Μια ατμόσφαιρα παράξενη, που συχνά παίρνει τη μορφή του ονείρου, ενώ ταυτοχρόνως οι ρεαλιστικές περιγραφές ζωντανεύουν ανθρώπους και τόπους στη συλλογή διηγημάτων του Πέτρου Φούρναρη «Οι γρίλιες» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Βακχικόν».
Ο συγγραφέας, γεωπόνος στο επάγγελμα, έχει επιλέξει εδώ και χρόνια να ζει στη Λέρο και βεβαίως το άρωμα του νησιού διαπερνά πολλά από τα γραπτά του όπου σκιαγραφούνται πορτρέτα ανθρώπων αρκετά διαφορετικών μεταξύ τους.
Δεν νιώθεις να επαναλαμβάνεται κάποιο μοτίβο, αντιθέτως κάθε μια ιστορία είναι ένα διαφορετικό παράθυρο στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, οι οποίοι συχνά είναι μοναχικοί…
Υπάρχουν πολύ σύντομα διηγήματα και άλλα που προσεγγίζουν τη νουβέλα, όπως «Το σονέτο της βροχής», κατά τη γνώμη μου μια από τις καλύτερες ιστορίες του βιβλίου.
Σε κάθε περίπτωση τα κείμενα του Πέτρου Φούρναρη προσφέρουν αναγνωστική απόλαυση δίνοντάς σου παράλληλα άφθονη τροφή για σκέψη…
Γεωπόνος στο επάγγελμα. Σας έχει επηρεάσει η επιστήμη στον τρόπο που βλέπετε τον κόσμο;
Ναι, με έχει επηρεάσει στον τρόπο γραφής μου· να βρίσκω, ας πούμε, λύσεις και λογικές συνεπαγωγές μέσα στην ιστορία που αφηγούμαι, να μην χρησιμοποιώ αφηρημένες έννοιες. Επίσης στην οικονομία του λόγου: στο να πετάω όλο το άχρηστο υλικό από τα γραπτά και να κρατώ την ουσία. Μου έχει μάθει ακόμη να είμαι σύντομος, να αντιπαθώ τη φλυαρία και να παρατηρώ τους ανθρώπους, που είναι και το σημαντικότερο. Η περιέργεια που ωθεί έναν επιστήμονα να κοιτάξει μέσα από το μικροσκόπιο είναι η ίδια που παρακινεί έναν συγγραφέα να γνωρίσει τους ανθρώπους γύρω του και φυσικά τον ίδιο του τον εαυτό. Η γεωπονία εκ των πραγμάτων με κάνει πιο κοινωνικό και μου δίνει «τροφή» για αυτά που αργότερα θα διηγηθώ.
Ποιο από τα διηγήματά σας θα ξεχωρίζατε και γιατί;
Είναι μια δύσκολη ερώτηση γιατί τα θεωρώ ισότιμα. Σε μια άλλη συνέντευξη είχα πει «Η πέτρα» και αναλύω εκεί τους λόγους. Αλλά, για να μην επαναλαμβάνω τον εαυτό μου, να πω ότι από τα αγαπημένα μου διηγήματα είναι «Οι ηλιόλουστες μέρες». Ο λόγος είναι ότι εκεί μέσα βρίσκονται δυο χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι, όσον αφορά στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα. Ο ένας είναι ζωγράφος που δεν μπορεί πλέον να είναι αυτόνομος ως άνθρωπος, λόγω προβλημάτων υγείας. Ο άλλος πρώην στρατιωτικός στη Λιβερία που του αρέσει το ποτό και περιφέρεται από μπαράκι σε μπαράκι πάνω στην τροχήλατη καρέκλα του. Και οι δυο αγαπούν πολύ τη ζωή, αλλά ο καθένας έχει θέσει τους δικούς τους όρους σχετικά με το πώς πρέπει να τη ζεις. Δεν θα συναντηθούν ποτέ στο διήγημα και το μόνο που τους συνδέει τελικά είναι ένας σκύλος που αλλάζει ιδιοκτήτη: ο Μπίρης. Οι χαρακτήρες είναι εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα που με συγκίνησαν για την απλότητά τους. Επίσης ο Μπίρης, που δεν υπάρχει πια, ήταν και θα παραμείνει ο πιο πιστός μου σύντροφος.
Ποιες είναι οι βασικές σας επιρροές στον τρόπο που προσεγγίζετε τα θέματά σας;
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Όλα τα αναγνώσματα του παρελθόντος αφήνουν σίγουρα τα ίχνη τους στα γραπτά μας ακόμα κι αν δεν το ξέρουμε οι ίδιοι. Πάντα με εντυπωσίαζε η γραμμική αφήγηση του Isaac Bashevis Singer και η δυνατή εικονοπλασία του Μπόρχες (έχω ξεχάσει τους ήρωές του, αλλά θυμάμαι τις εικόνες από τα βιβλία του). Τα θέματά μου τα προσεγγίζω με έναν δικό μου τρόπο. Πρώτα έχω την επίμονη εικόνα από κάτι που μου αρέσει, μετά βρίσκω τον χαρακτήρα που πρέπει να είναι «αληθινός» και τον βάζω να κινείται μέσα στην εικόνα, δημιουργώντας παράλληλα την ιστορία. Θεωρητικά υπάρχουν άπειροι συνδυασμοί για να πλέξεις μια ιστορία –αυτή είναι η ομορφιά της συγγραφής– όμως μία είναι η πιο σωστή, και αυτό έχει να κάνει με την αισθητική σου.
«Πρώτα έχω την επίμονη εικόνα από κάτι που μου αρέσει, μετά βρίσκω τον χαρακτήρα που πρέπει να είναι “αληθινός” και τον βάζω να κινείται μέσα στην εικόνα, δημιουργώντας παράλληλα την ιστορία»
Η Λέρος είναι παρούσα σε πολλά από τα διηγήματα. Τι σας έχει χαρίσει η διαμονή σας στο νησί;
Πολλά καλά που ήταν δύσκολο να τα βρω στην Αθήνα. Τον φρέσκο αέρα του μελτεμιού, την ησυχία, άφθονο χρόνο για να διαβάσω και να γράψω –ιδίως τον χειμώνα– και περιπάτους για να σκεφτώ. Αλλά νομίζω ότι το σπουδαιότερο ήταν οι γνωριμίες μου με ενδιαφέροντες ανθρώπους, ντόπιους και ξένους, που ήρθαν στο νησί γυρεύοντας πάνω-κάτω ό,τι γύρευα κι εγώ. Αυστραλοί ζωγράφοι όπως ο Michael Winters, ποιητές όπως ο Δημήτρης Τσαλουμάς και πολλοί άλλοι δημιουργοί που ήρθαν από την άλλη άκρη της γης με σκοπό να γράψουν και να ζωγραφίσουν. Στην αρχή δεν φαινόντουσαν, λες κι ήσαν κάπου κρυμμένοι, αργότερα όμως οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν. Όσο μικρός κι αν είναι ο τόπος, η πολυπολιτισμικότητά του είναι μεγάλη. Υπάρχει ωραία αύρα στο νησί και στους ανθρώπους, μια alma libre.
Συχνά στα διηγήματά σας υπάρχει ένας αέρας μυστηρίου. Θα γράφατε ένα αστυνομικό αφήγημα;
Μου αρέσει η ιδέα. Όμως δεν θα ήταν αστυνομικό με όλη τη σημασία της λέξης. Δεν θα ήταν απαραίτητο να υπάρχει κάποιος ορατός φόνος. Ίσως μόνο υποψία φόνου. Από αυτούς που συμβαίνουν καθημερινά σε όλον τον κόσμο. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει ένας νεκρός, είτε σωματικά, είτε ψυχικά νεκρός. Και ο δολοφόνος ίσως να είναι οποιοσδήποτε από μας, αν όχι όλοι μας. Το μυαλό μου πάει σε μια σκηνή από τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς», όπου γίνεται μια δολοφονία και το αίμα του νεκρού βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού τού δολοφονημένου, διασχίζει το πεζοδρόμιο, κατεβαίνει στο λούκι της βροχής ή κάπως έτσι, και τελικά αφού διανύσει κάμποση απόσταση μπαίνει στο σπίτι του δολοφόνου. Νομίζω πως οι δρόμοι, οι πλατείες, τα σχολεία και τα σπίτια μας είναι γεμάτα με αίμα που δεν φαίνεται, δολοφονίες που δεν εξιχνιάζονται κι εμείς θα μπορούσαμε κάλλιστα να είμαστε οι ένοχοι. Ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να το υποψιαζόμαστε, να κάνουμε τις έρευνές μας για να βρούμε τους δράστες, όσο κι αν μας κρατά ο φόβος ότι μπορεί να είμαστε οι ίδιοι. Ένα τέτοιο αστυνομικό θα δοκίμαζα να το γράψω.