Ο Κώστας Καραμανλής προχώρησε σε μια ακόμη παρέμβαση στην παρουσίαση του βιβλίου «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Θεσσαλονίκη». Αυτό σε μια ιδιαίτερη πολιτική στιγμή, λίγες μέρες πριν από δύο σημαντικά γεγονότα. Πρώτον τη συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν για τα ελληνοτουρκικά και δεύτερον τις αμερικανικές εκλογές ενώ είναι βέβαιο ότι και τα δύο γεγονότα θα επηρεάσουν το πολιτικό σύστημα. Η μεν εκλογή Τραμπ δημιουργεί ανησυχία σε μερίδα των ελίτ έπειτα και από την άνευ προηγουμένου στήριξη που δόθηκε στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, η δε συζήτηση για τα ελληνοτουρκικά αποτελεί ένα από τα συμβόλαια που πρέπει να εκτελέσει το πολιτικό σύστημα το οποίο δρομολογεί η κυβέρνηση χωρίς όμως να μπορεί εύκολα να το φέρει εις πέρας χωρίς ευρύτερη στήριξη. Ωστόσο, παρά το βάρος των εξελίξεων και σε αντίθεση με τις προηγούμενες παρεμβάσεις του Κ. Καραμανλή, αυτή τη φορά η τοποθέτησή του ήταν λιγότερο αιχμηρή. Μάλιστα, η στάση του πρώην πρωθυπουργού έρχεται σε αντίστιξη με αυτή του Α. Σαμαρά. Η διαφοροποίηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί εντάσσεται στην ευρύτερη διαδικασία ρευστοποίησης και αναδιατάξεων η οποία συμβαίνει στο πολιτικό σύστημα και φαίνεται πως θα επηρεάσει όχι μόνο την αντιπολίτευση αλλά και την κυβέρνηση. Η Ν.Δ φαίνεται να υποχωρεί από τα ίδια τα αδιέξοδα της πολιτικής της και μαζί της υποχωρεί και το μονοπωλιακό σχήμα με το οποίο κινήθηκε το πολιτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει χάσει τη στήριξη όχι μόνο της κοινωνίας αλλά και μερίδας των ελίτ πράγμα που αποτυπώνεται μέσα από διάφορα δημοσιεύματα αλλά και με την εντός των τειχών αντιπολίτευση από ομάδα βουλευτών και τους δύο πρώην πρωθυπουργούς. Αυτή η διαδικασία ρευστοποίησης επιβάλλει πιο προσεκτικές κινήσεις στους διάφορους δρώντες, ανάλογα και το ειδικό βάρος ή και το ρόλο που ο καθένας θα μπορούσε να διαδραματίσει. Έτσι ο Κ. Καραμανλής παίρνει μεν αποστάσεις από την κυβέρνηση και ειδικά από τη συμφωνία που προωθείται στα ελληνοτουρκικά χωρίς όμως να παίρνει θέση αντίπαλη προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
«Οι προβληματισμοί και ανησυχίες για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές»
Έτσι λίγες μέρες μετά την παρέμβαση του συνομόλογου του Α. Σαμαρά ο Κ. Καραμανλής στήριξε τις αιτιάσεις του προηγούμενου ως προς τα ελληνοτουρκικά λέγοντας πως «Οι προβληματισμοί και ανησυχίες που εκφράζονται για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές. Η ανάδειξή τους στην ουσία ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, ιδίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές, εφ όσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή». Παράλληλα, έδωσε και το δικό του στίγμα για το ζήτημα μιλώντας για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τη στάση του σε αυτό όπου τόνισε πως «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία, η οριοθέτηση δηλαδή της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο θα έπρεπε να επιλυθεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες[..] Με άλλα λόγια ο υπαινιγμός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει επί θεμάτων που μονομερώς και αυθαίρετα επιχειρεί να προσθέτει διαχρονικά η Τουρκία στην ατζέντα είναι ανακριβής, έωλος και ίσως εκ του πονηρού».
«Διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων»
Ο Κ. Καραμανλής προχώρησε σε ορισμένες επισημάνσεις σε σχέση με τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η δημοκρατία στον δυτικό κόσμο, οι οποίες όμως είναι εμφανές πως αναφέρονται και στην Ελλάδα και ειδικά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η πρώτη αφορά στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων όπου ο πρώην πρωθυπουργός σημείωσε ότι «Η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, η περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού ωθεί αυξανόμενο αριθμό πολιτών στην αποχή και άρνηση της πολιτικής διαδικασίας». Αναφερόμενος στο ίδιο ζήτημα πρόσθεσε πως «είναι σοκαριστική η αποκάλυψη σε πρόσφατη έρευνα της κοινής γνώμης, το 50% των ερωτηθέντων να δηλώνουν ότι αισθάνονται “εκτός των τειχών” εκτός κοινωνίας δηλαδή, αποκλεισμένοι και απροστάτευτοι. Το ογκούμενο χάσμα μεταξύ λίγων εχόντων και πολλών μη εχόντων είναι βόμβα στα θεμέλια της δημοκρατικής ομαλότητας και σταθερότητας και μάλιστα όχι βραδυφλεγής».
«Δυσαρέσκεια και απογοήτευση»
Ειδικό βάρος στην τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή είχε και η απονομιμοποίησή του πολιτικού συστήματος στα μάτια των πολιτών. Συγκεκριμένα σημείωσε πως «ακόμα χειρότερα στα μάτια πολλών το σύστημα έχει απολέσει τη νομιμοποίησή του. Μεταβάλλονται είτε σε “φυγάδες της πολιτικής” δηλαδή απορρίπτουν τη συμμετοχή τους στα κοινά, είτε σε “πολιτικούς νομάδες” εγκαταλείποντας ιστορικά κόμματα και στρέφονται σε πιο ακραίες φωνές και σχήματα. Η δε δυσαρέσκεια και απογοήτευσή τους οδηγεί και τον δημόσιο βίο σε όλο και μεγαλύτερη οξύτητα, επιθετικότητα, λεκτική και όχι μόνο βία, τραυματίζοντας και με αυτόν τον τρόπο την σταθερότητα και την δημοκρατική διαδικασία» περιγράφοντας ένα φαινόμενο το οποίο αναγνωρίζει σε όλο τον δυτικό κόσμο. Μάλιστα για το συγκεκριμένο ζήτημα άσκησε κριτική και στη στάση που τηρείται απέναντι στη δυσαρέσκεια των πολιτών λέγοντας «κανένα πολιτικό σύστημα, ακόμα και η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν, αν δεν έχει ισχυρή νομιμοποίηση και αξιοπιστία στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών. Και ρίχνουν λάδι στην φωτιά όσοι υπεροπτικά και αλαζονικά υποτιμούν τους δυσαρεστημένους και διαμαρτυρόμενους πολίτες ως οπισθοδρομικούς, ψεκασμένους ή εξτρεμιστές».
«Μεροληψία των θεσμών»
Επιπλέον ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στη μεροληψία των θεσμών και ειδικά της Δικαιοσύνης, πράγμα που έχει ειδικό βάρος για την Ελλάδα με βάση την υπόθεση των Τεμπών και όχι μόνο. Ο Κ. Καραμανλής ανέφερε χαρακτηριστικά πως «πλανάται σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες μια αίσθηση μεροληψίας προς τους ισχυρούς, και αυστηρότητας προς τους αδύναμους. Ακόμα και κράτη μέλη της Ε.Ε. μπαίνουν στον πειρασμό να χειραγωγήσουν τη δικαιοσύνη. Θα έπρεπε να είναι αδιανόητο κι όμως συμβαίνει. Η καθυστέρηση στην απόδοση δικαιοσύνης οξύνει την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Αν όμως οι πολλοί δεν εμπιστεύονται τη δικαιοσύνη, ναρκοθετείται το δημοκρατικό πολίτευμα. Η πίστη στην δικαιοσύνη είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την λειτουργία της δημοκρατίας». Ενώ αντίστοιχα αναφέρθηκε και στην ανεξαρτησία την ενημέρωσης την οποία θεωρεί ως «μια από τις προκλήσεις της εποχής μας» και η οποία τίθεται εν αμφιβόλω. Το συγκεκριμένο πρόβλημα γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στις περιπτώσεις των πολεμικών αναμετρήσεων που συμβαίνουν για τις οποίες σημείωσε ότι «ευκρινές παράδειγμα των ημερών μας, οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Πέρα από τα θύματα και τις καταστροφές, αναδεικνύεται ο τεράστιος ρόλος της σύγχρονης προπαγάνδας. Και αν για τα αυταρχικά καθεστώτα αυτό ήταν συνήθης πρακτική ανά τους αιώνες, βλέπουμε και τη δημοκρατική Δύση να τα ανταγωνίζεται επάξια, τραυματίζοντας όμως το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της, την ποιοτική και ηθική υπεροχή που εξ ορισμού πρέπει να έχει μια ελεύθερη δημοκρατική πολιτεία». Ενώ συνέχισε με ένα μήνυμα που αφορά και το εσωτερικό λέγοντας πως «το τελευταίο το επισημαίνω, καθώς τείνει να γίνει κανόνας η προπαγάνδα της στοχοποίησης και κατασυκοφάντησης όσων δεν ταυτίζονται με το εκάστοτε κυρίαρχο αφήγημά της. Στην αντιδημοκρατική λογική του “όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός”».