του Θανάση Μουσόπουλου*

Η κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 μετά το βροντερό ΟΧΙ του ελληνικού λαού σήμαινε –εκτός των άλλων– την έναρξη μιας ποιητικής και γενικότερα λογοτεχνικής έκρηξης των ελλήνων και ελληνίδων δημιουργών.

Στον περίπατό μας αυτό λίγες στάσεις θα κάνουμε. Θα ξεκινήσουμε από έναν στυλοβάτη της νεοελληνικής ποίησης. Ο Κωστής Παλαμάς την 1η Νοεμβρίου 1940, τρεις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου γράφει απευθυνόμενος «Στη Nεολαία μας»:

Αυτό κρατάει ανάλαφρο / μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή / πρεσβυτικό κεφάλι,

αυτό το λόγο θα σας / πω δεν έχω άλλο κανένα
Μεθύστε με τ’ αθάνατο / κρασί του Εικοσιένα!

Οι δύο τρανοί μεταπαλαμικοί ποιητές τον ακολουθούν. Ο Άγγελος Σικελιανός θα δημοσιεύσει στις 15 Νοεμβρίου 1940 στη Νέα Εστία το ποίημα «Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη 1940»: «…Ελέγαμε: Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε:/ Ακόμα ένα εικοσιένα! […] Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία,..Νικητές, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της ανάπλασης ολόκληρης της γης!…».

Ο Κώστας Βάρναλης έγραψε το ποίημα «Το ΟΧΙ του λαού» που βρήκε και δημοσίευσε ο Ηρακλής Κακαβάνης στο βιβλίο του «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα» (2012). Δύο στροφές παραθέτουμε:

Το ΟΧΙ του λαού

Ποιος είναι κείνος ο λαός, που λέει στους ξένους «όχι»
και που κρατάει κατάκορφα της λεφτεριάς τη λόχη
κι όντας οι λίγοι αφέντες του, που τον διαφεντεύγουν
τον παρατάν μεσοστρατίς και ασκώνονται και φεύγουν;

[…] Όλ’ οι λαοί κι όλοι μικροί μεγάλοι κάθε τόπου
που αγωνιστήκανε να σώσουν την τιμή τ’ ανθρώπου
μα πιότερο ο ελληνικός, ο πρώτος μες τους πρώτους
πρώτος μέσα στους νικητές και μες τους αλυτρώτους

Οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 ύμνησαν τον ελληνικό λαό και τον αγώνα του. Τρεις ποιητές θα διανθίσουν τον ποιητικό μας περίπατο.

Πρώτος ο Οδυσσέας Ελύτης που έζησε το έπος της Αλβανίας και το ύμνησε στο περίφημο έργο του «Άσμα Ηρωικό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».

«Τώρα κείτεται απάνω στην στουρουφλισμένη χλαίνη/ μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά/ μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί/ μοιάζει μπαξές που του ‘φυγαν άξαφνα τα πουλιά/ μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά/ μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε/ μόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα/ κι η απορία μαρμάρωσε»

Ακολουθεί ο Γιάννης Ρίτσος που γράφει για τον Οκτώβρη του 1940:

Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –
μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,
κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,
μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους
και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους
να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια.

Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,
να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,
όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,
η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,
μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,
κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι
δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκί λιβάνι,
η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –
κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη.

Τέλος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος θα γράψει το ποίημα «Μάνα και γιος»:

«Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε/ κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της/ μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος/ σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν/ τραγούδια κι αναπήδιαγαν τα έλατα και χόρευαν/ οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: Ίτε παίδες Ελλήνων/ Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταυρώναν στον ορίζοντα/ ποτάμια πισωδρόμιζαν/ τάφοι μετακινιόνταν…».

Στην κατάληξη του ποιητικού περιπάτου μας, λίγα τραγούδια από αυτό που συντρόφευαν αγωνιστές και λαό στα δύσκολα μα ηρωικά χρόνια της κατοχής και της αντίστασης.

Γεια σας φανταράκια μας

Γειά σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
που πολεμάτε με καρδιά, με μπέσα και μ’ ανδρεία.

Κι εσύ βρε Πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις,
το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις.

Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια,
τον Ντούτσε τον ξευτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια.

Τζιάνο γι’ αυτό που έκανες, γοργά θα μετανοιώσεις,
σαν θα σε πιάσει ο Εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις.

Η ανατολικοθρακιώτισσα από την Καλλίπολη Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της νίκης, τραγούδησε –σε στίχους Μίμη Τραϊφόρου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ– το 1940 το περίλαμπρο «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»:

Μέσ’ στους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.

Μα για `κείνους που `χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.

Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά

Κλείνουμε με τον ύμνο του ΕΛΑΣ σε στίχους της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη και σύνθεση του Νίκου Τσάκωνα:

Με το ντουφέκι μου στον ώμο
σε πόλεις κάμπους και χωριά
της λευτεριάς ανοίγω δρόμο
της στρώνω βάγια και περνά

Εμπρός Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα
το δίκιο και τη λευτεριά
σ’ ακροβουνό και σε κοιλάδα
πέτα πολέμα με καρδιά

ένα τραγούδι είν’ η πνοή σου
καθώς στη ράχη ροβολάς
και αντιλαλούν απ’ τη φωνή σου
καρδιές και κάμποι Ε.Λ.Α.Σ. Ε.Λ.Α.Σ.

Παντού η Πατρίδα μ’ έχει στείλει
φρουρό μαζί κι εκδικητή
κι απ’ την ορμή μου θ’ ανατείλει
καινούργια λεύτερη ζωή

Με χίλια ονόματα μία χάρη
ακρίτας είτ’ αρματολός
αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι
πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός.

***

Κατάθεση σεμνή δύο δικοί μου στίχοι (Οιακισμοί, 1990):

«Κάθε μέρα να γιορτάζουμε την Ελληνική Ιστορία
Γιατί είναι ιστορία ανθρώπων, καθημερινών».

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!