Στο περιοδικό Χρόνος διαβάσαμε ένα ενδιαφέρον κείμενο του δοκιμιογράφου Χρήστου Χρυσόπουλου με τίτλο «Κατανόηση και συνεκτικότητα πληροφοριών, ανισότητες στην πρόσβαση, περισπασμοί. Ανάμεσα στην ψηφιακή και την έντυπη έκδοση». Αντιγράφουμε εδώ μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα: «Μέχρι τώρα η έρευνα έχει δείξει ότι η ανάγνωση σε έντυπη μορφή, και ειδικά σε πανεπιστημιακό πλαίσιο, σχετίζεται με υψηλότερη κατανόηση πληροφοριών. Το retention rate, η δυνατότητα να επανακληθούν πληροφορίες από ένα κείμενο είναι σημαντικά –και μάλιστα συντριπτικά– υψηλότερη όταν κανείς διαβάζει σε έντυπη μορφή.

Το δεύτερο στοιχείο της έρευνας αφορά τη μεγαλύτερη συνεκτικότητα των πληροφοριών της έντυπης ανάγνωσης. Ο αναγνώστης μπορεί να τοποθετήσει τις πληροφορίες του κειμένου σε ένα ευρύτερο εννοιολογικό πλαίσιο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι όταν το έχει διαβάσει ψηφιακά. Μία υπόθεση για την αιτία αυτού του φαινομένου αποδίδεται στην ίδια την κειμενικότητα του έντυπου βιβλίου, δηλαδή στην οπτική μνήμη. Όταν κανείς διαβάζει τη σελίδα χαρτιού, υπάρχουν στοιχεία που αφορούν την τοπογραφία του κειμένου, δηλαδή αν η πληροφορία ήταν στην κορυφή της σελίδας ή στη βάση της σελίδας, αν ήταν δεξιά ή αριστερά, πώς ήταν η διάρθρωση του κειμένου όταν βλέπει κανείς ένα τυπογραφικό “σαλόνι”… Όλες αυτές οι πληροφορίες χάνονται στο ψηφιακό όπου κανείς ουσιαστικά κάνει μόνο scrolling, taping και zooming. Οπότε ένα σημαντικό στοιχείο που φέρνει η έρευνα είναι η οπτική φύση της πληροφορίας.

Το επόμενο στοιχείο αφορά τα αισθητηριακά στοιχεία της ανάγνωσης, στοιχεία συμπληρωματικά που χάνονται στην ψηφιακή μορφή, και αφορούν, λόγου χάριν, το βάρος του βιβλίου: όταν κανείς κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι του, η αίσθηση διαφοροποιείται για καθένα βιβλίο. Επίσης, όταν κανείς γυρνάει τις σελίδες, ακόμα και όταν φυλλομετρά, το εκάστοτε σημείο στο οποίο εντοπίζεται μια συγκεκριμένη κειμενική πληροφορία ή ακόμα το πώς διαρθρώνεται ένα συγκεκριμένο επιχείρημα, έχει να κάνει με το πόσες σελίδες υπάρχουν πριν και με το πόσες σελίδες απομένουν στην έκταση του βιβλίου. Οπότε κανείς μπορεί με ένα μοναδικό, μοναδιαίο σημείο αντίληψης να εντοπίσει πού ακριβώς βρίσκεται. Αυτή η φυσικότητα χάνεται στην ψηφιακή έκδοση. […]

Επόμενο στοιχείο που φέρνει η έρευνα –όλα ετούτα κατατείνουν στην αρχική μου θέση: στο χαμηλότερο retention rate και στη χαμηλότερη σύνθεση της πληροφορίας της ψηφιακής ανάγνωσης– είναι οι περισπασμοί. Όταν κανείς διαβάζει σε ψηφιακό περιβάλλον –και ειδικά όταν μιλάμε για αναγνώσεις οι οποίες απαιτούν κατανόηση, απαιτούν, για παράδειγμα, να εξεταστείς σε αυτή την πληροφορία– ο περισπασμός μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον είναι πάρα πολύ εύκολος. Όταν κανείς διαβάζει στην οθόνη, έχει ανοικτό δίπλα του το facebook ή μια άλλη ιστοσελίδα… Μόλις, λοιπόν, κουραστεί, την ίδια στιγμή καταφεύγει πολύ εύκολα σε κάτι άλλο, υπάρχει δηλαδή μια συνθήκη εισόδου-εξόδου. Το ίδιο συμβαίνει και με την παρουσία links. Η διαφορά είναι η εξής: στο έντυπο βιβλίο μπορεί όντως ο συγγραφέας να αναφέρεται σε ένα link. Συνήθως τότε, σημειώνεις αυτό το στοιχείο, είτε πρόκειται για ένα διακειμενικό στοιχείο είτε για ένα στοιχείο πολυμέσου, συνεχίζεις την ανάγνωση και, όταν τελειώσει η συγκεκριμένη ενότητα, το αναζητείς και έπειτα επιστρέφεις στην ανάγνωση, πράγμα που σημαίνει πως εκείνη τη στιγμή διατηρείς στον νου σου όλο το εννοιολογικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η συγκεκριμένη πληροφορία. Ψηφιακά, όταν βλέπεις το link μπροστά σου, ακόμα και παρορμητικά μπορεί να το ακολουθήσεις, οπότε θα οδηγηθείς κάπου αλλού. Βλέπουμε εδώ ξανά τη συνθήκη της εσόδου-εξόδου, η οποία αποτρέπει να διατηρείται συνθετικά στον νου του αναγνώστη η κειμενική πληροφορία.

Τέλος, ίσως το πιο σημαντικό από όλα, για μένα, είναι ότι με την ανάγνωση σε ψηφιακή μορφή ανεβαίνει το on screen time, δηλαδή ο χρόνος στην οθόνη. […] Φανταστείτε, λοιπόν, ότι καθημερινά καταφεύγουμε στην οθόνη για την ψυχαγωγία μας, για την επικοινωνία μας, για τη δουλειά μας, διαβάζουμε στο κινητό μας… Ακόμα και για να πάρουμε το λεωφορείο αναζητούμε το κινητό μας τι ώρα θα έρθει. Οπότε, το γεγονός ότι η ανάγνωση προστίθεται σε αυτόν τον συνολικό ψηφιακό χρόνο σημαίνει ότι δε νοείται πλέον ως ένας χώρος προστατευμένος από την ψηφιακή κόπωση. Η συνθήκη της ανάγνωσης είναι πλέον η ίδια με οτιδήποτε άλλο κάνουμε μπροστά σε μια οθόνη.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!