Ιδιαίτερη θέση στην ποδοσφαιρική μυθολογία μας, έχουν οι «αμφισβητίες». Άλλοτε πολιτικά αντισυμβατικοί κι άλλοτε «άσωτοι» ή αλάνια, μερικές φορές μοναχικοί ή και «αυτοκαταστροφικοί» αλλά πάντα με έναν ηθικό κώδικα που κέρδιζε την αγάπη από τους περισσότερους, την απομόνωση από άλλους, και συνήθως τον σεβασμό από όλους. Ταλέντα αυθεντικά, και όχι προϊόντα μιας μηχανής, παθιασμένοι αισθηματίες της στρογγυλής θεάς, δημιουργούσαν μια ιδιότυπη αίγλη γύρω από το όνομά τους. Η «Μπάλα αλλιώς» του Δρόμου, παρουσιάζει μια σειρά άρθρων για μερικούς από τους εκφραστές του «επαναστατικού ρομαντισμού» του ποδοσφαίρου.

Μέρος έβδομο: Πάρις Γεωργακόπουλος 

Όποιοι παρακολουθούν το ελληνικό ποδόσφαιρο από τη δεκαετία του ‘80, είναι δύσκολο να μην θυμούνται και να μην έχουν καταγράψει μέσα τους με ιδιαίτερο τρόπο, την ξεχωριστή περίπτωση του Πάρι Γεωργακόπουλου. Η παρουσία του στο ποδόσφαιρο θυμίζει την πορεία ενός μετεωρίτη που μπαίνει στην ατμόσφαιρα και φλέγεται για ελάχιστα δευτερόλεπτα, προσφέροντας ένα εντυπωσιακό θέαμα μέχρι να εξαφανιστεί. Κάπως έτσι ο Γεωργακόπουλος έλαμψε στα ελληνικά γήπεδα για λίγα χρόνια για να σταματήσει οριστικά τη μπάλα στην ηλικία των 26 ετών.

Ο Γεωργακόπουλος γεννήθηκε το 1965 και μεγάλωσε στην Πάτρα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δικαστικός και είχε αρχικά ενστάσεις για την ενασχόληση του γιου του με το ποδόσφαιρο. Έτσι, ο 12χρονος Πάρις πήγαινε στην αρχή κρυφά κι έπαιζε στα «τσικό» της Παναχαϊκής. Τελικά θα «αποσπάσει» τη συναίνεση της οικογένειας, θα συνεχίσει και θα ενταχθεί στην πρώτη ομάδα σε ηλικία 16 ετών, για να καθιερωθεί γρήγορα ως βασικός. Ιδιαίτερη ήταν μάλιστα η σχέση του με τον μεγάλο Κώστα Δαβουρλή (1948-1992), τον παλαίμαχο άσσο της Παναχαϊκής (και του Ολυμπιακού) που είχε από την αρχή αναγνωρίσει το ταλέντο του και τον συμβούλευε στα πρώτα του βήματα.

Ο Γεωργακόπουλος ήταν μεγάλος τεχνίτης με τρομερό αριστερό πόδι, ένα ψηλόλιγνο παιδί με ιδιαίτερο στυλ, ένα «δεκάρι» από αυτά που ομόρφαιναν το ποδόσφαιρο. Αέρινος και μπαλαδόρος, με σπάνια ικανότητα στην πάσα, τη σέντρα και το σουτ. Το 1986 θα πάρει μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, ενώ προτάσεις είχε και από την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό.

Στον ΠΑΟ, τα πρώτα χρόνια δεν είναι εύκολα. Δίνει κατά καιρούς δείγματα γραφής, αλλά δυσκολεύεται να κατοχυρωθεί. Είναι μάλλον σε άλλο μήκος κύματος από τους περισσότερους παίκτες και κάνει παρέα κυρίως με τον Σαραβάκο και τον Κουρμπανά, ενώ μεγάλο σεβασμό τρέφει για τον Βέλιμιρ Ζάετς. Έχει δύσκολες σχέσεις με προπονητές, και ιδιαίτερα με τον Σουηδό Μπένγκτσον. Το 1988 μάλιστα, σταματάει για λίγους μήνες, αλλά από τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου επιστρέφει και τα επόμενα χρόνια θα έχει σταθερή παρουσία στην ομάδα. Αυτά τα δυόμιση χρόνια, από το 1989 μέχρι το 1991 που σταμάτησε, θα ξεδιπλώσει το ταλέντο του και θα γνωριστεί για τα καλά με το ελληνικό ποδοσφαιρόφιλο κοινό.

Το 1991 το πενταετές του συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό ολοκληρώνεται και ο Γεωργακόπουλος καλείται τον Νοέμβριο να διαπραγματευτεί ένα νέο. Στο μεταξύ, όμως, είχε διακόψει τις σπουδές του, τις οποίες ήθελε να ολοκληρώσει και να εργαστεί ως πολιτικός μηχανικός. Είχε βάλει στόχο, για τον λόγο αυτό, να σταματήσει το ποδόσφαιρο στα 29 του, κάτι πρωτοφανές για αυτό το επίπεδο. Ζήτησε λοιπόν τριετές συμβόλαιο από τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, ο οποίος δεν το δέχτηκε: «Σε όλους κάνω πενταετές, εσύ γιατί να είσαι η εξαίρεση;». Ο Γεωργακόπουλος επιμένει, ενώ δεν τον ικανοποιούν ούτε τα χρήματα που του προσφέρει ο πρόεδρος της ΠΑΕ.

Μια ηχηρή άρνηση

Εδώ πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη παρένθεση. Ο Βαρδινογιάννης ήταν ο πρώτος παράγοντας που με τον νόμο για τις ανώνυμες εταιρίες στον χώρο του ποδοσφαίρου, μετατρέπει ένα ποδοσφαιρικό σωματείο σε ιδιοκτησία του. Έχοντας προνομιακές σχέσεις με το πολιτικό προσωπικό και ειδικά, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, με τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, θα κυριαρχήσει πλήρως σε όλα τα επίπεδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο «βαρδινογιαννισμός» ήταν τότε ένα ιδιαίτερο –και τότε πρωτόγνωρο– φαινόμενο που αποτύπωνε την ιδιαίτερη διαπλοκή στον χώρο του αθλητισμού με «πλοκάμια» στο κράτος, τα κόμματα, τα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη.

Μια από τις συνήθειες της εποχής ήταν τα «λευκά συμβόλαια». Προφορικά γινόταν μια συμφωνία, αλλά οι «λεπτομέρειες» συμπληρώνονταν τελικά με τρόπο που «δένονταν» οι ποδοσφαιριστές χωρίς πολλά-πολλά, αφού σχεδόν κανείς δεν διανοούνταν να συγκρουστεί με τους μεγαλοπαράγοντες του ποδοσφαίρου.

Ο Γεωργακόπουλος, όμως, κράτησε μια άλλη στάση. Δεν θα υπέγραφε όπως όπως ένα συμβόλαιο που δεν τον κάλυπτε. Κάποιοι απέδωσαν αυτή τη στάση σε «εγωισμό». Σίγουρα μέτρησε ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν για εκείνον «όλος ο κόσμος» όπως για άλλα παιδιά, υπήρχαν και οι σπουδές κι η επιστήμη του. Ο ίδιος έχει δώσει και μια άλλη εξήγηση: Στην οικογένειά μου, έλεγε σε μια συνέντευξη, ξέραμε ότι αν κάτι κάνει 100 δραχμές θα δώσουμε 100, δεν θα το παζαρέψουμε.

Αισθάνθηκε λοιπόν ότι η πρόταση του προέδρου δεν ήταν δίκαιη, δεν τον αντάμειβε για την αξία του και αγνοούσε τη δική του θέληση. Την απέρριψε, ενώ ήξερε ότι αυτό μάλλον θα σήμαινε το ακόμα πιο πρόωρο τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, από το ήδη πρόωρο που ο ίδιος είχε καθορίσει. Γιατί οι «λεπτομέρειες» που αναφέραμε πριν, όριζαν το δικαίωμα της ΠΑΕ να επεκτείνει μονομερώς το συμβόλαιό για πέντε ακόμα χρόνια, κάτι που ο ίδιος δεν αποδέχτηκε.

«Ξέρω ότι δεν μπορώ να πάω σε άλλη ομάδα, μπορώ όμως να πάω σπίτι μου», απάντησε. Και πράγματι, ολοκλήρωσε τις σπουδές του και γύρισε σπίτι του, στην Πάτρα, όπου εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός. Στον Βαρδινογιάννη έφτασαν προτάσεις, αλλά εκείνος είχε διαμηνύσει ότι δεν θα τον πουλούσε «ούτε για 500 εκατομμύρια». Προτιμούσε να χάσει οποιοδήποτε ποσό προκειμένου να μην τρωθεί ο εγωισμός του και κυρίως να μην ανοίξει η όρεξη σε άλλους παίκτες να φέρνουν αντιρρήσεις.

Ο Γεωργακόπουλος δεν έκανε «σημαία» την κόντρα του με τον Βαρδινογιάννη και σπάνια έχει αναφερθεί δημοσίως σε αυτή. Σε μια συνέντευξή του, το 2016 στο Sport24 και τον Πάνο Βόγλη, θα προσπαθούσε να δώσει κάπως μικρότερες διαστάσεις στην ιστορία αυτή, περιγράφοντάς την ως μια απλή επαγγελματική ασυμφωνία. Αρκετά χρόνια νωρίτερα όμως, το 1998, όταν τα γεγονότα ήταν πιο «ζεστά», στο Activeκαι τον Γιώργο Λυκουρόπουλο είχε δηλώσει:

«Πικρίες έχει κάποιος που περιμένει κάτι. Εγώ ήξερα τι θα συμβεί, δε μου ήρθε ξαφνικό. Ήξερα τι θα συμβεί γιατί ήξερα με ποιους μιλάω. Και μπορείτε να ρωτήσετε και κάποιους συμπαίκτες μου τότε, που πολύ νωρίτερα τους έλεγα “παιδιά, εγώ θα πάω σπίτι μου”. Και αισθάνομαι καλά που κάποιοι άνθρωποι τώρα με θυμούνται γι’ αυτή τη στάση μου. Αυτή είναι και η ηθική ικανοποίηση, που δεν νομίζω ότι υπάρχει στην άλλη πλευρά».

Ανεξάρτητα από τα ακριβή όρια μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, το ότι υπάρχει ο «μύθος», το γεγονός ότι οι περισσότεροι θυμούνται τον Πάρι Γεωργακόπουλο για αυτή του τη στάση, λέει πολλά. Κάποιοι προβάλουν μια ένσταση, ότι θα έπρεπε περισσότερο να τον μνημονεύουν για τα ποδοσφαιρικά του προσόντα. Δεν είναι καθόλου έτσι. Ο Γεωργακόπουλος έμεινε όρθιος απέναντι σε ένα πρέσινγκ που δεν θα μπορούσε να ασκήσει ούτε το πιο δυνατό σέντερ μπακ, και κράτησε τη μπάλα στα δικά του πόδια μέχρι τέλους. Τι καλύτερη ποδοσφαιρική στιγμή από αυτή;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!