η δικαστική εξουσία και η αστυνομία-παρακράτος ξεσαλώνουν, τα ΜΜΕ εξοργίζουν, «όμως αυτά συμβαίνουν» και δεν ταράζουν τις αντιπολιτευτικές ευαισθησίες που τους ταράζει στη νομιμότητα της κοινοβουλευτικής ατάκας. Σημειωτέον, δεν έχουμε αναφερθεί καν στις μη αμιγώς πολιτικές πλευρές της καθεστωτικής φάσης, όπως για παράδειγμα η μετάβαση σε έναν ψηφιακό κόσμο, που προωθείται ταχέως και χωρίς υποψία κριτικής και αντίστασης από μεριάς όλου του επίσημου πολιτικού κόσμου.

Και τώρα, μετά από μια 8η Μάρτη, πάλι ξανά το καθεστώς. Η δομική συμπολίτευση βιάζεται να κατεβάσει τον πήχη, δέχεται τις ευθύνες της και προσφέρει –όχι χωρίς ανησυχία– στο λαό το μόνο πράγμα που μπορεί και επιτρέπει: Εκλογές. Και το ερώτημα παραμένει: Υπάρχει στ’ αλήθεια σύνθεση κυβέρνησης ή κοινοβουλίου που να μπορεί πραγματικά να αντισταθεί σε όλα αυτά;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!