Η έκδοση του επταετούς ομολόγου, εν μέσω της νέας μεγάλης αναταραχής στις αγορές, του λεγόμενου παγκόσμιου sell off, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ελληνικό παράδοξο». Η κυβέρνηση δικαίως δηλώνει ικανοποιημένη από την υπερκάλυψη της έκδοσης των 3 δισ. ευρώ, με προσφορές 7 δισ. και επιτόκιο 3,5%. Βεβαίως, η επιτυχία είναι κάτι σχετικό. Κινείται εντός συγκοινωνούντων δοχείων. Δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητα ότι λίγο μετά την έκδοση η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου είχε μικρή άνοδο, στο 4%, ότι το χρηματιστήριο δεν γλίτωσε από τον πανευρωπαϊκό πανικό πωλήσεων και, πολύ περισσότερο, ότι ο σχεδιασμός για τα επόμενα βήματα επανασύνδεσης με τις αγορές χρέους μπαίνει σε μια ζώνη αβεβαιότητας και, αναγκαστικά, θα επανεξεταστεί. Η έκδοση του επταετούς ομολόγου ήταν επιτυχής γιατί ήταν ελεγχόμενη, με εγγυημένη απόδοση για τους υποψήφιους επενδυτές και σε ένα πολιτικό περιβάλλον που υπόσχεται στις αγορές ότι, από πλευράς ευρωπαϊκής ελίτ, το ελληνικό success story είναι μη αναστρέψιμο.

Το ασανσέρ της ελάφρυνσης

Δεν είναι μόνο πολιτικοί οι λόγοι που οι ευρωπαίοι δανειστές «αβαντάρουν» τον οδικό χάρτη εξόδου από τα μνημόνια και επιστροφής στην «κανονικότητα» της αγοράς χρέους. Είναι και καθαρά οικονομικοί. Ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, στο πέρασμά του από την Αθήνα, πέραν των επαίνων για τη μεταρρυθμιστική νομιμοφροσύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ξεκαθάρισε ότι καθαρό κούρεμα χρέους αποκλείεται και ότι όλη η παρέμβαση ελάφρυνσης που έχει δρομολογηθεί θα περιοριστεί σε επιμηκύνσεις και σταθεροποίηση επιτοκίου, με άξονα τη γαλλική πρόταση για σύνδεση της ελάφρυνσης με τον ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι οι δανειστές δεν είναι διατεθειμένοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη ούτε για ένα ευρώ. Το ασανσέρ της ελάφρυνσης θα διαμορφωθεί ως εξής: όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλός, οι δανειστές –ο ESM ή ο διάδοχός του, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο– θα επιμηκύνονται κάποια ομόλογα και όσα έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο θα υποκαθίστανται με σταθερό. Όταν όμως ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλός, το βάρος της ελάφρυνσης μετατίθεται στο ελληνικό κράτος. Θα πρέπει αυτό να μεριμνά για εξαγορά χρέους από τα πλεονάσματά του, και για υποκατάσταση ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου –που είναι βέβαιο ότι θα βαίνει υψηλότερο όσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα εγκαταλείπει την πολιτική του φθηνού χρήματος– με παράγωγα προϊόντα σταθερού επιτοκίου. Εν ολίγοις, η ελάφρυνση του χρέους που πλασάρεται ως γενναιοδωρία των δανειστών, στην πραγματικότητα θα είναι ουσιαστικά ελληνική υποχρέωση.

Φυσικά, αν όλα αυτά εξελιχθούν σε περιβάλλον παγκόσμιας αστάθειας στις αγορές, η υποτιθέμενη ελάφρυνση του χρέους γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη. Κι επειδή το οικονομικό επιτελείο γνωρίζει τα «ντεζαβαντάζ» του προωθούμενου μηχανισμού, θέλει να αυξήσει το μαξιλάρι ασφαλείας με τις δοκιμαστικές εκδόσεις κρατικών τίτλων πριν και αμέσως μετά την έξοδο από το μνημόνιο. Χωρίς αυτό το μαξιλάρι, είναι περίπου βέβαιο ότι οι δανειστές θα επανέρθουν στις πιέσεις να συνοδευτεί η ενισχυμένη μεταμνημονιακή επιτροπεία με μια προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM. Γι’ αυτό και στο οικονομικό επιτελείο διατυπώνονται σκέψεις ακόμη και για τολμηρές επόμενες κινήσεις δανεισμού από τις αγορές, με ομόλογα όχι μόνο τριετή ή δεκαετή, αλλά ακόμη και δεκαπενταετή.

Οικονομο-πολιτικές αιρέσεις

Όλα, όμως, τελούν υπό πολλές αιρέσεις. Πρώτη έρχεται η διάρκεια της τρέχουσας αναταραχής στις χρηματαγορές, για την οποία κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν πρόκειται για νέα χρηματοπιστωτική κρίση ή προληπτική απόσυρση των ιεράκων της αγοράς ενόψει της προαναγγελθείσας ανόδου στο κόστος του χρήματος (βλέπε αναλυτικά άρθρο του Π. Δερμενάκη στη σελ. 2-3). Το 2014, η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε μια επιτυχή έκδοση ομολόγου τον Απρίλιο, αλλά η δεύτερη απόπειρα, τον Ιούνιο, ατύχησε λόγω κατάρρευσης μιας πορτογαλικής τράπεζας. Η δεύτερη αίρεση είναι πολιτική. Σχετίζεται κυρίως με την αβεβαιότητα έκβασης των ιταλικών εκλογών στις 4 Μαρτίου. Ένας εκλογικός σεισμός στη χώρα της Ευρωζώνης με το υψηλότερο χρέος μετά την Ελλάδα μπορεί να έχει ευρύτερες παρενέργειες στις αγορές ομολόγων. Η τρίτη αίρεση, κι αυτή πολιτική, σχετίζεται με την ευρωπαϊκή πολιτική της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Παρά τις διακηρύξεις του σοσιαλδημοκράτη Σουλτς ότι, βάσει της συμφωνίας των κυβερνητικών εταίρων, η γερμανική ηγεσία θα επενδύσει στη γαλλογερμανική συνεργασία για «περισσότερη Ευρώπη», η «βαθιά» γερμανική ελίτ έχει άλλα σχέδια. Για παράδειγμα, όπως γράψαμε και στο προηγούμενο τεύχος, πέρα από την επιδερμική συμφωνία με τη γαλλική πρόταση για μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, η γερμανική ηγεσία προωθεί μηχανισμό αυτόματης αναδιάρθρωσης χρέους σε χώρες που έχουν ανάγκη διάσωσης, με επιμηκύνσεις που το κόστος τους θα επωμίζονται οι ιδιώτες επενδυτές και με τον ESM να συγκεντρώνει τόσο τον ρόλο του «διαιτητή» μεταξύ κράτους και επενδυτών όσο και τον ρόλο του υπερ-επιτηρητή το κράτους μέλους τα Ευρωζώνης στον «μεταρρυθμιστικό» του σωφρονισμό. Γι’ αυτό και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ υποστήριξε ότι αντί για Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο χρειαζόμαστε περισσότερο ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας».

Ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί ξεκαθάρισε ότι καθαρό κούρεμα χρέους αποκλείεται και ότι όλη η παρέμβαση ελάφρυνσης που έχει δρομολογηθεί θα περιοριστεί σε επιμηκύνσεις και σταθεροποίηση επιτοκίου, με άξονα τη γαλλική πρόταση για σύνδεση της ελάφρυνσης με τον ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι οι δανειστές δεν είναι διατεθειμένοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη ούτε για ένα ευρώ

Η έκβαση αυτής της σιωπηρής γαλλογερμανικής αντιπαράθεσης είναι άγνωστη. Όπως άγνωστο είναι αν αυτές οι προτάσεις θα τεθούν υπό συζήτηση στις συνόδους των ηγετών της Ευρωζώνη και στον οδικό χάρτη μεταρρύθμισής της. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, επηρεάζουν τις συζητήσεις που διεξάγονται για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, που παραμένει case study για όλη την Ευρωζώνη και δεν αποκλείεται να αποτελέσει αντικείμενο νέων πειραματισμών.

Η κατά Μοσκοβισί «κανονικότητα»

Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Μοσκοβισί, μιλώντας στην Αθήνα, επέμεινε ότι είναι απαραίτητη η παρουσία του ΔΝΤ μέχρι το τέλος του τρίτου Μνημονίου. Μεταξύ άλλων, θεωρεί ότι η παρουσία του θα αντισταθμίσει τις γερμανικές ιδέες που αποδυναμώνουν το γαλλικό μοντέλο για τη διαχείριση του χρέους και τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Σ’ αυτό τον σχεδιασμό –στον οποίο πρέπει να συνυπολογιστούν και οι προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες κορυφαίων της ευρωπαϊκής νομενκλατούρας ενόψει των ευρωεκλογών του 2019– η διατήρηση της θετικής εικόνας για την ανάταξη του «Έλληνα ασθενή» παίζει κεντρικό ρόλο. Και έναντι των απρόβλεπτων αγορών και έναντι των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ. Η κατά Μοσκοβισί επιστροφή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» προσφέρει αυστηρές εγγυήσεις και προς τους δυο: Πρώτον, ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης χωρίς την παραμικρή εκκρεμότητα, όπερ θα κριθεί πιθανότατα στο Eurogroup της 19/2, ώστε να εκταμιευτεί (μερικώς) η δανειακή δόση των 5,7 δισ. ευρώ. Δεύτερον, έγκαιρη εκκίνηση και ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης, πράγμα προκαλεί επίσπευση της έλευσης του κουαρτέτου στην Αθήνα, πιθανότατα στα τέλη Φεβρουαρίου. Τρίτον, εκπόνηση του μεταμνημονιακού αναπτυξιακού σχεδιασμού που πρέπει να παρουσιάσει η ελληνική κυβέρνηση, το οποίο θα συνδεθεί στενά με τη ενισχυμένη εποπτεία της Κομισιόν – ή όποιου άλλου μηχανισμού αναλάβει ή μοιραστεί τις εξουσίες της- στην ελληνική οικονομία μετά τον Αύγουστο. Και, τέταρτον, το μοντέλο ελάφρυνσης του χρέους στο οποίο πρέπει να συμφωνήσουν ESM, ΕΚΤ και ΔΝΤ προκειμένου και οι τρεις να καταλήξουν σε συμβατές αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους χωρίς να εκτεθούν ξανά –και ανεπανόρθωτα– στις αγορές, υπέρ των οποίων άλλωστε υπάρχουν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!