Πρώτη μέρα του καλοκαιριού σήμερα και τα θερινά σινεμά έχουν ήδη ανοίξει, με αξιόλογες επανεκδόσεις

 

Στο θρυλικό Ζέφυρο, στα Πετράλωνα, προβάλλεται για δεύτερη βδομάδα το αντιπολεμικό δράμα Ο κλέφτης ροδακίνων (1964), ταινία-σταθμός του βουλγάρικου κινηματογράφου και σκηνοθετικό ντεμπούτο του διευθυντή φωτογραφίας Βέλο Ράντεφ.
Η ταινία τοποθετείται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανοίγει με το θρήνο μιας ομαδικής κηδείας φαντάρων, σε μια συνοριακή βουλγάρικη πόλη, υπό τους ήχους ορθόδοξων ύμνων. Από μακριά πλησιάζει ένα μπουλούκι εξαθλιωμένων αιχμάλωτων που θα στρατοπεδεύσουν προσωρινά στην πόλη. Ανάμεσά τους και ο Ίβο, ένας Σέρβος δάσκαλος, ξυπόλητος και πεινασμένος που θα επιχειρήσει να εισχωρήσει σ’ έναν κήπο με ροδακινιές. Εκεί, συναντά τη Λίζα, τη νεαρή και όμορφη γυναίκα του διοικητή της πόλης. Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι αναπόφευκτος.
Αυτό το κοινότυπο κινηματογραφικό θέμα σμιλεύεται στα χέρια τού σπουδαγμένου στη Μόσχα Ράντεφ, για να δώσει μια λυρική αντιπολεμική ταινία, με ουμανιστική προσέγγιση, χαρακτηριστικό της σοβιετικής σχολής. Η διάχυτη ευαισθησία της ταινίας αποκαλύπτεται μέσα από λεπτομέρειες. Ο κήπος με τις ροδακινιές είναι η Εδέμ του παράνομου έρωτα, όπου το πλούσιο ηχητικό πεδίο, με κουδουνίσματα και τιτιβίσματα πουλιών, δημιουργεί μια παραδεισένια ατμόσφαιρα. Ο καρπός του κήπου, τα ροδάκινα, δημιουργούν το φιλμικό γεγονός που προχωράει την αφηγηματική ροή. Πέφτουν χάμω, προσφέρονται ως δώρο, γεμίζουν ωραία καλάθια, ενώ γίνονται αφορμή να συναντηθούν ο Ίβο, μια φυσιογνωμία που θυμίζει Μαστρογιάνι, με την πανέμορφη Λίζα, με τα μεγάλα καστανά και σχιστά μάτια.
Η σκληρή αίσθηση του συρματοπλέγματος αποκτά ξεχωριστή σημασία. Συρματόπλεγμα περιφράσσει τον απαγορευμένο χώρο του κήπου, με την έγκλειστη Λίζα, συρματόπλεγμα διαχωρίζει και τον Ίβο, με τους άλλους αιχμάλωτους, απ’ τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ο έρωτας θα ταυτιστεί με ένα βαθύτερο αίσθημα ελευθερίας και για τους δυο.
Πολύ σημαντική είναι και η επιμελημένη αισθητική της ασπρόμαυρης ταινίας, με τα έντονα κοντράστ, το φως του ήλιου που εισβάλλει στα πλάνα των δυο ερωτευμένων, με νότα αισιοδοξίας, ενώ συχνά, ο γύρω χώρος αποκαλύπτεται μέσα από μια διαγώνια προοπτική. Οι φιγούρες δεν απομονώνονται απ’ το φιλμικό και κοινωνικό σύνολο. Τα πρόσωπα των δύο ερωτευμένων τοποθετούνται στο ίδιο πλάνο, προφίλ, με φόντο έναν πετρόχτιστο τοίχο, ενώ ο τρόπος που κινηματογραφούνται τα μπουλούκια των στρατιωτών βασίζεται σε μια απεικονιστική ιδέα, που ενισχύει την ανθρωποκεντρική διάσταση.
Τα νέα του πολέμου μεταφέρονται μέσα απ’ τους γεμάτους πίκρα, για την επικείμενη ήττα, μονολόγους του διοικητή. Μια περισσότερο φιλοσοφική προσέγγιση της ματαιότητας, για τον έρωτα και τον πόλεμο, δίνεται μέσα απ’ τις συζητήσεις του Ίβο μ’ έναν Γάλλο αξιωματικό, τις στιγμές που παίζουν σκάκι.
Μια δραματική ταινία, όπου ο πόλεμος εμφανίζεται ως μια εσώτερη καταστροφή, με υπαρξιακές προεκτάσεις, σε αντίθεση με τον έρωτα, πάντα ως ελπίδα λύτρωσης.
Τέλος, τα πανέμορφα χορωδιακά των φαντάρων πλημμυρίζουν την ταινία. Ένας θλιμμένος σκοπός τρομπέτας γίνεται το μουσικό μοτίβο, μελωδία που θα τραγουδήσουν και οι αιχμάλωτοι, αλληλέγγυοι, με μια φωνή. Και αυτό, ακριβώς, το δέσιμο του κοινωνικού συνόλου μέσα από τη δύναμη του τραγουδιού, είναι ένα χαρακτηριστικό που έχει εκλείψει σήμερα, για να μας το θυμίζουν μόνο οι ταινίες μιας εποχής, που έχει φύγει ανεπιστρεπτί.

Ιφιγένεια Καλαντζή, κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!