Δύο ταινίες για την ακροδεξιά, την δικαιοσύνη και την δημοκρατία

της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Δυο νέες ταινίες της βδομάδας, μια γαλλοβέλγικη και μια αργεντίνικη, επιχειρούν να προβληματίσουν το κοινό, τόσο γύρω από τις πρόσφατες κοινωνικές εξελίξεις, όπως η άνοδος της ακροδεξιάς, αλλά και ο επαναπροσδιορισμός των εννοιών δικαιοσύνη και δημοκρατία.

Καθόλου τυχαία και στις δυο επιλέχτηκαν γυναίκες για τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, καθώς η μακρόχρονη έμφυλη διάκριση τούς προσδίδει μια βαθύτερη δραματουργική δυναμική στις υπό διερεύνηση πολύπλευρες διαστάσεις μιας εν τη γενέσει μεταβατικής εποχής.

Αυτή η γη είναι δική μας

Στα χνάρια των αδερφών Νταρντέν, ο 55χρονος Βέλγος Λουκά Μπελβό, γνωστός από το σκοτεινό φιλμ νουάρ 38 Μάρτυρες (2012), για την αλλοτρίωση και τον εκφασισμό των σύγχρονων ευρωπαίων, στη νέα του κοινωνική ταινία Αυτή η γη είναι δική μας εξακολουθεί να ιχνηλατεί στα ίδια δύσβατα μονοπάτια, στρέφοντας το βλέμμα του στο ακριτικό Πα-ντε-Καλέ, που στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές του 2017 περισσότεροι από 50% ψήφισαν το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν ΛεΠεν.

Η Βελγίδα Εμιλί Ντεκέν, η συναρπαστική Ροζετά (1999) των αδερφών Νταρντέν, επιλέγεται να ενσαρκώσει την νεαρή Πωλίν, ως υποδειγματικό μικροαστικό γυναικείο πορτρέτο της γαλλικής επαρχίας. Κατ’ οίκον νοσηλεύτρια στην πόλη Ενάρ και διαζευγμένη μητέρα δυο παιδιών, η Πωλίν διάγει μια κουραστική καθημερινότητα, ανάμεσα στον άρρωστο πατέρα της, συνταξιούχο μεταλλουργό, πιστό μέλος του ΚΚ Γαλλίας και στους ηλικιωμένους που φροντίζει στοργικά. Αρχικά, χτίζεται ο χαρακτήρας μιας σκληρά εργαζόμενης μητέρας, γέννημα-θρέμμα μιας περιοχής που ταλανίζεται από το μεταναστευτικό, η οποία πείθεται να συμμετάσχει στις δημοτικές εκλογές, με την ακροδεξιά παράταξη της δημαγωγού εθνικίστριας Ντορζέλ, κόρης γνωστού ακροδεξιού πολιτικού, που φωτογραφίζει την Μαρίν Λε Πεν. Και ενώ η Πωλίν πιέζεται να αποκτήσει δημόσια εικόνα, τα πράγματα περιπλέκονται όταν επανασυνδέεται με τον εφηβικό της έρωτα, τον Στανκό, έναν προπονητή, πρώην πρωτοπαλίκαρο ακροδεξιών οργανώσεων.

Με την καταγραφή της διαδικασίας της προεκλογικής εκστρατείας φανερώνονται τα πολιτικά παιχνίδια των υποψηφίων. Στις συζητήσεις της Πωλίν με συνομήλικους οικογενειάρχες φίλους της αποτυπώνεται ένας καλλιεργούμενος ρατσισμός, ενώ αποσπάσματα των προεκλογικών ομιλιών της Ντορζέλ καλύπτουν έναν υφέρποντα εθνικισμό, πίσω από ένα πατριωτικό «αντιστασιακό» προσωπείο, που διατηρεί αλώβητο το κοινοβουλευτικό του προφίλ, αναθέτοντας «βρώμικες» δραστηριότητες σε ακροδεξιά μορφώματα. Οι καβγάδες πατέρα-κόρης μεταφέρουν μια πίκρα, ακυρώνοντας τις θυσίες των εμιγκρέδων και κομμουνιστών παππούδων και γονιών, στο όνομα της «απολίτικης» νέας γενιάς, που στρέφεται αβασάνιστα στο φασισμό, ενώ στιγματίζεται και η επιρροή ενός άκρατου αντιισλαμισμού στους σημερινούς εφήβους.

Το υπνωτισμένο ακροατήριο τραγουδά συγκινημένο τη Μασσαλιώτιδα, ενώ ακολουθούν ρατσιστικά συνθήματα, όπως «on est chez nous» (αυτή είναι η πατρίδα μας), που ενέπνευσε και τον γαλλικό τίτλο, καταδεικνύοντας τον λαϊκίστικο λόγο της ακροδεξιάς που συσπειρώνει, καλύπτοντας εύγλωττα σε πατριωτικό περιτύλιγμα παλιότερα διχαστικά εθνικιστικά προτάγματα.

Στο ακουστικό πεδίο, η διαρκώς αυξανόμενη άνοδος της ανεργίας κυριαρχεί στα ραδιοφωνικά ειδησεογραφικά δελτία. Ήχος ατονικών εγχόρδων, τύπου θρίλερ, στην πρωτότυπη μουσική, υπογραμμίζει την αίσθηση διαστρέβλωσης σε σκηνές βίαιης ρατσιστικής εκτόνωσης ακροδεξιών, ενώ στην εισαγωγή, παράλληλα με τις όψεις της επαρχιακής πόλης στο χάραμα, οι εικόνες προσεκτικής απόσυρσης οβίδων σπαρμένων στα χωράφια από τον Β’ ΠΠ, υπενθυμίζουν ότι το κουφάρι του φασισμού κρύβεται ακόμα στην ντουλάπα, έτοιμο να ανανήψει, πράγμα που επισημαίνεται και από τον πατέρα της Πωλίν «… νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει με αυτούς, αλλά ξαναβγαίνουν, με τις ίδιες ιδέες και τα ίδια λόγια, μασκαρεμένα».

 

 Paulina

Ιδεαλίστρια νομικός, η νεαρή Παουλίνα, στην ομώνυμη ταινία του 37χρονου Αργεντίνου σκηνοθέτη Σαντιάγκο Μίτρε (Ο Φοιτητής / 2011), παρατάει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα δικαστικού στο Μπουένος Άιρες, παρά τις διαφωνίες του δικαστή πατέρα της, που τον κατηγορεί για βολεμένο ελιτίστή, για να διδάξει αρχές δημοκρατίας και πολιτικής δικαιοσύνης, σε μια απομονωμένη φτωχική επαρχία της γειτονικής Παραγουάης. Εκεί όμως, έρχεται αντιμέτωπη με αγριεμένους έφηβους αυτόχθονες, που πνίγουν τη μιζέρια στο πιοτό, με ανεξέλεγκτες συμπεριφορές.

Με την κάμερα μέσα στην τάξη, ανάμεσα στους μαθητές-αγρίμια, καταγράφονται συζητήσεις σε πλάνα που ανακαλούν την αμεσότητα του ρεαλισμού στο Ανάμεσα στους τοίχους (2008) του Λοράν Καντέ. Προσπαθώντας να κερδίσει τους μαθητές της, η Παουλίνα απεμπολεί την εξουσία του ρόλου της, καλώντας τους να καθορίσουν μαζί τους κανόνες του μαθήματος. Μετά την τραγική δοκιμασία της, από ένα σοκαριστικό συμβάν, με απρόβλεπτες συνέπειες, αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος, επειδή θεωρεί ότι αυτή η πικρή τροπή μπορεί να αποτελέσει έμπρακτο υπόδειγμα πίστης στην αξία απόδοσης δικαιοσύνης. Αποκηρύσσοντας ως μη αποτελεσματικό το σωφρονιστικό σύστημα, που προτείνει ανορθόδοξες μεθόδους βίας και φυλάκιση για τους αυτόχθονες, η Παουλίνα αναγνωρίζει πως το αδίκημα που διεπράχθη αποτελεί το προϊόν μιας τετελεσμένης πραγματικότητας, την οποία επιθυμεί να αντιμετωπίσει, επωμιζόμενη το μερίδιο που της αναλογεί.

Όπως και στον Φοιτητή, το πολιτικό πρόταγμα εγγράφεται στους διαλόγους, με μια ρητορική διαλεκτική. Στην αρχική έντονη αντιπαράθεση πατέρα-κόρης, η Παουλίνα αμφισβητεί ότι η απονομή δικαιοσύνης μπορεί να αλλάξει από τα μέσα, ενώ ο πατέρας επιμένει πως από τη θέση ανώτερου δικαστή θα μπορεί να επηρεάζει τους κανόνες του παιχνιδιού.

Τα συχνά κοντινά στο βουβό πρόσωπο της πρωταγωνίστριας μαρτυρούν τραυματικό ψυχισμό, ενώ η απεικόνισή της να συλλογίζεται ξαπλωμένη αποδίδει τις βαρυσήμαντες αποφάσεις της σε βαθιά σκέψη.

Απογυμνωμένη από μουσική, η στιβαρή σκηνοθετική ματιά υποστηρίζεται με φυσικούς ήχους, με τη βία εκτός κάδρου, στρέφοντας το ενδιαφέρον στη σεναριακή πλοκή. Ανακαλώντας το Ρασομόν (1950) του Κουροσάβα, με τις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας, στην ηθική πολυπλοκότητα του διλήμματος ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος, μέσα από μια μη γραμμική αφήγηση, ο Μίτρε παρουσιάζει δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες θύματος – θύτη, εντάσσοντας στην αφηγηματική δομή τις λεπτές ηθικές διακυμάνσεις, κατά την απόδοση δικαιοσύνης. Η τήρηση των αξιών μέσα από ένα ακραίο παράδειγμα, που δοκιμάζει τα όρια των απόψεων της Παουλίνα, στα πλαίσια της χρονικής ασυνέχειας της κινηματογραφικής αφήγησης, δημιουργεί μυστήριο και αγωνία, ξετυλίγοντας βαθμιαία την πλοκή.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου.

ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!