Ο ήλιος έστειλε και πάλι το δάκρυ το στερνό του, πορφυρένιο σμαράγδι, στης γης το ντεκολτέ. Το πρελούδιο μιας αναχώρησης μόλις άρχισε να εκτελείται. Άλλη μια μέρα σε λίγο μακριά θενά πετάξει απ’ της ζωής το πανηγύρι. Του ημερολογίου η σελίδα θα γυρίσει, οριστικά, αμετάκλητα. Οι καταθέσεις μας στου χρόνου την τράπεζα θα λιγοστέψουν. Του Άδη οι λογιστές τη μείωση πάραυτα θα καταγράψουν στα μαύρα τους τεφτέρια. Άλλη μια μέρα θα χαθεί, η ειμαρμένη θα την αρπάξει. Ποιος νοιάζεται, στ’ αλήθεια, για ένα χαμένο μερονύχτι;
Εμείς, όμως, πίσω απ’ του φόβου το συρμάτινο πλέγμα, αυτό που μ’ επιμέλεια περίσσια, οι σιδεράδες της κοινωνικής κόλασης έχουνε πλέξει. Μάταια επιζητούσαμε ένα κομμάτι θάλασσας, την όρασή μας ν’ ακουμπήσουμε. Ανώφελα, ανιχνεύαμε ένα παράθυρο ουρανού, πάνω στη βιολετί θλίψη του σύννεφου, τη ματιά μας να εναποθέσουμε, καθώς αυτό θα ταξιδεύει κατά τη δύση. Οι κήρυκες του σκότους και της υποταγής δεν νοιάζονται για το γαλάζιο του Αιγαίου. Αυτοί τώρα, ανενόχλητοι, θα διατυμπανίζουν της σιωπής και του σκυψίματος τα πλεονεκτήματα.
Οι εργολάβοι της παραποίησης της πραγματικότητας, αποθρασυνόμενοι, βομβαρδίζουν τις αισθήσεις μας ανηλεώς με οβίδες φόβου. Ένας ιδιότυπος πόλεμος, καιρό τώρα, έχει ξεσπάσει. Ένας πόλεμος, που αποβλέπει στο να σύρει την αριστερή κυβέρνηση της χώρας, κατησχυμένη, εξευτελισμένη, ταπεινωμένη, στην αρένα του σύγχρονου Κολοσσαίου -τις Βρυξέλλες- και εκεί να την παραδώσει στα θεριά του κέρδους. Ουρλιάζουν, γρυλίζουν, ντόπια και διεθνή έντυπα, πως ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απ’ το γαλάζιο του Αττικού ουρανού, το φάντασμα του Grexit. Ύπατοι, εκατόνταρχοι, υπηρέτες της διεθνούς των τοκογλύφων, ενδεδυμένοι με του δικαστή την τήβεννο, υψώνουν το δάκτυλο και με ύφος άτεγκτο απειλούν, πως, αν οι όροι, που αυτοί και μόνον αυτοί επιβάλλουν, στο ακέραιο δεν τηρηθούν, τότε, Ουαί τις ηττημένοις! Επιζητούν διακαώς, έναν ολόκληρο λαό να γονατίσουν, ζήτουλα να τον καταντήσουν. Και την κυβέρνηση, που πρόσφατα με τη λεύτερη ψήφο του εξέλεξε, να μεταβληθεί σε άθυρμα θλιβερό στα χέρια των βαρύγδουπων σταυροφόρων του σύγχρονου μεσαίωνα. Τονίζουν με στόμφο δημοδιδάσκαλου παλιάς κοπής, πως καιρός πια είναι την πολιτική να ξεχάσουμε. Χαρτί και μολύβι να πιάσουμε. Στην ευγλωττία των αριθμών, εκεί η λύση θα δοθεί. Τα πράγματα είναι απλά. Οι συντάξεις. Αλήθεια, τι χρειάζονται οι γέροντες στις σύγχρονες κανιβαλικές κοινωνίες του νεοφιλελευθερισμού; Αρκετά έζησαν. Τώρα, Περίθαλψη, Παιδεία; Ασφαλώς, φτωχοί ιθαγενείς, δεν έχετε αντιληφθεί τις τεράστιες αλλαγές που τώρα εδώ πραγματοποιούνται. Όλα αυτά, όνειρα νύχτας καλοκαιρινής ήτανε των ανώριμων Μπολσεβίκων. Νοσοκομεία, σχολεία, ναι. Μα μόνο για τα παιδιά της άρχουσας τάξης. Τα πράγματα άλλαξαν. Τώρα κουμάντο κάνουνε οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι. Προσκυνήστε, όσο ακόμη είναι καιρός. Ο χρόνος που περνάει σύμμαχος του ισχυρού είναι.
Προσμένοντας το σάλπισμα της αυριανής ανατολής, βρεθήκαμε στο κρίσιμο σταυροδρόμι με την αμφιβολία τόσων χρόνων, το ταξίδι της σημερινής μέρας ν’ αναμετράμε. Αλίμονο, φίλε μου, δεν ήσουνα έτοιμος από καιρό. Δεν άκουσες του αόρατου θιάσου τις προειδοποιήσεις Ίσως αυταπάτες να έτρεφες. Τούτο το καλοκαίρι δεν θα ‘ναι σαν τ’ άλλα. Και τώρα ήρθε η στιγμή, ή, να προφέρεις εκείνο το μεγάλο το «όχι» και τότε να βαδίσεις τον περήφανο δρόμο της μοναξιάς ή, αφού σταθμίσεις τις περιορισμένες δυνατότητές σου, τη ματαιότητα του θάρρους και της ελπίδας, να προφέρεις απρόσκοπτα, το μεγάλο το «ναι». Μα μην αμελήσεις, όμως, με γλώσσα κρυστάλλινη, στην αγορά κοινωνούς της απόφασής σου να μας κάνεις. Ο λαός αδημονεί. Η αυριανή μέρα ηλιόχαρη ας ξημερώσει. Χωρίς όψιμη επαναστατικότητα, γαλήνιοι, να στήσουμε στους δρόμους το οδόφραγμα της Ελπίδας.
Μάρκος Δεληγιάννης