Τα ΜΜΕ μπορούν επίσης να αντιμετωπιστούν με έναν πιο ευρύ τρόπο, στη φιλελεύθερη θεωρία, ως ένα μέσο πληροφορίας και δημόσιας συζήτησης που διευκολύνει τη λειτουργία της δημοκρατίας. Τα ΜΜΕ ενημερώνουν το εκλογικό σώμα και βοηθούν τους ψηφοφόρους να κάνουν μια πληροφορημένη επιλογή την ώρα της κάλπης. Επίσης παρέχουν μία δίοδο επικοινωνίας μεταξύ κυβέρνησης και κυβερνώμενων, που βοηθά την κοινωνία να αποσαφηνίσει τους στόχους της, να διαμορφώσει πολιτική, να συντονίσει τη δραστηριότητά της και να αυτορυθμιστεί.
Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη οπτική, όλα αυτά είναι εφικτά μέσα από την ελεύθερη αγορά. Αυτή εξασφαλίζει την ανεξαρτησία των Μέσων ως μεσάζοντα, και παράγει μια εκτεταμένη και περιεκτική δημόσια συζήτηση. Η ελευθερία της αγοράς επιτρέπει σε οποιονδήποτε να δημοσιεύσει τη γνώμη του, κι αυτό εξασφαλίζει πως εκθέτονται όλες οι σημαντικές απόψεις και πως η πληροφορία μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από ποικίλες πηγές.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο επεκτείνεται. Και ενθαρρύνεται η χρηστή διακυβέρνηση καθώς η διαδικασία λήψης των αποφάσεων εκτίθεται στην αλληλεπίδραση της αντίθετης άποψης. Όπως ανέφερε σε μια πολυδημοσιευμένη του δήλωση ο Αμερικανός νομικός Oliver Holmes, «το καλύτερο τεστ αληθείας είναι η δύναμη της σκέψης να γίνει αποδεκτή στον ανταγωνισμό της αγοράς…» (Barron, 1975)
Υπάρχουν πολλά να επιδοκιμαστούν σ’ αυτήν την προσέγγιση. Υποθέτει πως οι δημοκρατίες χρειάζονται ενημέρωση και συμμετέχοντες πολίτες που θα διαχειρίζονται τις κοινές τους υποθέσεις. Επίσης αποδέχεται πως η δημόσια συζήτηση είναι πιο πιθανό να γεννήσει λογικά και δίκαια αποτελέσματα εάν λάβει υπόψη της τις διαφορετικές απόψεις και συμφέροντα. Στην καρδιά αυτής της φιλελεύθερης –ή όπως αποκαλείται στις ΗΠΑ, ρεπουμπλικανικής– παράδοσης υπάρχει μια αξιοθαύμαστη έμφαση στην ενεργητική αυτοδιάθεση, τη συζήτηση με επιχειρήματα και τον κοινωνικό συνυπολογισμό.
Υπάρχει, εντούτοις, ένα σημαντικό σφάλμα στο κέντρο αυτού του συλλογισμού: η απλοϊκή εμπιστοσύνη στην ελεύθερη αγορά. Η υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού υπονομεύει τους σκοπούς αυτού του συλλογισμού με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους.
Πρώτον, η ελεύθερη αγορά σήμερα περιορίζει την ουσιαστική ελευθερία της δημοσίευσης. Όταν πρωτοδιαμορφώθηκε η φιλελεύθερη θεωρία για τον Τύπο, πράγματι οι απλοί άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να στήσουν το δικό τους βήμα, σα να λέμε, στην κύρια αγορά των ιδεών, επειδή ήταν φτηνή η έκδοση. Μεγάλες εθνικές εφημερίδες βγήκαν το 1890 στη Βρετανία για παράδειγμα, με ελάχιστες δαπάνες (Curran, 1977). Σήμερα, στη Βρετανία πάντα, απαιτούνται τουλάχιστον 20 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας για να βγει μια νέα εθνικής εμβέλειας εφημερίδα μεγάλου σχήματος, και πλέον των 15 εκατομμυρίων για ένα νέο καλωδιακό τηλεοπτικό σταθμό. Ενώ υπάρχουν ακόμα κάποιοι τομείς των ΜΜΕ όπου το κόστος είναι χαμηλό, αυτοί τείνουν να περιθωριοποιηθούν ή έχουν μικρά ακροατήρια. Μία μοναχική ιστοσελίδα στο Ίντερνετ είναι ουσιαστικά δωρεάν αλλά δεν έχει την ίδια επικοινωνιακή ισχύ με ένα τηλεοπτικό σταθμό ή μια εφημερίδα. Το κέντρο της δημόσιας σφαίρας έχει καταστεί απρόσιτο, εν ολίγης, εξαιτίας του υψηλού κόστους που απαιτείται για να μπει κανείς στην αγορά.
Δεύτερον, η ελεύθερη αγορά περιορίζει την κυκλοφορία της δημόσιας πληροφορίας και καθιστά τους ανθρώπους λιγότερο ενημερωμένους. Η δυναμική αυτής της διαδικασίας έχει ερευνηθεί από τους Curran, Douglas και Whannel (1980) σε σχέση με τον βρετανικό Τύπο. Πρωτοποριακή έρευνα αγοράς που έγινε για λογαριασμό των εκδοτών για μια περίοδο 40 ετών έδειξε πως οι ιστορίες ανθρώπινου ενδιαφέροντος σταθερά κέρδισαν τα μεγαλύτερα ποσοστά αναγνωσιμότητας, επειδή απευθύνονταν σε όλες τις κατηγορίες αναγνωστών, ενώ αντίθετα οι δημόσιες υποθέσεις απασχόλησαν μόνο μια μειοψηφία συγκεντρωμένη γύρω από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Η πίεση του ανταγωνισμού της αγοράς για μεγιστοποίηση των πωλήσεων οδήγησε συνεπώς σε περιεχόμενο επικεντρωμένο γύρω από ιστορίες ανθρώπινου ενδιαφέροντος και υποσκέλισε την κάλυψη των δημόσιων υποθέσεων. Πράγματι, από τα τέλη του 1970, οι δημόσιες υποθέσεις κάλυπταν λιγότερο από το 20% του περιεχομένου των δημοφιλών εντύπων εθνικής εμβέλειας. Μια ανάλογη διαδικασία συνέβη και στην τηλεόραση. Οι ειδήσεις τείνουν να είναι εκτοπισμένες στο περιθώριο της ζώνης υψηλής τηλεθέασης, η οποία προορίζεται κυρίως για προγράμματα μυθοπλασίας, απ’ όταν καταργήθηκαν οι κανόνες ρύθμισης της τηλεόρασης μαζικής απεύθυνσης. Έτσι στη Μεγάλη Βρετανία, στο κύριο εμπορικό κανάλι ITV, οι ειδήσεις παραπέμπονται το 1999 στις ζώνες των 18:30 και 23:00 για να δώσουν σαφές προβάδισμα σε υψηλά αξιολογημένα προγράμματα.
Τρίτον, η ελεύθερη αγορά περιορίζει τη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο. Παράγει πλούσια σε ενημέρωση ΜΜΕ για τις ελίτ και φτωχά ΜΜΕ για το ευρύ κοινό. Το αποτέλεσμα, σε αρκετές χώρες, είναι μια πόλωση μεταξύ των εφημερίδων με πρεστίζ και εκείνων που απευθύνονται στις μάζες. Κάτι αρκετά παρόμοιο αναπτύσσεται σήμερα και στην ευρω-πολιτεία, όπου μόνο η ευρω-ελίτ ικανοποιείται συγκεκριμένα από τις ενημερωτικές εφημερίδες, περιοδικά και τηλεοπτικούς σταθμούς (Schlesinger, 1999). Κι ενώ αυτό το επαναλαμβανόμενο μοντέλο αντανακλά κοινωνικές ανισότητες, η αγορά μάλλον το επιβεβαιώνει, παρά το αμφισβητεί.
Τέταρτον, η αγορά υπονομεύει τον νοήμονα και ορθολογικό διάλογο. Τα προσανατολισμένα στην αγορά ΜΜΕ τείνουν να παράγουν πληροφορίες απλουστευμένες, εξατομικευμένες και ξεγυμνωμένες από κάθε περιεχόμενο, με έμφαση στην δράση και όχι στην διαδικασία, στην απεικόνιση και όχι στην αφαίρεση, στα στερεότυπα και όχι στην ανθρώπινη πολυπλοκότητα (Epstein, 1973; Inglis, 1990; Iyengar, 1991; Gitlm, 1990 and 1994; Hallin, 1994; Liebes, 1998). Αυτό είναι ένα υποπροϊόν της επεξεργασίας της πληροφορίας ως εμπόρευμα. Η πρώτη υποψία για το γεγονός ήταν το τρομερό σοκ των φιλελεύθερων, όπως ο Mathew Arnold (1970), που αντέδρασαν έκπληκτοι και έντρομοι στην απευθυνόμενη στην αγορά «νέα δημοσιογραφία» της δεκαετίας του 1880. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, έχουμε μάλλον λιγότερους λόγους να αντιδρούμε με έκπληξη.
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι τα πετυχημένα δημόσια συστήματα μετάδοσης είναι πιο κοντά στο να ενσαρκώσουν το φιλελεύθερο ιδεώδες ενός ενημερωμένου, ορθολογικού και περιεκτικού δημόσιου διαλόγου. Δίνουν προτεραιότητα στα προγράμματα με δημόσιο ενδιαφέρον, στη συζήτηση με επιχειρήματα και (σε κάποια συστήματα) στην πλουραλιστική εκπροσώπηση. Κι αυτό γιατί βάζουν τις ανάγκες της δημοκρατίας πάνω από τα κέρδη και έχουν σ’ αυτή τους την προσπάθεια την υποστήριξη της κυβερνητικής νομοθεσίας. Αυτή η προσέγγιση σημαίνει εγκατάλειψη των αντιλήψεων του κράτους Λεβιάθαν του 18ου αιώνα, και αναγνώριση του γεγονότος πως οι κυβερνήσεις που εκλέγονται από το λαό και υπόκεινται σε συνταγματικούς περιορισμούς, μπορούν ενδεχομένως να ενεργήσουν για το δημόσιο συμφέρον.
Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη οπτική, όλα αυτά είναι εφικτά μέσα από την ελεύθερη αγορά. Αυτή εξασφαλίζει την ανεξαρτησία των Μέσων ως μεσάζοντα, και παράγει μια εκτεταμένη και περιεκτική δημόσια συζήτηση. Η ελευθερία της αγοράς επιτρέπει σε οποιονδήποτε να δημοσιεύσει τη γνώμη του, κι αυτό εξασφαλίζει πως εκθέτονται όλες οι σημαντικές απόψεις και πως η πληροφορία μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από ποικίλες πηγές.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο επεκτείνεται. Και ενθαρρύνεται η χρηστή διακυβέρνηση καθώς η διαδικασία λήψης των αποφάσεων εκτίθεται στην αλληλεπίδραση της αντίθετης άποψης. Όπως ανέφερε σε μια πολυδημοσιευμένη του δήλωση ο Αμερικανός νομικός Oliver Holmes, «το καλύτερο τεστ αληθείας είναι η δύναμη της σκέψης να γίνει αποδεκτή στον ανταγωνισμό της αγοράς…» (Barron, 1975)
Υπάρχουν πολλά να επιδοκιμαστούν σ’ αυτήν την προσέγγιση. Υποθέτει πως οι δημοκρατίες χρειάζονται ενημέρωση και συμμετέχοντες πολίτες που θα διαχειρίζονται τις κοινές τους υποθέσεις. Επίσης αποδέχεται πως η δημόσια συζήτηση είναι πιο πιθανό να γεννήσει λογικά και δίκαια αποτελέσματα εάν λάβει υπόψη της τις διαφορετικές απόψεις και συμφέροντα. Στην καρδιά αυτής της φιλελεύθερης –ή όπως αποκαλείται στις ΗΠΑ, ρεπουμπλικανικής– παράδοσης υπάρχει μια αξιοθαύμαστη έμφαση στην ενεργητική αυτοδιάθεση, τη συζήτηση με επιχειρήματα και τον κοινωνικό συνυπολογισμό.
Υπάρχει, εντούτοις, ένα σημαντικό σφάλμα στο κέντρο αυτού του συλλογισμού: η απλοϊκή εμπιστοσύνη στην ελεύθερη αγορά. Η υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού υπονομεύει τους σκοπούς αυτού του συλλογισμού με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους.
Πρώτον, η ελεύθερη αγορά σήμερα περιορίζει την ουσιαστική ελευθερία της δημοσίευσης. Όταν πρωτοδιαμορφώθηκε η φιλελεύθερη θεωρία για τον Τύπο, πράγματι οι απλοί άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να στήσουν το δικό τους βήμα, σα να λέμε, στην κύρια αγορά των ιδεών, επειδή ήταν φτηνή η έκδοση. Μεγάλες εθνικές εφημερίδες βγήκαν το 1890 στη Βρετανία για παράδειγμα, με ελάχιστες δαπάνες (Curran, 1977). Σήμερα, στη Βρετανία πάντα, απαιτούνται τουλάχιστον 20 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας για να βγει μια νέα εθνικής εμβέλειας εφημερίδα μεγάλου σχήματος, και πλέον των 15 εκατομμυρίων για ένα νέο καλωδιακό τηλεοπτικό σταθμό. Ενώ υπάρχουν ακόμα κάποιοι τομείς των ΜΜΕ όπου το κόστος είναι χαμηλό, αυτοί τείνουν να περιθωριοποιηθούν ή έχουν μικρά ακροατήρια. Μία μοναχική ιστοσελίδα στο Ίντερνετ είναι ουσιαστικά δωρεάν αλλά δεν έχει την ίδια επικοινωνιακή ισχύ με ένα τηλεοπτικό σταθμό ή μια εφημερίδα. Το κέντρο της δημόσιας σφαίρας έχει καταστεί απρόσιτο, εν ολίγης, εξαιτίας του υψηλού κόστους που απαιτείται για να μπει κανείς στην αγορά.
Δεύτερον, η ελεύθερη αγορά περιορίζει την κυκλοφορία της δημόσιας πληροφορίας και καθιστά τους ανθρώπους λιγότερο ενημερωμένους. Η δυναμική αυτής της διαδικασίας έχει ερευνηθεί από τους Curran, Douglas και Whannel (1980) σε σχέση με τον βρετανικό Τύπο. Πρωτοποριακή έρευνα αγοράς που έγινε για λογαριασμό των εκδοτών για μια περίοδο 40 ετών έδειξε πως οι ιστορίες ανθρώπινου ενδιαφέροντος σταθερά κέρδισαν τα μεγαλύτερα ποσοστά αναγνωσιμότητας, επειδή απευθύνονταν σε όλες τις κατηγορίες αναγνωστών, ενώ αντίθετα οι δημόσιες υποθέσεις απασχόλησαν μόνο μια μειοψηφία συγκεντρωμένη γύρω από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Η πίεση του ανταγωνισμού της αγοράς για μεγιστοποίηση των πωλήσεων οδήγησε συνεπώς σε περιεχόμενο επικεντρωμένο γύρω από ιστορίες ανθρώπινου ενδιαφέροντος και υποσκέλισε την κάλυψη των δημόσιων υποθέσεων. Πράγματι, από τα τέλη του 1970, οι δημόσιες υποθέσεις κάλυπταν λιγότερο από το 20% του περιεχομένου των δημοφιλών εντύπων εθνικής εμβέλειας. Μια ανάλογη διαδικασία συνέβη και στην τηλεόραση. Οι ειδήσεις τείνουν να είναι εκτοπισμένες στο περιθώριο της ζώνης υψηλής τηλεθέασης, η οποία προορίζεται κυρίως για προγράμματα μυθοπλασίας, απ’ όταν καταργήθηκαν οι κανόνες ρύθμισης της τηλεόρασης μαζικής απεύθυνσης. Έτσι στη Μεγάλη Βρετανία, στο κύριο εμπορικό κανάλι ITV, οι ειδήσεις παραπέμπονται το 1999 στις ζώνες των 18:30 και 23:00 για να δώσουν σαφές προβάδισμα σε υψηλά αξιολογημένα προγράμματα.
Τρίτον, η ελεύθερη αγορά περιορίζει τη συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο. Παράγει πλούσια σε ενημέρωση ΜΜΕ για τις ελίτ και φτωχά ΜΜΕ για το ευρύ κοινό. Το αποτέλεσμα, σε αρκετές χώρες, είναι μια πόλωση μεταξύ των εφημερίδων με πρεστίζ και εκείνων που απευθύνονται στις μάζες. Κάτι αρκετά παρόμοιο αναπτύσσεται σήμερα και στην ευρω-πολιτεία, όπου μόνο η ευρω-ελίτ ικανοποιείται συγκεκριμένα από τις ενημερωτικές εφημερίδες, περιοδικά και τηλεοπτικούς σταθμούς (Schlesinger, 1999). Κι ενώ αυτό το επαναλαμβανόμενο μοντέλο αντανακλά κοινωνικές ανισότητες, η αγορά μάλλον το επιβεβαιώνει, παρά το αμφισβητεί.
Τέταρτον, η αγορά υπονομεύει τον νοήμονα και ορθολογικό διάλογο. Τα προσανατολισμένα στην αγορά ΜΜΕ τείνουν να παράγουν πληροφορίες απλουστευμένες, εξατομικευμένες και ξεγυμνωμένες από κάθε περιεχόμενο, με έμφαση στην δράση και όχι στην διαδικασία, στην απεικόνιση και όχι στην αφαίρεση, στα στερεότυπα και όχι στην ανθρώπινη πολυπλοκότητα (Epstein, 1973; Inglis, 1990; Iyengar, 1991; Gitlm, 1990 and 1994; Hallin, 1994; Liebes, 1998). Αυτό είναι ένα υποπροϊόν της επεξεργασίας της πληροφορίας ως εμπόρευμα. Η πρώτη υποψία για το γεγονός ήταν το τρομερό σοκ των φιλελεύθερων, όπως ο Mathew Arnold (1970), που αντέδρασαν έκπληκτοι και έντρομοι στην απευθυνόμενη στην αγορά «νέα δημοσιογραφία» της δεκαετίας του 1880. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, έχουμε μάλλον λιγότερους λόγους να αντιδρούμε με έκπληξη.
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι τα πετυχημένα δημόσια συστήματα μετάδοσης είναι πιο κοντά στο να ενσαρκώσουν το φιλελεύθερο ιδεώδες ενός ενημερωμένου, ορθολογικού και περιεκτικού δημόσιου διαλόγου. Δίνουν προτεραιότητα στα προγράμματα με δημόσιο ενδιαφέρον, στη συζήτηση με επιχειρήματα και (σε κάποια συστήματα) στην πλουραλιστική εκπροσώπηση. Κι αυτό γιατί βάζουν τις ανάγκες της δημοκρατίας πάνω από τα κέρδη και έχουν σ’ αυτή τους την προσπάθεια την υποστήριξη της κυβερνητικής νομοθεσίας. Αυτή η προσέγγιση σημαίνει εγκατάλειψη των αντιλήψεων του κράτους Λεβιάθαν του 18ου αιώνα, και αναγνώριση του γεγονότος πως οι κυβερνήσεις που εκλέγονται από το λαό και υπόκεινται σε συνταγματικούς περιορισμούς, μπορούν ενδεχομένως να ενεργήσουν για το δημόσιο συμφέρον.
* Ο James Curran είναι καθηγητής επικοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Goldsmiths του Λονδίνου. Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο ΜΜΕ και Κοινωνία (J. Curran, M. Gurevitch).
Σχόλια